Η αγάπη προς τόν αδελφό καλλιεργεί τήν αγάπη προς τόν Θεό

agiosPorfirios2Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου

Ἕνα εἶναι τὸ ζητούμενο στὴ ζωή μας, ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας. Νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό. Ἔτσι μόνο θ’ ἀποκτήσομε τὴν χάρι, τὸν οὐρανό, τὴν αἰώνια ζωή.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ καλλιεργεῖ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Εἴμαστε εὐτυχισμένοι, ὅταν ἀγαπήσομε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μυστικά. Θὰ νιώθομε τότε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὸν Θεό, ἂν δὲν περάσει ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί, «ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τὸν Θεόν, ὃν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α’ Ἰωάν. 4, 20). Ν’ ἀγαπᾶμε, νὰ θυσιαζόμαστε γιὰ ὅλους ἀνιδιοτελῶς, χωρὶς νὰ ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Τότε ἰσορροπεῖ ὁ ἄνθρωπος. Μιὰ ἀγάπη ποὺ ζητάει ἀνταπόδοση εἶναι ἰδιοτελής. Δὲν εἶναι γνήσια, καθαρή, ἀκραιφνής.

Νὰ τοὺς ἀγαπᾶτε καὶ νὰ τοὺς συμπονᾶτε ὅλους. «Καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, ὑμεῖς δέ ἐστε μέλη Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Α’ Κορ. 12, 26-27). Αὐτὸ εἶναι Ἐκκλησία, ἐγώ, ἐσύ, αὐτός, ὁ ἄλλος νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, ὅτι εἴμαστε ἕνα. Ἡ φιλαυτία εἶναι ἐγωισμός. Νὰ μὴ ζητᾶμε, «ἐγὼ νὰ σταθῶ, ἐγὼ νὰ πάω στὸν Παράδεισο», ἀλλὰ νὰ νιώθομε γιὰ ὅλους αὐτὴ τὴν ἀγάπη. Καταλάβατε; Αὐτὸ εἶναι ταπείνωση.

Ἔτσι, ἂν ζοῦμε ἑνωμένοι, θὰ εἴμαστε μακάριοι, θὰ ζοῦμε στὸν Παράδεισο. Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μας» ( Ἐφ. 5, 30). Μπορῶ ν’ ἀδιαφορήσω γι’ αὐτόν, μπορῶ νὰ τὸν πικράνω, μπορῶ νὰ τὸν μισήσω; Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νὰ γίνομε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Ἂν αὐτὸ κάνομε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτα καλύτερο δὲν ὑπάρχει ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἑνότητα. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἂς διαβάσομε ἀπ’ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη τὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχή. Προσέξτε τοὺς στίχους: «ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς… ἵνα πάντες ἕν ὦσι, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί… ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν… ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν… ἵνᾳ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ» (Ἰωάν. 17, 11• 21• 22• 23• 24).

Βλέπετε; Τὸ λέει καὶ τὸ ξαναλέει. Τονίζει τὴν ἑνότητα. Νὰ εἴμαστε ὅλοι ἕνα, ἕνα μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό! Ὅπως ἕνα εἶναι ὁ Χριστὸς μὲ τὸν Πατέρα. Ἐδῶ κρύβεται τὸ μεγαλύτερο βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Καμία θρησκεία δὲν λέγει κάτι τέτοιο. Κανεὶς δὲν ζητάει αὐτὴ τὴ λεπτότητα ποὺ ζητάει ὁ Χριστός, νὰ γίνομε ὅλοι ἕνα σὺν Χριστῷ. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ πλήρωμα. Σ’ αὐτὴ τὴν ἑνότητα, σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τὴν ἐν Χριστῷ. Καμία διάσπαση ἐκεῖ δὲν χωράει, κανεὶς φόβος. Οὔτε θάνατος, οὔτε διάβολος, οὔτε κόλαση. Μόνο ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, λατρεία Θεοῦ. Μπορεῖς νὰ φθάσεις νὰ λέεις τότε μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἔμοὶ Χριστός» (Γαλ. 2,20).

Μποροῦμε πολὺ εὔκολα νὰ φθάσομε σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἀγαθὴ προαίρεση χρειάζεται κι ὁ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ ἔλθει μέσα μας. «Κρούει τὴν θύραν» καὶ «καινὰ ποιεῖ πάντα», ὅπως λέγει στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου (Ἀποκ. 3, 20• 21, 5). Μεταβάλλεται ἡ σκέψη μας, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν κακία, γίνεται πιὸ καλή, πιὸ ἁγία, πιὸ εὔστροφος. Ἄν, ὅμως, δὲν ἀνοίξομε τοῦ κρούοντας τὴν θύραν, ἂν δὲν ἔχομε ἐκεῖνα ποὺ θέλει Αὐτός, ἂν δὲν εἴμαστε ἄξιοί Του, τότε δὲν μπαίνει στὴν καρδιά μας. Γιὰ νὰ γίνομε ὅμως ἄξιοί Του, πρέπει ν’ ἀποθάνομε κατὰ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὴν ἀποθάνομε ποτὲ πλέον. Τότε θὰ ζοῦμε ἐν Χριστῷ ἐνσωματωμένοι μὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι θὰ ἔλθει ἡ θεία χάρις. Καὶ ἅμα θὰ ἔλθει ἡ χάρις, θὰ μᾶς τὰ δώσει ὅλα.

Στὸ Ἅγιον Ὅρος εἶδα κάποτε κάτι πού μοῦ ἄρεσε πολύ. Μέσα σὲ μία βάρκα στὴ θάλασσα μοναχοὶ κρατοῦσαν διάφορα ἱερὰ ἀντικείμενα. Καταγόταν ὁ καθένας ἀπὸ διαφορετικὸ τόπο, ἐν τούτοις ἔλεγαν, «αὐτὸ εἶναι δικό μας» καὶ ὄχι «δικό μου».

