πρωτοπρεσβ. ᾿Αλεξ. Σμέμαν
Η Όρθόδοξη Εκκλησία για να μας προετοιμάσει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή,αρχίζει να μας αναγγέλλει τον ερχομό της έναν ολόκληρο μήνα πρίν αυτή αρχίσει. Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει ό άνθρωπος πώς πέρα από την αφοσίωση του στίς αναρίθμητες ασχολίες της ζωής, θα πρέπει να αφιερώσει επίσης φροντίδα για την ψυχή, για τον εσωτερικό του κόσμο.
‘Άν είμασταν λίγο πιο σοβαροί, θα βλέπαμε πόσο σημαντική, ουσιαστική καί θεμελιώδης είναι ή φροντίδα της ψυχής. Θα κατανοούσαμε τότε τον αργό καί μυστηριώδη ρυθμό της εκκλησιαστικής ζωής. Γνωρίζουμε φυσικά το νόημα πού έχει ή τροφή για τη ζωή μας. Μερικές τροφές είναι καλές καί θρεπτικές, άλλες είναι ανθυγιεινές· κάποιες είναι βαριές, πρέπει να προσέξουμε. Προσπαθούμε πολύ να εξασφαλίσουμε πώς ή τροφή πού τρώμε είναι καλή για μας.
Καί είναι κάτι πολύ περισσότερο από ευσεβές ρητορικό σχήμα όταν λέμε πώς καί ή ψυχή χρειάζεται να τραφεί, πώς “ουκ έπ’άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος” (Ματθ. 4,4).Όλοι μας ξέρουμε πώς χρειαζόμαστε χρόνο για διάβασμα, για στοχασμό, για συζήτηση,για διασκέδαση. Ακόμη κι αυτά όμως τα φροντίζουμε πολύ λίγο,τα προσέχουμε ελάχιστα, ακόμη καί από την άποψη της υγιεινής. Επιδιώκουμε το ελαφρύ διάβασμα, τα πειράγματα αντί για τη συζήτηση, τη διασκέδαση αντί για την ψυχαγωγία.
Δεν καταλαβαίνουμε πώς ή ψυχή παθαίνει δυσκοιλιότητα πολύ ευκολότερα άπ’ ο,τι το πεπτικό μας σύστημα, καί πώς οι συνέπειες μιας δυσκοίλιας ψυχής είναι πολύ πιο επιβλαβείς. Τόσος χρόνος αφιερώνεται στα εξωτερικά πράγματα, καί πολύ λίγος στην εσωτερική ζωή.Πλησιάζουμε όμως τώρα αυτή την εποχή του έτους πού ή Εκκλησία μας καλει να θυμηθούμε την ύπαρξη αυτού του εσωτερικού ανθρώπου καί να θορυβηθούμε από την αμνησία μας, από τον δίχως νόημα παραλογισμό μέσα στον όποιο βρισκόμαστε, από τη σπατάλη του πολύτιμου χρόνου πού μας έχει δοθεί τόσο φειδωλά, από την άγαρμπη καί μικροπρεπή σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε.
Ή Σαρακοστή είναι καιρός μετανοίας, καί μετάνοια είναι ή επανεξέταση, ή επανεκτίμηση, το να βαθύνει κανείς καί να φέρει τα πάνω κάτω. Μετάνοια είναι το επώδυνο ξεσκεπασμα του παραμελημένου, ξεχασμένου, μολυσμένου “εσωτερικού” ανθρώπου.
Ή πρώτη αναγγελία της σαρακοστής, ή πρώτη υπενθύμιση προέρχεται από μια μικρή ευαγγελική Ιστορία για έναν εντελώς ασήμαντο άνθρωπο, “μικρόν τω δέμας”,πού το επάγγελμα του φοροεισπράκτορα πού εξασκούσε, τον χαρακτήριζε, την εποχή εκείνη καί σ’εκείνη την κοινωνία, ως πλεονέκτη, απάνθρωπο καί ανέντιμο.
