Αλέξανδρος Καριώτογλου,
Μετά από ένδεκα χρόνια θητείας στην ιδιωτική εκπαίδευση μεταπήδησα στην δημόσια εκπαίδευση. Με τοποθέτησαν σε ένα Λύκειο των δυτικών προαστίων. Παρουσιάστηκα στον Διευθυντή και γνώρισα τους καινούριους μου συναδέλφους. Ήμουν διαφορετικά συνηθισμένος, αφού είχα υπηρετήσει στην «αφρόκρεμα» των ιδιωτικών σχολείων της Αθήνας. Εδώ όλα μου φαίνονταν λίγο μίζερα. Εδώ δεν υπήρχε ιδιαίτερο γραφείο διευθυντή και υποδιευθυντή. Η αίθουσα του συλλόγου των καθηγητών ήταν ακατάστατη και λίγο άθλια. Ο διευθυντής μου φάνηκε λίγο «αγαθούλης» και τον περιέγραψα αμέσως στην σκέψη μου ως «αστείο ανθρωπάκι» με τον τρόπο που συμπεριφερόταν. Ήταν κολλημένος στο γράμμα του νόμου και πορευόταν με βάση τις διαταγές της υπηρεσίας και μόνο. Ωστόσο δεν με πείραξε ιδιαίτερα. Έτσι, με την άνεση που ένιωθα στα προηγούμενα σχολεία μου, έσπευσα την πρώτη κιόλας μέρα να σηκώσω το τηλέφωνο, που βρισκόταν στο γραφείο του διευθυντή για να τηλεφωνήσω στο σπίτι. Ο διευθυντής με κοίταξε και μετά το τηλεφώνημα μου είπε: «Ακούστε κύριε συνάδελφε, αν θέλετε να κάνετε τηλεφωνήματα οπουδήποτε εκτός της υπηρεσίας μπορείτε να πηγαίνετε στο περίπτερο που βρίσκεται έξω από το σχολείο. Η υπηρεσία δεν έχει χρήματα για να πληρώνει ούτε τα τηλέφωνα στο σπίτι σας». Έμεινα αποσβολωμένος για λίγο και στη συνέχεια έφερα την αντίρρησή μου. Αργότερα οι συνάδελφοι με πληροφόρησαν ότι ο άνθρωπος αυτός έχει μειωμένες ευαισθησίες και η τυπικότητα του τον καθιστά αστείο και μη συνεργάσιμο. Το είχα πιστέψει μέσα μου. Επιπλέον ποτέ δεν έπαυα να σκέφτομαι περιφρονητικά γι’ αυτόν. Μετά από λίγο διάστημα μου ανακοινώθηκε η απόσπαση μου σε άλλο σχολείο. Την επόμενη χρονιά πήρα μετάθεση, έτσι ώστε δεν έτυχε να ξαναδώ αυτό το «αστείο ανθρωπάκι». Φαίνεται όμως ότι το σχέδιο του Θεού λειτουργούσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να χρειαστεί να αλλάξω γνώμη και στάση για έναν άνθρωπο που θεωρητικά και πρακτικά τον είχα ξεχάσει. Πέρασαν περίπου τρία χρόνια και ένα απόγευμα δέχτηκα ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα. «Είστε ο κύριος Κ.; Είμαι ο Μ., ο διευθυντής του Λυκείου που υπηρετήσατε στο Λύκειο Α. τότε». Ώχ σκέφτηκα, τι να συμβαίνει; «Σας παίρνω στο τηλέφωνο να σας ακούσω και να σας ρωτήσω αν είστε καλά στην υγεία σας». «Είμαι καλά κύριε διευθυντά, γιατί, τί συμβαίνει;» «Ξέρετε, χτες διάβασα ότι κάποιος που είχε το ίδιο με εσάς επώνυμο είχε ένα τροχαίο ατύχημα. Σπεύδω λοιπόν να ρωτήσω αν εσείς είχατε το ατύχημα ή πρόκειται για συνωνυμία. Ξέρετε, ανησύχησα ιδιαίτερα». Τον καθησύχασα, δεν ήμουν εγώ. Τον ευχαρίστησα απ’ την καρδιά μου για το ενδιαφέρον, για την ανθρωπιά του, για το σπάνιο για τις μέρες μας τρόπο με τον οποίο έδειχνε το προσωπικό του ενδιαφέρον για κάποιον που γνώρισε για πολύ λίγο διάστημα. Μιλήσαμε λίγο. Μου είπε ότι είχε πια συνταξιοδοτηθεί, ποτέ όμως δεν ξεχνούσε τους συναδέλφους του.
Όταν άφησα από το χέρι μου την τηλεφωνική συσκευή, ένιωσα λίγο ντροπή. Έσπευσα αμέσως να αποκαθηλώσω από την σκέψη μου την ταμπέλα με την φράση «αστείος διευθυντής» που είχα τόσα χρόνια εγκαταστήσει στο νου μου για τον άνθρωπο αυτό. Μετάνιωσα. Αυτό που ποτέ δεν ήθελα να κάνουν σε μένα το είχα διαπράξει πανηγυρικά, γι’ αυτό και η χάρη και η πρόνοια του Θεού μου την «έφερε» από αριστερά. «Ζεί Κύριος», είπα και άφησα τον εαυτό μου στη σιωπή, πετώντας με τη σκέψη μου στο πρόσωπο του κυρίου διευθυντού βάζοντας του μετάνοια.
Αλέξανδρος Καριώτογλου, «Μαθητικό Συναξάρι», εκδ Ακρίτας, σ.46-48