Ἂς σκορπίζομε σὲ ὅλους τὴν ἀγάπη μας ἀνιδιοτελῶς.

Ὑπεράνω ὅλων ἡ ἀγάπη. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ, παιδιά μου, εἶναι ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλο, ἡ ψυχή του. Ὅ,τι κάνομε, προσευχή, συμβουλή, ὑπόδειξη, νὰ τὸ κάνομε μὲ ἀγάπη. Χωρὶς τὴν ἀγάπη ἡ προσευχὴ δὲν ὠφελεῖ, ἡ συμβουλὴ πληγώνει, ἡ ὑπόδειξη βλάπτει καὶ καταστρέφει τὸν ἄλλον, ποὺ αἰσθάνεται ἂν τὸν ἀγαπᾶμε ἢ δὲν τὸν ἀγαπᾶμε καὶ ἀντιδρᾶ ἀναλόγως. Ἀγάπη, ἀγάπη, ἀγάπη! Ἡ ἀγάπη στὸν ἀδελφὸ μᾶς προετοιμάζει ν’ ἀγαπήσομε περισσότερο τὸν Χριστό. Ὡραῖο δὲν εἶναι;

Ἂς σκορπίζομε σὲ ὅλους τὴν ἀγάπη μας ἀνιδιοτελῶς, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ στάση τους. Ὅταν ἔλθει μέσα μας ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ἐνδιαφερόμαστε ἃν μᾶς ἀγαπᾶνε ἢ ὄχι, ἃν μᾶς μιλᾶνε μὲ καλοσύνη. Θὰ νιώθομε τὴν ἀνάγκη ἐμεῖς νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε ὅλους. Εἶναι ἐγωισμὸς νὰ θέλομε οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς μιλᾶνε μὲ καλοσύνη. Ἂς μή μᾶς στενοχωρεῖ τὸ ἀντίθετο. Ἂς ἀφήσομε τοὺς ἄλλους νὰ μᾶς μιλᾶνε ὅπως αἰσθάνονται. Ἂς μὴ ζητιανεύομε τὴν ἀγάπη. Ἐπιδίωξή μας νὰ εἶναι ν’ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ προσευχόμαστε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ γιὰ κείνους. Τότε θὰ προσέξομε ὅτι ὅλοι θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώκομε, χωρὶς καθόλου νὰ ζητιανεύομε τὴν ἀγάπη τους. Θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε ἐλεύθερα καὶ εἰλικρινὰ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους χωρὶς νὰ τοὺς ἐκβιάζομε. Ὅταν ἀγαπᾶμε χωρὶς νὰ ἐπιδιώκομε νὰ μᾶς ἀγαπᾶνε, θὰ μαζεύονται ὅλοι κοντά μας σὰν τὶς μέλισσες. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους μας.

Ἂν ὁ ἀδελφός σου σ’ ἐνοχλεῖ, σὲ κουράζει, νὰ σκέπτεσαι: «Τώρα μὲ πονάει τὸ μάτι μου, τὸ χέρι μου, τὸ πόδι μου• πρέπει νὰ τὸ περιθάλψω μ’ ὅλη μου τὴν ἀγάπη» (Πρβλ. Α’ Κορ. 12,21). Νὰ μὴ σκεπτόμαστε, ὅμως, οὔτε ὅτι θὰ ἀμειφθοῦμε γιὰ τὰ δῆθεν καλά, οὔτε ὅτι θὰ τιμωρηθοῦμε γιὰ τὰ κακὰ ποὺ διαπράξαμε. Ἔρχεσαι εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας, ὅταν ἀγαπάς μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τότε δὲν ζητάεις νὰ σ’ ἀγαπᾶνε, αὐτὸ εἶναι κακό. Ἐσὺ ἀγαπάεις, ἐσὺ δίνεις τὴν ἀγάπη σου• αὐτὸ εἶναι τὸ σωστό. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νὰ σωθοῦμε. Ὁ Θεὸς τὸ θέλει. Ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «… πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (A’ Τιμ. 2,4).

«…μηδενὶ μηδὲν ὀφείλομεν, εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους»

Ὅταν κάποιος μᾶς ἀδικήσει μ’ ὁποιονδήποτε τρόπο, μὲ συκοφαντίες, μὲ προσβολές, νὰ σκεπτόμαστε ὅτι εἶναι ἀδελφός μας ποὺ τὸν κατέλαβε ὁ ἀντίθετος. Ἔπεσε θύμα τοῦ ἀντιθέτου. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸν συμπονέσομε καὶ νὰ παρακαλέσομε τὸν Θεὸ νὰ ἐλεήσει κι ἐμᾶς κι αὐτὸν κι ὁ Θεὸς θὰ βοηθήσει καὶ τοὺς δύο. Ἄν, ὅμως, ὀργισθοῦμε ἐναντίον του, τότε ὁ ἀντίθετος ἀπὸ κεῖνον θὰ πηδήσει σ’ ἐμᾶς καὶ θὰ μᾶς παίζει καὶ τοὺς δύο. Ὅποιος κατακρίνει τοὺς ἄλλους, δὲν ἀγαπάει τὸν Χριστό. Ὁ ἐγωισμὸς φταίει. Από κεῖ ξεκινάει ἡ κατάκριση. Θὰ σᾶς πῶ ἕνα μικρὸ παράδειγμα.

Ἂς ὑποθέσομε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος βρίσκεται μόνος του στὴν ἔρημο. Δὲν ὑπάρχει κανείς. Ξαφνικὰ ἀκούει κάποιον ἀπὸ μακριὰ νὰ κλαίει καὶ νὰ φωνάζει. Πλησιάζει κι ἀντικρίζει ἕνα φοβερὸ θέαμα: μία τίγρις ἔχει ἁρπάξει ἕναν ἄνθρωπο καὶ τὸν καταξεσχίζει μὲ μανία. Ἐκεῖνος ἀπελπισμένος ζητάει βοήθεια. Σὲ λίγα λεπτὰ θὰ τὸν κατασπαράξει. Τί νὰ κάνει, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει; Νὰ τρέξει κοντά του; Πῶς; Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον. Νὰ φωνάξει; Ποιόν; Κανεὶς ἄλλος δὲν ὑπάρχει. Μήπως θὰ πάρει καμιὰ πέτρα νὰ τήνε ρίξει στὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ἀποτελειώσει; «Ὄχι, βέβαια!», θὰ ποῦμε. Κι ὅμως αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει, ὅταν δὲν καταλαβαίνομε ὅτι ὁ ἄλλος πού μᾶς φέρεται ἄσχημα κατέχεται ἀπὸ τὸν διάβολο, τὴν τίγρη. Μᾶς διαφεύγει ὅτι, ὅταν κι ἐμεῖς τὸν ἀντιμετωπίζομε χωρὶς ἀγάπη, εἶναι σὰν νὰ τοῦ ρίχνομε πέτρες πάνω στὶς πληγές του, ὁπότε τοῦ κάνομε πολὺ κακὸ καὶ ἡ «τίγρις» μεταπηδάει σ’ ἐμᾶς καὶ κάνομε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἐκεῖνος καὶ χειρότερα. Τότε, λοιπόν, ποιὰ εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔχομε γιὰ τὸν πλησίον μας καί, πολὺ περισσότερο, γιὰ τὸν Θεό;

Νὰ αἰσθανόμαστε τὴν κακία τοῦ ἄλλου σὰν ἀρρώστια ποὺ τὸν βασανίζει καὶ ὑποφέρει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ. Γι’ αὐτὸ νὰ βλέπομε τοὺς ἀδελφούς μας μὲ συμπάθεια καὶ νὰ τοὺς φερόμαστε μὲ εὐγένεια λέγοντας μέσα μας μὲ ἁπλότητα τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», γιὰ νὰ δυναμώσει μὲ τὴ θεία χάρι ἡ ψυχή μας καὶ νὰ μὴν κατακρίνομε κανένα. Ὅλους γιὰ ἁγίους νὰ τοὺς βλέπομε. Ὅλοι μας μέσα φέρομε τὸν ἴδιο παλαιὸ ἄνθρωπο. Ὁ πλησίον, ὅποιος κι ἂν εἶναι, εἶναι «σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μας», εἶναι ἀδελφός μας καὶ «μηδενὶ μηδὲν ὀφείλομεν, εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους», σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο (Ρωμ. 13,8). Δὲν μποροῦμε ποτὲ νὰ κατηγορήσομε τοὺς ἄλλους, γιατί «οὐδεὶς τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν» (Ἐφ. 5, 29).

Ὅταν κάποιος ἔχει ἕνα πάθος, νὰ προσπαθοῦμε νὰ τοῦ ρίχνομε ἀκτίνες ἀγάπης κι εὐσπλαγχνίας, γιὰ νὰ θεραπεύεται καὶ νὰ ἐλευθερώνεται. Μόνο μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ γίνονται αὐτά. Νὰ σκέπτεσθε ὅτι αὐτὸς ὑποφέρει περισσότερο ἀπὸ ἐσᾶς. Στὸ κοινόβιο, ὅταν κάποιος φταίει, νὰ μὴν τοῦ ποῦμε ὅτι φταίει. Νὰ στεκόμαστε μὲ προσοχή, σεβασμὸ καὶ προσευχή. Ἐμεῖς νὰ προσπαθοῦμε νὰ μὴν τὸ κάνομε τὸ κακό. Ὅταν ὑπομένομε τὴν ἀντιλογία τοῦ ἀδελφοῦ, λογίζεται μαρτύριο. Νὰ τὸ κάνομε μὲ χαρά.

Ὁ χριστιανὸς εἶναι εὐγενής. Νὰ προτιμᾶμε ν’ ἀδικούμαστε. Ἅμα ἔλθει μέσα μας τὸ καλό, ἡ ἀγάπη, ξεχνᾶμε τὸ κακὸ πού μᾶς κάνανε. Ἐδῶ κρύβεται τὸ μυστικό. Ὅταν τὸ κακὸ ἔρχεται ἀπὸ μακριά, δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ ἀποφύγετε. Ἡ μεγάλη τέχνη εἶναι, ὅμως, νὰ τὸ περιφρονήσετε. Μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ θὰ τὸ βλέπετε, δὲν θὰ σᾶς ἐπηρεάζει, διότι θὰ εἶστε πλήρεις χάριτος.

Στὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅλα εἶναι ἀλλιώτικα. Ἐκεῖ κανεὶς τὰ δικαιολογεῖ στοὺς ἄλλους ὅλα.Ὅλα! Τί εἴπαμε; «Ὁ Χριστὸς βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5,45). Ἐγὼ ἐσένα βγάζω φταίχτη, ἔστω κι ἄν μοῦ λέεις ὅτι φταίει ὁ τάδε ἢ ἡ τάδε. Τελικὰ σὲ κάτι φταίεις καὶ τὸ βρίσκεις, ὅταν σοῦ τὸ πῶ. Αὐτὴ τὴ διάκριση ν’ ἀποκτήσετε στὴ ζωή σας. Νὰ ἐμβαθύνετε στὸ καθετὶ καὶ νὰ μὴν τὰ βλέπετε ἐπιφανειακά. Ἂν δὲν πᾶμε στὸν Χριστό, ἂν δὲν ὑπομένομε, ὅταν πάσχομε ἀδίκως, θὰ βασανιζόμαστε συνέχεια. Τὸ μυστικὸ εἶναι ν’ ἀντιμετωπίζει κανεὶς τὶς καταστάσεις μὲ πνευματικὸ τρόπο. Κάτι παρόμοιο γράφει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος:

«Ὅλους τοὺς πιστοὺς ὀφείλομε νὰ τοὺς βλέπομε σὰν ἕνα καὶ νὰ σκεπτόμαστε ὅτι στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ νὰ ἔχομε γιὰ τὸν καθένα τέτοια ἀγάπη, ὥστε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ θυσιάσομε γιὰ χάρη του καὶ τὴ ζωή μας. Γιατί ὀφείλομε νὰ μὴ λέμε, οὔτε νὰ θεωροῦμε κανένα ἄνθρωπο κακό, ἀλλὰ ὅλους νὰ τοὺς βλέπομε ὡς καλούς. Κι ἂν δεῖς ἕναν ἀδελφὸ νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ πάθη, νὰ μὴν τὸν μισήσεις αὐτὸν• μίσησε τὰ πάθη ποὺ τὸν πολεμοῦν. Κι ἂν τὸν δεῖς νὰ τυραννεῖται ἀπὸ ἐπιθυμίες καὶ συνήθειες προηγουμένων ἁμαρτιῶν, περισσότερο σπλαγχνίσου τον, μὴν τυχὸν δοκιμάσεις καὶ σὺ πειρασμό, ἀφοῦ εἶσαι ἀπὸ ὑλικὸ ποὺ εὔκολα γυρίζει ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ κακό”. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφὸ σὲ προετοιμάζει ν’ ἀγαπήσεις περισσότερο τὸν Θεό. Τὸ μυστικό, λοιπόν, τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό. Γιατί, ἂν δὲν ἀγαπάεις τὸν ἀδελφό σου ποὺ τὸν βλέπεις, πῶς εἶναι δυνατὸν ν’ ἀγαπάεις τὸν Θεὸ ποὺ δὲν Τὸν βλέπεις; ” Ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ὰδελφὸν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τὸν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;”»

Ν’ ἀγωνιζόμαστε νὰ στέλνομε τὴν ἀγαθή μας διάθεση

Νὰ ἔχομε ἀγάπη, πραότητα, εἰρήνη. Ἔτσι βοηθᾶμε τὸν συνάνθρωπό μας, ὅταν κυριεύεται ἀπ’ τὸ κακό. Μυστικὰ ἀκτινοβολεῖ τὸ παράδειγμα, ὄχι μόνον ὅταν ὁ ἄλλος εἶναι παρών, ἀλλὰ κι ὅταν δὲν εἶναι. Ν’ ἀγωνιζόμαστε νὰ στέλνομε τὴν ἀγαθή μας διάθεση. Ἀκόμη καὶ λόγια ὅταν λέμε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου, ποὺ δὲν τὴν ἐγκρίνομε, αὐτὸς τὸ καταλαβαίνει καὶ τὸν ἀπωθοῦμε. Ἐνῶ ἂν εἴμαστε ἐλεήμονες καὶ τὸν συγχωροῦμε, τὸν ἐπηρεάζομε —ὅπως τὸν ἐπηρεάζει καὶ τὸ κακὸ— κι ἂς μὴ μᾶς βλέπει.

Νὰ μὴν ἀγανακτοῦμε μ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι βλάσφημοι, ἀντίθεοι, διῶκτες κ.λπ. Ἡ ἀγανάκτηση κάνει κακό. Τὰ λόγια τους, τὴν κακία τους νὰ μισήσομε, τὸν ἄνθρωπο, ὅμως, ποὺ τὰ εἶπε νὰ μὴν τὸν μισήσομε, οὔτε ν’ ἀγανακτήσομε ἐναντίον του. Νὰ προσευχηθοῦμε γι’αὐτόν. Ὁ χριστιανὸς ἔχει ἀγάπη καὶ εὐγένεια καὶ φέρεται ἀνάλογα.

Ὅπως ἕνας ἀσκητής, χωρὶς νὰ τὸν βλέπει κανείς, ὠφελεῖ τὸν κόσμο, διότι τὸ κύμα τῆς προσευχῆς του ἐπηρεάζει τὸν ἄλλο, μεταφέρει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον στὸν κόσμο, ἔτσι κι ἐσεῖς νὰ σκορπᾶτε τὴν ἀγάπη σας, χωρὶς νὰ περιμένετε ἀνταπόδοση, μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν ὑπομονή, τὸ μειδίαμα…

Ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ εἶναι ἀκραιφνής. Καὶ μόνον ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀκραιφνὴς ἀγάπη. Στὸ πρόσωπο πού μᾶς κουράζει καὶ μᾶς δυσκολεύει ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ προσφέρεται μὲ ἁπαλὸ τρόπο, χωρὶς ὁ ἄλλος νὰ καταλαβαίνει ὅτι κάνομε προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν ἀγαπήσομε. Καὶ νὰ μὴν πολυεκδηλωνόμαστε ἐξωτερικά, γιατί τότε τὸν κάνομε ν’ ἀντιδρᾶ. Ἡ σιωπὴ σώζει ἀπ’ ὅλα τὰ κακά. Ἐγκράτεια τῆς γλώσσης —μέγα πράγμα! Κατὰ ἕνα μυστικὸ τρόπο, ἡ σιωπὴ ἀκτινοβολεῖ στὸν πλησίον. Νὰ σᾶς διηγηθῶ μιὰ ἱστορία.

Μιὰ μοναχή, ποὺ ἤθελε πολὺ τὴν τάξη, εἶπε στὸν Γέροντά της ἀγανακτισμένη:

— Ἡ τάδε ἀδελφή μᾶς ἀναστατώνει στὸ μοναστήρι μὲ τὶς δυσκολίες της καὶ τὸ χαρακτήρα της. Δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ὑποφέρομε.

Κι ὁ Γέροντας ἀπάντησε:

— Ἐσὺ εἶσαι χειρότερη ἀπ’ αὐτήν.

Ἡ μοναχὴ στὴν ἀρχὴ ἀντέδρασε καὶ ἐξεπλάγη, ἀλλὰ μετὰ τὶς ἐξηγήσεις τοῦ Γέροντα τὸ κατάλαβε καὶ εὐχαριστήθηκε πολύ. Τῆς εἶπε, δηλαδή, ὁ Γέροντας:

— Ἐνῶ ἐκείνη τὴν κυριεύει τὸ κακὸ πνεῦμα καὶ φέρεται ἄσχημα, κυριεύει κι ἐσένα, ποὺ εἶσαι τάχα σὲ καλύτερη κατάσταση, καὶ σᾶς παίζει καὶ τὶς δύο. Ἡ ἀδελφὴ ἔρχεται σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση χωρὶς νὰ τὸ θέλει, ἀλλὰ κι ἐσὺ μὲ τὴν ἀντίδρασή σου καὶ τὴν ἔλλειψη τῆς ἀγάπης σου κάνεις τὸ ἴδιο. Ἔτσι οὔτε κι αὐτὴν ὠφελεῖς κι ἐσὺ βλάπτεσαι.

Μὲ τὴ σιωπή, τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν προσευχὴ ὠφελοῦμε τὸν ἄλλον μυστικὰ.

Ὅταν βλέπομε τοὺς συνανθρώπους μας νὰ μὴν ἀγαποῦν τὸν Θεό, στενοχωρούμαστε. Μὲ τὴ στενοχώρια δὲν κάναμε ἀπολύτως τίποτα. Οὔτε καὶ μὲ τὶς ὑποδείξεις. Οὔτε αὐτὸ εἶναι σωστό. Ὑπάρχει ἕνα μυστικό• ἂν τὸ καταλάβομε, θὰ βοηθήσομε. Τὸ μυστικὸ εἶναι ἡ προσευχή μας, ἡ ἀφοσίωσή μας στὸν Θεό, ὥστε νὰ ἐνεργήσει ἡ χάρις Του. Ἐμεῖς, μὲ τὴν ἀγάπη μας, μὲ τὴ λαχτάρα μας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θὰ προσελκύσομε τὴν χάρι, ὥστε νὰ περιλούσει τοὺς ἄλλους, ποὺ εἶναι πλησίον μας, νὰ τοὺς ξυπνήσει, νὰ τοὺς διεγείρει πρὸς τὸ θεῖο ἔρωτα. Ἤ, μᾶλλον, ὁ Θεὸς θὰ στείλει τὴν ἀγάπη Του νὰ τοὺς ξυπνήσει ὅλους. Ὅ,τι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε, θὰ τὸ κάνει ἡ χάρις Του. Μὲ τὶς προσευχές μας θὰ κάνομε ὅλους ἀξίους τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Νὰ γνωρίζετε καὶ τὸ ἄλλο. Οἱ ψυχὲς οἱ πεπονημένες, οἱ ταλαιπωρημένες, ποὺ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὰ πάθη τους, αὐτὲς κερδίζουν πολὺ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Κάτι τέτοιοι γίνονται ἅγιοι καὶ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς τοὺς κατηγοροῦμε. Θυμηθεῖτε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τί λέγει: «Οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. 5,20). Ὅταν τὸ θυμᾶστε αὐτό, θὰ αἰσθάνεσθε ὅτι αὐτοὶ εἶναι πιὸ ἄξιοι κι ἀπό σᾶς κι ἀπὸ μένα. Τοὺς βλέπομε ἀδύνατους, ἀλλὰ ὅταν ἀνοίξουνε στὸν Θεό, γίνονται πλέον ὅλο ἀγάπη κι ὅλο θεῖο ἔρωτα. Ἐνῶ εἴχανε συνηθίσει ἀλλιῶς, τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς τους τὴ δίδουν μετὰ ὅλη στὸν Χριστὸ καὶ γίνονται φωτιὰ ἀπὸ ἀγάπη Χριστοῦ. Ἔτσι λειτουργεῖ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ τέτοιες ψυχές, ποὺ λέμε «πεταμένες».

Νὰ μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, οὔτε νὰ βιαζόμαστε, οὔτε νὰ κρίνομε ἀπὸ πράγματα ἐπιφανειακὰ κι ἐξωτερικά. Ἄν, γιὰ παράδειγμα, βλέπετε μία γυναίκα γυμνὴ ἢ ἄσεμνα ντυμένη, νὰ μὴ μένετε στὸ ἐξωτερικό, ἀλλὰ νὰ μπαίνετε στὸ βάθος, στὴν ψυχή της. Ἴσως εἶναι πολὺ καλὴ ψυχὴ κι ἔχει ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις, ποὺ τὶς ἐκδηλώνει μὲ τὴν ἔξαλλη ἐμφάνιση. Ἔχει μέσα της δυναμισμό, ἔχει τὴ δύναμη τῆς προβολῆς, θέλει νὰ ἑλκύσει τὰ βλέμματα τῶν ἄλλων. Ἀπό ἄγνοια, ὅμως, ἔχει διαστρέψει τὰ πράγματα. Σκεφθεῖτε αὐτὴ νὰ γνωρίσει τὸν Χριστό. Θὰ πιστέψει, κι ὅλη αὐτὴ τὴν ὁρμὴ θὰ τὴ στρέψει στὸν Χριστό. Θὰ κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ ἑλκύσει τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Θὰ γίνει ἁγία.