Ό Ζακχαΐος ήθελε να δει τον Χριστό· το ήθελε τόσο πολύ, ώστε ή επιθυμία του τράβηξε την προσοχή του Ιησού. Ή επιθυμία είναι ή αρχή του παντός. Όπως λέει το ευαγγέλιο, “οπού γαρ εστίν ό θησαυρός υμών, εκεί εσται καί ή καρδία υμών” (Ματθ.6,21).Τα πάντα στη ζωή μας αρχίζουν με κάποια επιθυμία, επειδή ό,τι επιθυμούμε είναι καί αυτό πού αγαπούμε, αυτό πού μας τραβάει από τα μέσα, αυτό στο όποιο παραδινόμαστε. Γνωρίζουμε πώς ό Ζακχαίος αγαπούσε το χρήμα, καί κατά τη δική του παραδοχή γνωρίζουμε πώς για να το αποκτήσει δεν είχε κανένα ενδοιασμό να κλέβει άλλους. Ό Ζακχαίος ήταν πλούσιος καί αγαπούσε τον πλούτο, αλλά μέσα του ανακάλυψε μία άλλη επιθυμία,ήθελε κάτι άλλο, καί αυτή ή επιθυμία έγινε κεντρική στιγμή της ζωής του.
Αυτή ή ευαγγελική ιστορία θέτει ένα ερώτημα στον καθένα μας: τί αγαπάμε, τί επιθυμούμε, -όχι φυσικά επιπόλαια, αλλά βαθιά.
Δεν υπάρχει κανένας μυστηριώδης δάσκαλος πού να περπατά στην πόλη σας, πού να περιβάλλεται από το πλήθος. Είναι όμως έτσι; Δεν υπάρχει κάποια μυστηριώδης κλήση πού περνά κάθε στιγμή από τη ζωή σας· καί κάπου στα βάθη της ψυχής σας, δεν αίσθάνεσθε κάποιες φορές μια νοσταλγία για κάτι το διαφορετικό άπ’ αυτό πού γεμίζει τη ζωή σας από το πρωί μέχρι το βράδυ; Σταματήστε για μια στιγμή, προσέξτε, εισέλθετε στην καρδιά σας,αφουγκραστείτε το εσωτερικό σας, καί θα βρείτε μέσα σας την ίδια ακριβώςπαράξενη καί όμορφη επιθυμία.
Ό Ζακχαϊος ήρθε αντιμέτωπος χωρίς αυτό κανείς δεν μπορεί να ζήσει,είναι κάτι όμως πού σχεδόν όλοι μας φοβούμαστε καί το καταπιέζουμε με το θόρυβο καί τη ματαιότητα όλων αυτών πού μας περιστοιχίζουν. “Ιδού εστηκα επί την θύραν καί κρούω” (Άποκ. 3,20). Άκούς το σιγανό κτύπημα;Αυτή είναι η πρώτη πρόσκληση της εκκλησίας,του Ευαγγελίου, καί του Χρίστου: επιθύμησε κάτι άλλο, πάρε μια βαθιά αναπνοή από κάτι άλλο,θυμήσου κάτι άλλο. Καί τη στιγμή ακριβώς πού σταματάμε για να ακούσουμε αυτή την κλήση είναι σαν ένα φρέσκο καί ευχάριστο αεράκι να φυσά στο μουχλιασμένο αέρα της άχαρης ζωής μας, καί αρχίζει έτσι ή αργή επιστροφή.
Επιθυμία. Ή ψυχή παίρνει μια βαθιά ανάσα. Όλα γίνονται -έχουν κιόλας γίνει- διαφορετικά, νέα, απεριόριστα σημαντικά. Ό ανθρωπάκος, με τα ματια του καρφωμένα στο χώμα πάνω σε γήινες επιθυμίες, τώρα παύει να είναι ανθρωπάκος καθώς αρχίζει ή νίκη μέσα του. Εδώ βρίσκεται ή αρχή, το πρώτο βήμα από τα έξω προς τα μέσα, προς αύτη τημυστηριώδη πατρίδα πού όλοι οι άνθρωποι, συχνά ασυνείδητα, νοσταλγούν καί επιθυμούν.