Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε.
Σέ μία ἐκκλησία τῆς Ἱερουσαλήμ εἶδα μία εἰκόνα τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ ὑπηρέται τῶν ἀρχιερέων κτυποῦν μέ γροθιές στό πρόσωπο τόν Κύριο, ἐνῶ Αὐτός κλίνει τήν κεφαλήν Του, ὡσάν νά θέλη νά προφυλαχθῆ ἀπό τίς γροθιές. Στό Πρόσωπό Του φαίνεται βαθειά ἡ θλῖψις καί ἡ ἀπορία. Δέν μπορεῖ νά πιστεύση αὐτό πού τοῦ συμβαίνει. «λαός μου, τί ἐποίησά σοι; ἤ τί σοί παρηνώχλησα; Τούς τυφλούς σου ἐφώτισα, τούς λεπρούς ἐκαθάρισα, τούς νεκρούς σου ἀνέστησα. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοί ἀνταπέδωκας»(12ον Ἀντίφωνο τῶν Ἁγίων Παθῶν). Πῶς ὑφίσταται μία τέτοια ἀγνωμοσύνη;
Ὤ, ἐάν τό ἔργο αὐτό εἶχε συμβῆ μόνο τότε! Οἱ χριστιανοί ὅμως ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια τώρα κτυποῦν τό Θεῖο Πρόσωπο τοῦ μεγάλου μας Εὐργέτου καί Αὐτός μᾶς ἀντικρύζει μέ λύπη καί ἀπορία.
Εἴμεθα χριστιανοί, φέρουμε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δοξάζουμε Αὐτόν καί τό Εὐαγγέλιό Του. Αὐτός μᾶς ἀγάπησε τόσο πολύ, ὥστε ἔδωσε καί τήν ζωή Του γιά ἐμᾶς. Καί γι᾿ αὐτό τό ἔργο Του δέν ζητᾶ τίποτε ἄλλο ὡς ἀντάλλαγμα παρά μόνο νά ἔχουμε ἀγάπη μεταξύ μας: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». (Ἰωάν. 13,35). Καί παρ᾿ ὅλα αὐτά, πόση ἐχθρότης, πόση ἔλλειψις ἀγάπης, πόσο μῖσος βασιλεύει ἀνάμεσα στούς σημερινούς χριστιανούς! «Πῶς εἶναι δυνατόν;» μᾶς ἐρωτᾶ ὁ Κύριος μέ ψυχικό πόνο καί κατάπληξι.
Ἰδού εὑρισκόμεθα στόν ἱερό Οἶκο, στήν Ἐκκλησία, στό Κατοικητήριο τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἐκάλεσε στόν Μυστικό Του Δεῖπνο. Ἤλθαμε ἐπίσκεψι σ᾿ Αὐτόν νά τοῦ ἀπευθύνουμε λόγους εὐγνωμοσύνης, εὐχαριστίας γιά τίς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες, τίς ὁποῖες ἀδιάκοπα χορηγεῖ πρός χάριν μας καί ἱκεσίας προπαντός, διότι πόσο ἔχουμε ἀνάγκη βοηθείας ἀπ᾿ Αὐτόν!Ἀλλά πόσο ἐξωτερικά, πόσο ἄδεια ἀπό πίστι καί χάρι καί χωρίς εὐλάβεια εἶναι τά λόγια καί τά αἰσθήματά μας πρός Αὐτόν! Στεκόμεθα δίπλα Του καί οἱ ματιές μας πλανῶνται ἐδῶ καί ἐκεῖ. Εὑρισκόμεθα γύρω ἀπό τόν θρόνο Του καί συζητοῦμε πράγματα πού εἶναι ξένα πρός τόν ἱερό αὐτόν τόπο! Καί ὁ Κύριος μᾶς παρατηρεῖ μέ λύπη καί ἀπορία: Πῶς εἶναι δυνατόν; Οὔτε μία ἀγαπητική ματιά, οὔτε ἕνα φιλικό αἴσθημα ἀπό αὐτούς πού κάθονται στό Δεῖπνο μου, στούς ὁποίους προσφέρω καθημερινῶς τροφή καί πόσι γιά τήν αἰώνια ζωή τους;»Ἰδού εὑρίσκεσαι μόνος μέ μόνο τόν ἑαυτό σου, στό ἐσωτερικό ταμεῖο τῆς καρδιᾶς σου. Ὁ Κύριος θέλει νά ἐνοικιάση αὐτό τό σπίτι, λέγοντας: «Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν». Ὑπάρχει ἄραγε μεγαλύτερη τιμή ἀπ᾿ αὐτή; Καί ὅμως στό βῆμα τῆς καρδιᾶς σου σπανίως σιγοκαίει τό φῶς ἑνός κεριοῦ, σπανίως ἀνεβαίνει ἡ εὐωδία τοῦ θυμιάματος. Κι ὅμως ὁ ἐχθρός μέ τό φτυάρι ρίχνει μέσα τίς ἀκαθαρσίες τῶν παθῶν καί οἱ πνιγηρές ἀναθυμιάσεις των σοῦ σκοτίζουν τόν νοῦ καί σοῦ κόβουν τήν ἀναπνοή. Καί ὁ Κύριος σκεπάζει τό Πρόσωπό Του μέ ἀπορία καί πόνο! «Δεῦτε πρός Με, μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι (μέ τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν σας). Ἔλθετε οἱ κληρονόμοι τῆς Βασιλείας μου καί ὅλων τῶν ἀγαθῶν μου, τά ὁποῖα ἑτοίμασα ἀπό καταβολῆς κόσμου». Καί δυστυχῶς ὁ κόσμος τρέχει πρός τόν διάβολο καί τά ἔργα του: τίς ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις, τήν γαστριμαργία, τό μῖσος, τά ὁποῖα τοῦ ἐξασφαλίζουν τήν κόλασι καί τά αἰώνια βάσανα. «Πῶς εἶναι δυνατόν αὐτό τό ἔργο;» Μᾶς ἐρωτᾶ ὁ Κύριος μέ πόνο καί ἀπορία.Ἔτσι λοιπόν στήν ἐσωτερική μας ζωή, στήν καρδιά μας, πού εἶναι ὁ Οἶκος τοῦ Κυρίου, μέ τίς ἁμαρτίες πού κάνουμε, κτυποῦμε ἀλύπητα καί πληγώνουμε μέ τά ραπίσματα τῆς ἀγνωμοσύνης μας, τῆς λησμονιᾶς, τῆς ἀναισθησίας καί ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν μας τό Ἅγιο καί Θεῖο Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀντικρύζει μέ βαθειά θλίψι, ἀπορία καί κατάπληξι. Πῶς εἶναι δυνατόν;