Εἶναι ἕνα εἶδος προβολῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας νὰ ἐπιμένομε νὰ γίνουν οἱ ἄλλοι καλοί. Στὴν πραγματικότητα, θέλομε ἐμεῖς νὰ γίνομε καλοὶ κι ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε, τὸ ἀπαιτοῦμε ἀπ’ τοὺς ἄλλους κι ἐπιμένομε σ’ αὐτό. Κι ἐνῶ ὅλα διορθώνονται μὲ τὴν προσευχή, ἐμεῖς πολλὲς φορὲς στενοχωρούμεθα κι ἀγανακτοῦμε καὶ κατακρίνομε.

Πολλὲς φορὲς μὲ τὴν ἀγωνία μας καὶ τοὺς φόβους μας καὶ τὴν ἄσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρὶς νὰ τὸ θέλομε καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνομε, κάνομε κακὸ στὸν ἄλλον, ἔστω κι ἂν τὸν ἀγαπᾶμε πάρα πολύ, ὅπως, παραδείγματος χάριν, ἡ μάνα τὸ παιδί της. Ἡ μάνα μεταδίδει στὸ παιδὶ ὅλο τὸ ἄγχος της γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν ὑγεία του, γιὰ τὴν πρόοδό του, ἔστω κι ἂν δὲν τοῦ μιλάει, ἔστω κι ἂν δὲν ἐκδηλώνει αὐτὸ ποὺ ἔχει μέσα της. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ἡ φυσικὴ ἀγάπη δηλαδή, μπορεῖ κάποτε νὰ βλάψει. Δὲν συμβαίνει, ὅμως, τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνδυάζεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, τὸν εἰρηνεύει, διότι ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός.

Ἡ ἀγάπη νὰ εἶναι μόνον ἐν Χριστῷ. Γιὰ νὰ ὠφελήσεις τοὺς ἄλλους, πρέπει νὰ ζεῖς μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλιῶς δὲν μπορεῖς νὰ ὠφελήσεις τὸν συνάνθρωπό σου. Δὲν πρέπει νὰ βιάζεις τὸν ἄλλο. Θὰ ἔλθει ἡ ὥρα του, θὰ ἔλθει ἡ στιγμή, ἀρκεῖ νὰ προσεύχεσαι γι’ αὐτόν. Μὲ τὴ σιωπή, τὴν ἀνοχὴ καὶ κυρίως μὲ τὴν προσευχὴ ὠφελοῦμε τὸν ἄλλον μυστικά. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καθαρίζει τὸν ὁρίζοντα τοῦ νοῦ του καὶ τὸν βεβαιώνει γιὰ τὴν ἀγάπη Του. Ἐδῶ εἶναι τὸ λεπτὸ σημεῖο. Ἅμα δεχθεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, τότε ἕνα ἄπλετο φῶς θὰ ἔλθει πάνω του, ποὺ δὲν τὸ ἔχει δεῖ ποτέ. Θὰ βρεῖ ἔτσι τὴ σωτηρία.

Ἡ καλύτερη ἱεραποστολὴ γίνεται μὲ τὸ καλὸ παράδειγμα, τὴν ἀγάπη μας, τὴν πραότητά μας.

Νὰ εἴμαστε ζηλωταί. Ζηλωτὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει ὁλόψυχα τὸν Χριστὸ καὶ στὸ ὄνομά Του διακονεῖ τὸν ἄνθρωπο. Ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους• αὐτὸ εἶναι ζευγάρι, δὲν χωρίζει. Πάθος, πόθος, δάκρυα, μὲ κατάνυξη, ὄχι σκόπιμα. Ὅλα ἀπὸ καρδιά!

Ὁ φανατισμὸς δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν Χριστό. Νὰ εἶσαι χριστιανὸς ἀληθινός. Τότε κανένα δὲν θὰ παρεξηγεῖς, ἀλλὰ «ἡ ἀγάπη σου πάντα θὰ στέγει» (A’Kορ. 13,7). Καὶ στὸν ἀλλόθρησκο, χριστιανός. Δηλαδὴ νὰ τὸν τιμάεις ἄσχετα μὲ τὴ θρησκεία του μὲ ἕναν εὐγενικὸ τρόπο. Μπορεῖς νὰ περιποιηθεῖς ἕναν Ὀθωμανό, ὅταν ἔχει ἀνάγκη, νὰ τοῦ μιλήσεις, ν’ ἀναστραφεῖς μαζί του. Νὰ ὑπάρχει σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου. Ὅπως ὁ Χριστὸς «ἵσταται ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούει», χωρὶς νὰ τὴν παραβιάζει, ἀλλὰ περιμένει τὴν ψυχὴ μόνη της κι ἐλεύθερα νὰ Τὸν δεχθεῖ, ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ στεκόμαστε μπροστὰ στὴν κάθε ψυχή.

