«Αν η καρδιά μας τρέφει κάποια αντιπάθεια για οποιονδήποτε άνθρωπο, η προσευχή μας δεν είναι ευπρόσδεκτη από τον Θεό. Η προσευχή του ανθρώπου που δεν συγχωρεί μένει άκαρπη, χωρίς καθόλου ωφέλεια. Ένας μεγάλος εργάτης της προσευχής, ο αββάς Ισαάκ, γράφει πολύ παραστατικά: «Αυτός που προσεύχεται και μνησικακεί, μοιάζει με εκείνον που σπέρνει στην θάλασσα και περιμένει να θερίση». Η προσευχή, λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, «είναι καιρός συγχωρήσεως και στεναγμού, όχι οργής. Είναι καιρός δακρύων και όχι θυμού, καιρός κατανύξεως και όχι αγανάκτησης».
Μερικές φορές το αίσθημα της αντιπάθειας και της μνησικακίας γι’ αυτόν πού μάς έβλαψε είναι καλά κρυμμένο μέσα στην καρδιά μας. Νομίζουμε ότι δεν έχουμε τίποτε με τον αδελφό, απλά δεν θέλουμε νά έχουμε καμία σχέση μαζί του. Το κριτήριο με το όποιο θά εξετάσουμε τον εαυτό μας αναφέρει ο γέροντας Παίσιος:«Αν θυμάσαι το κακό, και λυπάσαι όταν αυτός πού σου το έκανε πάη καλά, ή χαίρεσαι όταν δεν πάη καλά, αυτό είναι μνησικακία. Αν όμως, παρά το κακό που σου έκανε ο άλλος, χαίρεσαι με την προκοπή του, αυτό δεν είναι μνησικακία» .
Οποιοδήποτε μεγάλο και πνευματικό έργο κάνει ο άνθρωπος που δεν συγχωρεί και δεν αγαπά τον πλησίον του, είναι μάταιο και άχρηστο. Ο απόστολος Παύλος τονίζει στον ύμνο της αγάπης: Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των Αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ήχων ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και εάν έχω τα μυστήρια πάντα και πάσαν τήν γνώσιν, και εάν έχω πάσαν τήν πίστιν, ώστε Όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μή έχω, ουδέν είμι. Και εάν ψωμίσω πάντα τά υπάρχοντα μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δέ μή έχω, ουδέν ωφελούμαι. Δηλαδή: «Αν υποθέσουμε ότι μιλώ όλες τις γλώσσες των ανθρώπων, ακόμη και τών Αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έγινα χαλκός που ηχολογάει ή κύμβαλο που αλαλάζει. Και εάν έχω προφητικό χάρισμα και γνωρίζω όλα τά μυστήρια και έχω τέτοια πίστη που να μετακινώ βουνά, άλλα δεν εχω αγάπη, δεν είμαι τίποτε. Ακόμη και αν διαθέσω όλα μου τα υπάρχοντα και παραδώσω το σώμα για να καεί, άλλα δεν έχω αγάπη, τίποτε δεν ωφελούμαι».
Το επόμενο περιστατικό επιβεβαιώνει τους λόγους αυτούς του αποστόλου Παύλου:
Κάποιος Ιερέας, ονομαζόμενος Σαπρίκιος, ήταν πολύ φίλος με κάποιον λαϊκό, τον Νικηφόρο. Από κάποια παρεξήγηση όμως η φιλία τους μετατράπηκε σε άσβεστο μίσος. Ο Νικηφόρος γρήγορα συνήλθε από το πάθος και, παρόλο που δεν έφταιγε, προσπάθησε με κάθε τρόπο να πετύχη τήν συμφιλίωση, παίρνοντας όλο το σφάλμα επάνω του. Δυστυχώς όμως ο Σαπρίκιος δεν ήθελε ούτε να ακούση για συμφιλίωση. Σε λίγο καιρό ξέσπασε διωγμός και ο Σαπρίκιος συνελήφθη. Άρχισαν οι ανακρίσεις, τα βασανιστήρια, ο Σαπρίκιος όμως δεν αρνούνταν τήν πίστη και έτσι αποφασίσθηκε η εκτέλεσή του. Ο Νικηφόρος, μαθαίνοντας ότι ο Σαπρίκιος βαδίζει τον δρόμο του μαρτυρίου, θεώρησε ότι αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για τήν συμφιλίωση πού ποθούσε. Παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του, έπεσε στα πόδια του, τον Ικέτευε. Εκείνος όμως ούτε γύρισε να κυττάξη τον πεσμένο φίλο του. Τότε πλέον ή χάρις του Θεού τον εγκατέλειψε. Φθάνοντας στον τόπο της εκτελέσεως, σαν να σκοτίσθηκε και ρωτούσε γιατί θα τον θανατώσουν. «Διότι δεν θυσιάζεις στους θεούς», ήταν η απάντηση. Και τότε ό Σαπρίκιος αρνήθηκε μπροστά σε όλους τον Χριστό, για να σώση τήν ζωή του. Μάταιες στάθηκαν οι Ικεσίες του μακάριου Νικηφόρου, πού με σπαραγμό ψυχής προσπαθούσε να συνεφέρη τον φίλο του. Η ψυχή τού Σαπρικίου είχε γίνει σκληρότερη από τήν πέτρα. Ο Νικηφόρος τότε ομολόγησε μπροστά σε όλους τον Χριστό, έσκυψε το κεφάλι στο ξίφος του δημίου και κέρδισε μέσα σε λίγη ώρα το στεφάνι του μαρτυρίου
Ιερομονάχου Γρηγορίου Αγαπάτε τους εχθρούς υμών
Ιερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον
«Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος