Ειρήνη υμίν…

images (35)Λίγο πριν το ξημέρωμα της «Μιάς των Σαββάτων» οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ κοιμούνται στο βαρύ ίσκιο που ρίχνουν επάνω στην πόλη οι τρεις σταυροί.

«Και ιδού σεισμός εγένετο μέγας» (Ματθ. κη΄ 2).

Η πόλη τρέμει κι όμως δεν ξυπνά και δε μαθαίνει.

Οι μόνοι κάτοικοι που αγρυπνούν αυτή τη νύχτα, οι «τηρούντες της κουστωδίας», «εσείσθησαν» αλλά «εγένοντο ωσεί νεκροί», ανίκανοι κι αυτοί να καταλάβουν. Ο Χριστός Ανέστη · και άλλη μια φορά, ως Θεός παντοδύναμος, δεν επιβάλλει την πίστη σε κανέναν, που δεν το επιθυμεί, που δεν το θέλει.

Σαράντα ημέρες μετά την Ανάσταση μένει στον κόσμο, αλλά «εμφανίζει» τον εαυτό του σ’ αυτούς που τον αγαπούν «και ουχί τω κόσμω». Από την πρώτη ώρεα, μετά την Ανάσταση, φανερώνεται ξανά και ξανά σε εκείνους που Τον περιμένουν, σ’ εκείνους που θα εμπιστευθεί τη μαρτυρία της Αναστάσεώς Του.

Οι Απόστολοι και οι Ευαγγελιστές συγκλονισμένοι περιγράφουν τις εμφανίσεις του Κυρίου τους μετά την Ανάσταση. Γράφουν λεπτομέρεις, διασώζουν τις συνομιλίες μαζί Του. Σχεδόν πάντα σ’ ένα επίπεδο εντελώς προσωπικό, όπου ο Χριστός αγγίζει με μοναδική τρυφερότητα και γνώση κάθε κρυμμένο πόνο τους και πόθο.

Στη Μαγδαληνή έφτασε το όνομά της. «Μαρία», και κατάλαβε ποιος είναι αυτός που τη ρωτά: «γύναι, τι κλαίεις; τίνα ζητείς;» μπροστά στον άδειο τάφο.

Στις μυροφόρες γυναίκες, που φεύγουν με φόβο και χαρά από το κενό μνημείο και τρέχουν να μεταφέρουν το μήνυμα του Αγγέλου στους μαθητές Του, έρχεται να τις συναντήσει στο δρόμο τους. «Χαίρετε… μη φοβείσθε · υπάγετε απαγγείλατε τοις αδελφοίς μου…» (Ματθ. κη΄ 9-10). Οι μυροφόρες, οι αδελφοί Του, οι δικοί Του.

Στους δυο άνδρες, που φεύγουν αποθαρρημένοι για τους Εμμαούς, φανερώνεται μ’ άλλη μορφή. Πορεύεται μαζί τους ώρες. Τους ελέγχει στοργικά γιατί μένουν ακόμη «ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν» (Λουκ. κδ΄ 25). Τους ερμηνεύει τις Γραφές, που μιλούν για όσα «έδει παθείν τον Χριστόν» και μετατρέπει την πικραμένη καρδιά τους σε φλόγα, που τον αναγκάζει να μείνει μαζί τους.

Εκεί στην ευλογία του άρτου τον αναγνωρίζουν και Αυτός γίνεται «άφαντος».

Ο Χριστός φεύγει και οι δύο άνδρες τρέχουν αυτή την ώρα της νύχτας πίσω στα Ιεροσόλυμα, στους αδελφούς, τους συναθροισμένους με τους ένδεκα, που ξέρουν ήδη πώς φανερώθηκε ο Χριστός στον Πέτρο.

Τα Ιεροσόλυμα βυθίστηκαν κι απόψε ξανά στον ίδιο βαρύ ύπνο, σχεδόν σαν θάνατο, και αυτοί οι λίγοι άνδρες και γυναίκες, που συνεπαρμένοι μιλούν για το Χριστό, λούζονται ξαφνικά στο φως της Θείας παρουσίας Του.

«Αυτός ο Ιησούς έστη εν μέσω αυτών και λέγει αυτοίς · ειρήνη υμίν» (Λουκ. κδ΄ 36).

Γίνονται έμφοβοι, ταράσσονται, δεν πιστεύουν από τη χαρά τους και θαυμάζουν. Ο Κύριός τους το ξέρει και τους φωνάζει: «Εγώ ειμι · ψηλαφήσατέ με και ίδετε» (Λουκ. κδ΄ 39).

Σε ποιον φωνάζεις «εγώ είμαι», αν δεν τον αγαπάς και δε σε ξέρει; Αυτοί είναι οι στενά δικοί Του. Τους ζητά ακόμη και τροφή. Και έφαγε μπροστά τους, μετά την Ανάσταση, ψημένο ψάρι και κηρύθρα μέλισσας για να τον πιστέψουν.

Στο δύσπιστο Θωμά χαρίζεται ως φίλος.

Έλα άγγιξε εσύ τα διάσημα της αγάπης μου και «μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ιωάν. κ΄ 27). Ύστερα χάρισε ο Απόστολος Θωμάς στους πιστούς όλων των εποχών τη θριαμβευτική ομολογία του: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Χριστός Ανέστη.

Χ.Φ.Δ.