Στὴν ἱεραποστολικὴ προσπάθεια νὰ ὑπάρχει λεπτὸς τρόπος, ὥστε οἱ ψυχὲς νὰ δέχονται ὅ,τι προσφέρομε, λόγια, βιβλία, χωρὶς ν’ ἀντιδροῦν. Καὶ κάτι ἀκόμη. Λίγα λόγια. Τὰ λόγια ἠχοῦν στ’ αὐτιὰ καὶ ἐκνευρίζουν πολλὲς φορές. Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ζωὴ ἔχουν ἀπήχηση. Ἡ ζωὴ συγκινεῖ, ἀναγεννᾶ καὶ ἀλλοιώνει, ἐνῶ τὰ λόγια μένουν ἄκαρπα. Ἡ καλύτερη ἱεραποστολὴ γίνεται μὲ τὸ καλό μας παράδειγμα, τὴν ἀγάπη μας, τὴν πραότητά μας. Ἀκοῦστε ἕνα σχετικὸ παράδειγμα.

Κάποτε ἕνας παπὰς εἶχε πάει σὲ μία ὁμιλία μὲ μορφωμένους, τὸν εἶχε πάρει μαζί του ἕνας ἐξάδελφός του. Ὁ ὁμιλητὴς εἶπε πολλὰ πάνω σ’ ἕνα θέμα μαρξιστικό. Οἱ ἀκροατές του ἐνθουσιάσθηκαν καὶ τὸν ἐχειροκρότησαν στὸ τέλος. Ἀλλά, ὅπως ἦταν ἀκόμη πάνω στὴν ἕδρα, εἶδε τὸν παπὰ καὶ εἶπε:

— Ἔχομε κι ἕναν παπὰ στὴν ὁμιλία μας. Ἂν μπορεῖ, νὰ μᾶς ἔλεγε τὸ θέμα ἀπὸ θρησκευτικῆς καὶ φιλοσοφικῆς πλευρᾶς.

Τὸ εἶπε εἰρωνικὰ νομίζοντας ὅτι θὰ τὸν ταπεινώσει καὶ θὰ ἐξευτελίσει τὴν Ἐκκλησία. Ὁ παπὰς σηκώθηκε καὶ εἶπε:

— Τί νὰ σοῦ πῶ ἐγώ, παιδί μου, δὲν ξέρω, ἀλλὰ ἔχω ἀκούσει, ὁ τάδε σοφὸς λέει ἔτσι κι ἔτσι στὴν τάδε σελίδα, ὁ τάδε λέει ἔτσι κι ἔτσι στὴν τάδε σελίδα, ὁ τάδε λέει ἔτσι κι ἔτσι στὴν τάδε σελίδα, ὁ τάδε… κ.λπ., κ.λπ. Ὁ Μωυσῆς λέει ἔτσι κι ἔτσι στὴν τάδε σελίδα, ὁ Ἠσαΐας, ὁ Δαβίδ, ὁ Χριστός. Συνέχισε λέγοντας αὐτὸ τὸ χωρίο ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «…ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;… τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἔξελέξατο ὁ Θεός, ἴνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνη… ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Α’Κόρ. 1, 20•27•29).

Ἔκλεισε τὸ στόμα ὁ «σοφός», ὁ ὁμιλητής.Τὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ παπὰς τὰ εἶπε μὲ πραότητα καὶ χωρὶς ἐγωισμό. Ἦταν δεσπότης τοῦ Πατριαρχείου. Ὅταν τελείωσε, εἶπε:

— Ἐγὼ δὲν ξέρω τίποτα. Ἐσεῖς κρίνετε ποιὸ εἶναι τὸ σωστό.

Εἶπε στὸ τέλος ὁ ὁμιλητὴς ντροπιασμένος:

— Πολὺ καλά μᾶς τὰ εἶπε ὁ παπάς! Τ’ ἀναίρεσε ὅλὰ τὰ δικά μου.

Εἶναι σπουδαῖο πράγμα ἡ κατάρτιση, ὅταν συνδυάζεται μὲ τὴν πραότητα, τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη. Αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ ὅλες τὶς περιπτώσεις. Νὰ μιλᾶτε, ὅταν ἔχετε σχετικὴ κατάρτιση στὸ θέμα. Ἂν δὲν ἔχετε, νὰ μιλᾶτε μὲ τὸ παράδειγμά σας.

Στὶς συζητήσεις λίγα λόγια γιὰ τὴ θρησκεία καὶ θὰ νικήσετε. Ἀφῆστε ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἄλλη γνώμη νὰ ξεσπάσει, νὰ πεῖ, νὰ πεῖ… Νὰ αἰσθανθεῖ ὅτι ἔχει νὰ κάνει μ’ ἕναν ἤρεμο ἄνθρωπο. Νὰ ἐπιδράσετε μὲ τὴν καλοσύνη σας καὶ τὴν προσευχή σας κι ἔπειτα τοῦ μιλᾶτε λίγο. Δὲν κάνετε τίποτα, ἂν τὰ πεῖτε ἔντονα, ἂν τοῦ πεῖτε, παραδείγματος χάριν, «εἶπες ψέμα!». Καὶ τί θὰ βγεῖ; Εἶστε «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10, 16). Τί νὰ κάνετε; Ν’ ἀδιαφορεῖτε ἐξωτερικά, ἀλλὰ νὰ προσεύχεσθε μέσα σας. Νὰ εἶστε ἕτοιμοι, καταρτισμένοι, μὲ παρρησία, ἀλλὰ καὶ μὲ ἁγιότητα, πραότητα, προσευχή. Γιὰ νὰ κάνετε αὐτὸ ὅμως, πρέπει νὰ γίνετε ἅγιοι.

Ἡ ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα.

Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ δὲν ἔχει ὅρια, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Νὰ ἐκτείνεται παντοῦ, στὰ πέρατα τῆς γῆς. Παντοῦ, σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἐγὼ ἤθελα νὰ πάω νὰ ζήσω μαζὶ μὲ τοὺς χίπηδες στὰ Μάταλα χωρίς, βέβαια, ἁμαρτίες, γιὰ νὰ τοὺς δείξω τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πόσο εἶναι μεγάλη καὶ πῶς μπορεῖ νὰ τοὺς ἀλλάξει, νὰ τοὺς μεταμορφώσει. Ἡ ἀγάπη εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα. Θὰ σᾶς τὸ πῶ μ’ ἕνα παράδειγμα.

– Ἦταν ἕνας ἀσκητὴς κι εἶχε δυὸ ὑποτακτικούς. Προσπαθοῦσε πολὺ νὰ τοὺς ὠφελήσει καὶ νὰ τοὺς κάνει καλούς. Εἶχε, ὅμως, τὴν ἀνησυχία ἂν ὄντως προχωροῦν στὴν πνευματικὴ ζωή, ἂν προοδεύουν κι ἂν εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Περίμενε ἕνα σημάδι γι’ αὐτὸ ἀπ’ τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν ἔπαιρνε καμία ἀπάντηση. Κάποια ἡμέρα θὰ γινόταν ἀγρυπνία στὴν ἐκκλησία μίας ἄλλης σκήτης, ποὺ ἀπεῖχε πολλὲς ὧρες ἀπ’ τὴ δική τους. Ἔπρεπε νὰ γίνει πορεία μὲς στὴν ἔρημο. Ἔστειλε τοὺς ὑποτακτικούς του ἀπ’ τὸ πρωί, ὥστε νὰ φθάσουν νωρίς, γιὰ νὰ τακτοποιήσουν τὴν ἐκκλησία, κι ὁ Γέροντας θὰ πήγαινε τ’ ἀπόγευμα. Οἱ ὑποτακτικοὶ εἶχαν προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν ξαφνικὰ ἄκουσαν βογγητά. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος βαριὰ τραυματισμένος καὶ ζητοῦσε βοήθεια:

— Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ, τοὺς ἔλεγε, γιατί ἐδῶ εἶναι ἐρημιά, κανεὶς δὲν περνάει, ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μὲ βοηθήσει; Ἐσεῖς εἶστε δυό. Σηκῶστε μὲ καὶ ὁδηγῆστε με στὸ πρῶτο χωριό.

— Δὲν μποροῦμε! τοῦ εἶπαν. Βιαζόμαστε νὰ πᾶμε γιὰ τὴν ἀγρυπνία, ἔχομε πάρει ἐντολὴ νὰ ἑτοιμάσομε.

— Πάρτε με, σᾶς παρακαλῶ! Ἂν μ’ ἀφήσετε, θὰ πεθάνω, θὰ μὲ φᾶνε τὰ θηρία.

— Δὲν μποροῦμε! Τί νὰ κάνομε, πρέπει νὰ πᾶμε στὸ καθῆκον μας.

Κι ἔφυγαν. Τ’ ἀπόγευμα ξεκίνησε ὁ Γέροντας γιὰ τὴν ἀγρυπνία. Πέρασε ἀπ’τὸν ἴδιο δρόμο. Ἔφθασε καὶ στὸ μέρος ποὺ ἦταν ὁ τραυματισμένος. Τὸν βλέπει, τὸν πλησιάζει καὶ τοῦ λέει:

— Τί ἔπαθες, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Τί ἔχεις; Ἀπὸ πότε εἶσαι ἐδῶ; Δὲν σὲ εἶδε κανείς;

— Πέρασαν τὸ πρωὶ δύο μοναχοὶ καὶ τοὺς παρακάλεσα νὰ μὲ βοηθήσουν, ἀλλὰ βιαζόντουσαν νὰ πᾶνε στὴν ἀγρυπνία.

— Θὰ σὲ πάρω ἐγώ. Μὴν ἀνησυχεῖς! τοῦ λέει.

— Δὲν μπορεῖς ἐσύ, εἶσαι γέροντας, δὲν μπορεῖς νὰ μὲ σηκώσεις, ἀδύνατον!

— Ὄχι, θὰ σὲ πάρω! Δὲν μπορῶ νὰ σ’ ἀφήσω!

— Μὰ δὲν μπορεῖς νὰ μὲ σηκώσεις.

— Θὰ σκύψω, καὶ σὺ πιάσου ἀπὸ πάνω μου καὶ λίγο λίγο θὰ σὲ πάω σὲ κανένα κοντινὸ χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αὔριο, θὰ σὲ φθάσω.

Καὶ τὸν πῆρε μὲ μεγάλη δυσκολία κι ἄρχισε νὰ βαδίζει μὲ τὸ βάρος ἐκεῖνο μὲς στὴν ἄμμο πάρα πολὺ δύσκολα. Ὁ ἱδρώτας ἔτρεχε ποτάμι καὶ σκεπτόταν: «Ἔστω καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ φθάσω». Καθὼς ὅμως προχωροῦσε, ἄρχισε νὰ νιώθει τὸ φορτίο του πιὸ ἐλαφρό, πιὸ ἐλαφρὸ καὶ σὲ κάποια στιγμὴ αἰσθάνθηκε σὰν νὰ μὴν κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω νὰ δεῖ τί συμβαίνει καὶ βλέπει μὲ ἔκπληξη πάνω του ἕναν ἄγγελο. Ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε:

— Μ’ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σὲ πληροφορήσω ὅτι οἱ δύο ὑποτακτικοί σου δὲν εἶναι ἄξιοι της Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, γιατί δὲν ἔχουν ἀγάπη.

 

Ἀπὸ τὸ «Βίος καὶ Λόγοι Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου», ἔκδ. Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ-Κρήτης 2004.