Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Όσοι επιθυμούν τα καλά, δε διαφέρουν ἀπὸ τοὺς διψασμένους, αγαπητοί. Όσο δε βρίσκουν αυτό που ζητούνε, τόσο ανάβει ἡ δίψα τους για ότι ποθούν. Και τη νύχτα ονειρεύονται σα διψασμένοι τις πηγές των πόθων τους. Κι όταν ξημερώσει πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, με αεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, αναζητούν αυτά πού ποθεί ἡ καρδιά τους. Κι όπως οδοιπόροι, πού σε ώρα μεσημεριού διασχίζουν άνυδρο τόπο, αναγκασμένοι από τη δίψα βλέπουν γύρω τους πηγές· και πολλές φορές θα τους δεις ν’ ανεβαίνουν και βουνά όπου υπάρχει πηγή· κι όταν από μακριά τη δουν, χαίρονται και συνεχίζουν την πορεία τους προς αυτή με βιάση· έπειτα φθάνουν στην πηγή και σβήνουν με το νερό τη δίψα τους· τέτοιοι είναι κι οι φίλοι του Χριστού. Την ημέρα αναζητούν τον ποθητό τους Χριστό με καλά έργα και τη νύχτα είναι κοντά του με την προσευχή κι όταν κοιμούνται βλέπουν στο όνειρό τους ότι περπατούν μαζί του.
Όταν στα οράματα τους τον ιδούν από μακριά χαίρονται κι αναγαλλιάζουν καθώς οι διψασμένοι, όταν βρούν τις πηγές πού ποθούν. Κι όταν ξυπνήσουν θέλουν να ξανακοιμηθούν, για ν’ αντικρύσουν στον ύπνο τους την ίδια πάλι οπτασία. Τέτοιος και ὁ Ζακχαίος πού διαβάσαμε πριν από λίγο στο Ευαγγέλιο. Δείτε τον πού τρέχει και ὁ θειος πόθος τον πυρπολεί· σκαρφαλώνει στο δένδρο και ψάχνει γύρω τον Ιησού, για να δει τη ζωοδότρα πηγή. Κι όταν ὁ Ζακχαίος αντίκρισε τον Κύριο, ξεκούρασε την όραση του, περισσότερο όμως αναρρίπισε τον πόθο στην καρδιά του· «Μπήκε λοιπόν ὁ Ιησούς στην Ιεριχώ και περιπατούσε στον δρόμο. Βρήκε κάποιον λεγόμενο Ζακχαίο. Ήταν αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. Ήθελε πολύ να ἰδῆ τον Ιησού πού ήταν να περάσει από κει». Πρόσεξε, αγαπητέ μου, τον πόθο της ψυχής του. Δεν μπορούσε όμως να δει από το πλήθος, γιατί ήταν μικρό το ανάστημα του. Τρέχει λοιπόν μπροστά κι ανεβαίνει σε μια μουριά για να δει τον Ιησού, πού ήταν να περάσει από κει. Ὁ Ζακχαίος με το μικρό ανάστημα και την πολλή γνώση ζητούσε να δει τον Χριστό, επιθυμούσε να δει το Θεό μέσα στους ανθρώπους πού χάριζε τον ουρανό, ήθελε να δει το δημιουργό των αγγέλλων, να δει να βαδίζει με βήματα ανθρώπου ὁ φωτοδότης του ουρανού, υπέργειου φωτός. Ζητούσε να δει πώς ὁ ήλιος της δικαιοσύνης καθισμένος στο νέφος πλημμύρισε με φώς, των πιστών τα ψυχικά μάτια. Ζητούσε να δει το Θεό Ιησού, τον ωραίο, τον ποθητό, το γλυκύ, πού με το όνομα του δηλώνει και την πράξη. Να δει το πορφυρόμαλλο πρόβατο, πού το αίμα του έγινε το τίμημα της οικουμένης και το μαλλί του έντυσε τούς γυμνούς από τον Αδάμ ως το τέλος. Επιθυμούσε να δει ὁ αιχμάλωτος στρατιώτης το βασιλιά του, το πρόβατο το βοσκό του, ὁ παραπλανημένος το δρόμο του, ὁ σκοτισμένος το φώς. Επιθυμούσε να δει τον κήρυκα της ευσεβείας, αυτός πού δεν είχε γευτεί τη γλυκύτητα της θεογνωσίας.
Ζητούσε να δει ὁ άρρωστος την υγεία του, ὁ πεινασμένος την ουράνια τροφή, ὁ διψασμένος την ζωοδότρα πηγή. Επιθυμούσε να δει τον εμψυχωτή των ιερέων και τον ξυπνητή του Λαζάρου. Ὤ, το θεϊκό έρωτα! Ὤ, την επιθυμία! Ὤ, το χρυσόφτερο έρωτα, ἤ καλύτερα τον έρωτα του Χριστού, πού ανεβάζει στον ουρανό την ψυχή πού τον έχει. Ὁ θεϊκός έρωτας πού τον σήκωσε από τη γη, τον έκαμε κιόλα ν’ ανέβη στο δένδρο. Δεν τον άφησε να εξακολούθηση να βλέπει τα πράγματα της γης, ούτε και να συναναστρέφεται τούς ανθρώπους. Αλλά τη θεία Αγάπη ποθώντας στρέφει το βλέμμα στα ουράνια αγαθά. Από τα γήινα τρέχει προς τα ουράνια, πού προκαλούσαν την προθυμία του κι αφού σκαρφάλωσε στο δέντρο έψαχνε γύρω από το Χριστό και με φαντασία βρισκόταν στον ουρανό. Κι όταν είδε ὁ Ζακχαίος το Χριστό του μίλησε ταιριαστά. Σ’ εσένα σήκωσα τα μάτια μου πού κατοικείς στον ουρανό. Είδε τον Κύριο ὁ Ζακχαίος και δυνάμωσε ἡ επιθυμία του περισσότερο. Τον άγγιξε στην ψυχή κι έγινε διαφορετικός άνθρωπος· από τελώνης ζηλωτής, από άπιστος πιστός, από λύκος πρόβατο σφραγισμένο για τη σφαγή. Ποιός νιώθει τέτοια επιθυμία για τον πατέρα και την μητέρα του, ποιός αγάπησε τη γυναίκα ἤ τα παιδιά του, όπως ὁ Ζακχαίος τον Κύριο, όπως φανερώνουν τα ίδια τα πράγματα; Μοίρασε όλα τα υπάρχοντα του στους φτωχούς και τετραπλάσια έδωσε σ’ όποιους συκοφάντησε. Συμπεριφορά άριστη μαθητού, και δασκάλου επιείκεια και δύναμη θεϊκή· από τη θέα του μόνο ὁ Ιησούς οδηγεί στην πράξη. Κανένα διδακτικό λόγο δεν είχε πει ὁ Κύριος στο Ζακχαίο, παρουσιάστηκε μόνο σ’ αυτόν πού τον ποθούσε και από το βάθος της καρδιάς του τραβιόταν επάνω ἡ δύναμη της πίστεως. Παρόμοιο έγινε και στην αιμορροούσα· ήρθε κοντά στον Κύριο και ζητούσε να τη θεραπεύσει, μα δε δεχόταν να του αγγίξει το χέρι. Κι εκείνη του αγγίζει κρυφά την άκρη απ’ τα ρούχα του. Και της θεραπείας τη δύναμη σα σφουγγάρι με το άγγιγμα της την τράβηξε. Κι ὁ Ζακχαίος ενεργούσε ασυναίσθητα, κινημένος από βία θεϊκή και από πνευματικόν έρωτα αναμμένος ανέβαινε στη μουριά. Ὁ Κύριος όμως ανακαλύπτοντας κάποιο μυστικό του λέει, κατέβα. Γνώρισα την ψυχή σου, γνώρισα τον ιερό έρωτα σου· Κατέβα. Θυμήσου ότι κι ὁ Αδάμ όταν ένιωσε τη γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσω από τη συκιά. Και εσύ πού θέλεις να σωθείς, μην τρέχεις πάνω στη μουριά. Πρέπει να την ξηράνω αυτή τη μουριά και να φυτέψω άλλη, το σταυρό. Εκείνος είναι το ευλογημένο δέντρο και σ’ αυτό να οδηγείς τα βήματα της ψυχής σου. Από αυτό ακοντίζεσαι αμέσως στον ουρανό. Ενώ στης μουριάς τα φύλλα και το φίδι περιπλέκεται, και σ’ αυτή κρύβεται και σ’ αυτήν κλώσησε τα μικρά του. Κατέβα γρήγορα, προτού αρχίσει να ψιθυρίζει στην ψυχή σου, όπως και στην Εύα πού την έπεισε να δοκιμάσει τη γλυκεία ηδονή. Κατέβα γρήγορα. Όσο στέκομαι εγώ, κατέβα απ’ αυτή· όταν το βλέπω εγώ, εκείνο φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα, δε θέλω να σ’ αφήσω πάνω στη μουριά, δε θέλω να χαθείς. Δικό μου πρόβατο είσαι, σ’ εμένα έτρεξες. Κατέβα γρήγορα και περίμενέ με στο σπίτι σου. Πρέπει να ξεκουραστώ εκεί. Όπου υπάρχει πίστη, εκεί ξεκουράζομαι. Όπου υπάρχει αγάπη, εκεί πηγαίνω. Ξέρω τί θα κάμεις σε λίγο· ξέρω ότι θα δώσεις όλα τα υπάρχοντα σου στους φτωχούς και πρώτα ότι θα επιστρέψεις το τετραπλάσιο σ’ όσους συκοφάντησες. Σε τέτοιους ανθρώπους μ’ ευχαρίστηση φιλοξενούμαι. Κι ὁ Ζακχαίος κατέβηκε βιαστικός, πήγε στο σπίτι του κι υποδέχτηκε τον Ιησού. Και γεμάτος χαρά, έπε αφού στάθηκε –ούτε περπατώντας, ούτε καθισμένος αλλά αφού στάθηκε, για να δείξει την αμετάθετη απόφαση του- και αφού στάθηκε μίλησε, όταν με θερμή ψυχή κι αμεταμέλητη απόφαση αποδυόταν στον αγώνα. Ήξερε που σπέρνει και που ήταν να θερίσει και είπε· Δίνω στους φτωχούς τα μισά από τα υπάρχοντα μου και γυρίζω το τετραπλάσιο σ’ όσους συκοφάντησα. Ὤ άδολη εξομολόγηση, που βγαίνει από καρδιά καθαρή. Εξομολόγηση αθάμπωτη –μπροστά στην αθάμπωτη δόξα του Θεού- πού είναι ἡ πίστη ἡ πνοή της κι ἡ δικαιοσύνη το άνθος της. Αυτής της δικαιοσύνης ας μας κάμει άξιους ὁ Θεός των όλων με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ’ αυτόν ανήκει ἡ δόξα και ἡ δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν