Λόγος εἰς τήν Πέμπτη Κυριακή τῶν νηστειῶν

Ἁγίου Βασιλείου Σελευκείας
Αὐξάνει τὴν ἀγωνία τῆς γλώσσης τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀκροατῶν· ὁ πόθος τῆς συνάξεως τῆς Ἐκκλησίας γιά θείαν διδασκαλία μοῦ αὐξάνει τὸν φόβο ἐμπρὸς στό ἐγχείρημα τῆς ὁμιλίας. Γι’ αὐτὸ ὁ Δεσπότης καταπραΰνοντας τὸν φόβο τοῦ λόγου ἐβόησε: «Μακάριοι οἱ λέγοντες εἰς ὦτα ἀκουόντων», αὐτοί πού ῥίπτουν τὸν σπόρο τῆς διδασκαλίας σὲ γόνιμο γῆ, καὶ συσσωρεύουν δόγματα ἀγαθὰ στό ἁλώνι τῆς ψυχῆς· ἐπειδὴ ἀξίζει νά κοπιάσει κανεὶς γι’ αὐτήν, ἐλπίζοντας νά δρέψει τοὺς καρποὺς τοῦ κηρύγματος.
Καὶ οἱ μὲν Ἰουδαῖοι καί τίς Προφητεῖες ἀπέφευγαν νά ἀκούσουν, ἀλλὰ καὶ οἱ νουθεσίες ἦσαν ἀνεπιθύμητες, ὅπως εὐρίσκουμε γραμμένο στούς Προφῆτες. Διότι λέγει «Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν;». Γι’ αὐτὸ ὁ Ἱερεμίας, ἀναζητώντας εὔλογη πρόφαση, προέβαλε τὴν ἡλικία: «Νεώτερος ἑγώ εἰμι, καὶ λαλεῖν οὐκ ἐπίσταμαι».
Καὶ ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἐκλήθη στήν ἡγεμονία τοῦ λαοῦ, ἀποφεύγει τὴν τιμὴ κατηγορώντας τὸν ἑαυτὸ του· «ἰσχνόφωνος εἰμί καὶ βραδύγλωσσος». Ἡ παραιτήσῃ τῶν ἀποστελλομένων ἐλέγχει τὸν ἀπειθῆ χαραχτήρα τῶν Ἰουδαίων. Πάντοτε ἦταν θεομάχο τὸ γένος αὐτὸ καὶ ἀντίπαλο στίς θεῖες εὐεργεσίες. Κάποτε θρηνούσαν γιά τὴν Αἰγυπτιακὴ δουλεία, καὶ ὅταν ἀπηλλάγησαν, λοιδοροῦσαν αὐτόν πού τοὺς ἀπήλλαξε· «παρὰ τὸ μὴ εἶναι μνήματα ἐν Αἰγύπτῳ ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἀποκτείναι ἐν ἐρήμῳ». Διέτρεχαν ὡς λεωφόρο τὴν θάλασσα, μὲ πόδια σκονισμένα ὁδοιποροῦσαν στό πέλαγος καὶ ἀπέδιδαν τὴν εὐεργεσία στόν μόσχο, βοώντας «Οὗτοι οἱ θεοί σου, Ἰσραήλ, οἱ ἐξαγαγόντες σὲ ἐκ γῆς Αἰγύπτου». Ὁ οὐρανὸς πάλιν ἀπέστελλε τίς νιφάδες τοῦ μάννα κι αὐτοὶ ἀπὸ κάτω βλασφημοῦσαν φωνάζοντας· «Κατάξηρος γέγονεν ἡ ψυχὴ ἡμῶν ἐπὶ τῷ ἄρτῳ τῷ διακένῳ». Ἀκολουθοῦσε πέτρα πού κατέκλυζε μὲ χειμάρρους τὴν ἔρημο καὶ ἕνα πλῆγμα τῆς ῥάβδου κυοφόρησε πολλὲς πηγὲς ὑδάτων· ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ καθάρισε τὴν ἀχάριστο γλῶσσα τους καὶ παρὰ τὴν ἀπολαύση αὐτὴ ἔλεγαν: «Ἐπεί ἐπάταξε πέτραν καὶ ἐρρύησαν ὕδατα καὶ χείμαρροι κατεκλύσθησαν, μὴ καὶ ἄρτον δύναται δοῦναι;». Ὅταν πάλιν ἀγνοοῦσαν τὸν δρόμο, συνοδοιποροῦσε νεφέλη πού ἔλυε τὴν ἄγνοια καὶ ἐμπόδιζε τὴν φλόγωση τῶν ἀκτίνων. Στῦλος πυρὸς φωταγωγοῦσε τὴν νύκτα, ἀλλὰ αὐτοὶ ἀτιμάζοντας ἐκεῖνον πού τοὺς τιμοῦσε μὲ τὰ θαύματα ἔλεγαν: «θῶμεν ἀρχηγοὺς καὶ ἀποστρέψωμεν εἰς Αἴγυπτον». Σύννεφα ἀπὸ ὄρνιθες ἔφερνε ὁ ἀέρας, ἐτοιμάζοντας τους συσσίτιο ὡσὰν σὲ ξένους ὁδοιπόρους. Σαράντα χρόνια τὰ ἱμάτια τους τριβόμενα παρέμεναν καινούρια, νικῶντας τὸν χρόνο καὶ τὴν φύσῃ, καὶ μαζὶ μὲ τὰ ἱμάτια διατηρούνταν καινούρια λόγῳ τῆς ἀνάγκης καὶ τὰ ὑποδήματα, γιά νά ἀντέξουν στά σαράντα χρόνια πορείας. Ὅταν πολεμοῦσαν συμμαχοῦσε μαζὶ τους ἡ τροχιὰ τῶν στοιχείων τῆς φύσῃς, τότε πού ὁ ἥλιος διδασκόμενος νά ἐπιβραδυνθεῖ, ἐπιτάχυνε τὴν νίκη αὐξάνοντας τὴν διάρκεια τῆς ἡμέρας, γιά νά τοὺς ἀναδείξει νικητὲς αὐθημερόν. Ἐπιμηκύνοντας τὸν δρόμο του συνέστειλε τῆς νίκης τὸν χρόνο, ἴσως ὅμως καὶ νά αὔξησε τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου· καὶ αὐτὸ γιά νά μὴ λυπήσει τοὺς ἥδη ταλαιπωρημένους γιά τὴν ἀναβολὴ τῆς νίκης. Μετὰ τὸν ἤλιο σταμάτησε καὶ τὸ ῥεῦμα τοῦ Ἰορδάνη καὶ ἀναχαιτίστηκε ἡ ὁρμὴ τοῦ παραχωρώντας τοὺς τόπο νά βαδίσουν· στάθηκε ὁ φυσικὸς νόμος τῆς ῥοῆς ἀναμένοντας τὴν διέλευσή τους. Οἱ βασιλεῖς ἄκουσαν καὶ ταράχθηκαν, οἱ πόλεις αὐτομάτως ὑπέκυπταν. Κυκλώθηκε ἡ Ἱεριχὼ καὶ ἐξεδύθη τὸν κύκλο τοῦ τείχους, σὰν νά ἀποφεύγει τοὺς κατοίκους της καὶ νά προστρέχει στούς Ἰσραηλίτες. Ποία ἦταν ἡ εὐχαριστία γιά ὅλα αὐτά; «θῶμεν ἀρχηγοὺς καὶ ἀποστρέψωμεν εἰς Αἴγυπτον».
Αὐτὰ ὅμως πού ἐπηκολούθησαν ἦσαν φοβερότερα ἀπὸ τὰ προηγούμενα· προσκύνησαν τὸ ξόανο τῶν Μωαβιτών· οἱ νικητὲς να προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα τῶν νικημένων! Χύθηκαν αἵματα προφητικά, κατέκαψαν βιβλία Μωσαϊκά, μισῆσαν θρησκεία θεοφιλῆ, ἔστησαν ἀγάλματα δαιμονικά.
Αὐτὰ ὅμως εἶναι ἀρχαῖα καὶ παλαιά. Πῶς ἄραγε συμπεριφέρθηκαν μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρα; Λυπήθηκε ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ᾖλθε προτείνοντας χεῖρα σωτηρίας στό γένος μας. Δέν ἀλλάξαν ὅμως τρόπους, νά ἐντραποῦν τὰ θαύματα, ἀλλὰ ἔτρεξε μέσα στό χρόνο ἡ γνώμη τῶν προγόνων καὶ ηὖρε τοὺς κληρονόμους. Νιφάδες θαυμάτων, πέλαγος οἱ θεραπεῖες, ἀφθονία κάθε ἀγαθοῦ· ἀλλὰ εὐεργετούμενοι πενθοῦσαν καὶ κήρυτταν μὲ λόγια τὴν ἀπορία τῆς ψυχῆς τους· «τὶ ποιήσωμεν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ;». Ἔβλεπαν τὰ πάθη νά διώκονται καὶ στρώθηκαν στήν ψυχὴ μὲ τὸ πάθος τοῦ φθόνου· τὴν λύσῃ τῆς συμφορᾶς τῶν ἄλλων θεωροῦσαν ἰδικὴ τους συμφορά. Παράλυτος ἠγέρθη, τυφλὸς ἀνέβλεψε, νεκρὸς ἀνακήρυξε τοῦ θανάτου τὴν ἧττα καὶ ὁ ἰατρὸς ἐξισοῦτο μὲ τοὺς ἐγκληματίες. Ἐλευθερώνονταν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν δαιμόνων καὶ δέν ντρέπονταν νά ἀποκαλοῦν δαιμονισμένο αὐτόν πού τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Καὶ πάλιν ἐπέμεναν νά θρηνοῦν: «Τὶ ποιήσωμεν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖ;» Αἶσχος τῆς ἀνθρωπίνης φύσῃς ἀπεδείχθη ὁ τρόπος τῶν Ἰουδαίων. Δέν ὑπέφεραν ἄλλο, τὸ πάθος τοὺς ὁδήγησε στόν φόνο· τοὺς φαίνεται ὅμως ἄδοξος ὁ φόνος ὁ ἁπλός· μηχανεύονται τὸν Σταυρό, καὶ ἔτσι ἀναμιγνύοντας τὰ θαύματα μὲ τὴν ἐπαίσχυντο παρανομία προπαρασκεύαζαν τὴν θεραπεία τοῦ φθόνου τους. Ἀλλὰ δέν τοῦ διέφευγαν ὅλα αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ πού ἑκουσίως ἐρχόταν πρὸς τὸ Πάθος, ἀφοῦ ἀπὸ ἐνωρὶς προφητικὰ προκαλοῦσε τὸ θάνατο λέγοντας «Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγέρω αὐτόν». Δέν ἁγνοοῦσε τὸ Πάθος αὐτός πού εἶπε «ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι τὴν ψυχήν μου· καὶ ἐξουσίαν ἔχω λαβεῖν αὐτὴν».
Διότι τὸ Πάθος ἀνῆκε στήν θείαν οἰκονομία· καὶ θὰ τὸ τολμοῦσαν μὲν παρανόμως οἱ Ἰουδαῖοι, θὰ τὸ εἶχε οἰκονομήσει ὅμως γιά τὴν σωτηρία μας ὁ Θεός. Ἀλλὰ ὁ φιλόχριστος χορὸς τῶν Ἀποστόλων ἀθυμοῦσε ἀκούγοντας γιά τὸ Πάθος, καὶ ὁ λόγος πλήγωνε τὴν ψυχὴ τους κάμνοντας τοὺς νά προγευθοῦν τὸ Πάθος μὲ τὸ πένθος. Ἁπαλύνοντας δὲ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη τῶν μαθητῶν ὁ Σωτῆρας συνέπλεκε τῇ μνήμῃ τοῦ Πάθους μὲ τὴν προαγγελία τῆς Ἀναστάσεως. Ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπενθύμιζε ἐπανειλημμένως τὸ Πάθος. Τὸ ἐλάφρυνε μὲ τὴν συχνὴ μελέτη τῆς διηγήσεως, γιά νά μὴν ἐκπλαγοὺν ἀπὸ τὴν ἀπότομο θέα καὶ ἔτσι ἡ ψυχὴ τους βυθισθεῖ σὲ πολὺ μεγαλύτερο πένθος. Γι’ αὐτὸ καὶ τώρα ὁ Σωτῆρας προαναγγέλλοντας τὸ Πάθος λέγει: «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται εἰς χεῖρας πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων, καὶ ἀποκτενούσιν αὐτόν… καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται». Ἀποδεικνύει ὅτι καὶ τὸν χρόνο γνωρίζει καὶ ὅτι ἑκουσίως ἔρχεται πρὸς τὸ Πάθος. Θὰ ἠμπορούσα, λέγει, καὶ νά παραιτηθῶ ἀπὸ τὸ πάθος ἀλλάζοντας πορεία καὶ νά ἀποφύγω τὴν θανατώσή μου ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ φόνου· ἀλλὰ ὁ καιρὸς ἀπαιτεῖ τὸν Σταυρόν, ἡ ἀνάγκη κυοφορεῖ τὸ πάθος, ἡ προθεσμία τῆς παρουσίας μου ἀναζητεῖ ἀφορμὴν γιά νά λήξη. Γι’ αὐτὸ προηγουμένως ἀπέφευγα τὸν λιθοβολισμό, διότι ἀνέμενα τὸν Σταυρό. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶχα ἐξαφανισθεῖ, ὅταν ἠθέλησαν νά μὲ ῥίψουν στόν γκρεμό. Ἐπειδὴ ἦλθα γιά νά θεραπεύσω τὸν θάνατο πού προξένησε στόν Ἀδὰμ τὸ ξύλο· γιά νά καρφωθῶ σὲ ἕνα ξύλο, ἀνακόπτοντας ἔτσι τὴν πορεία τῶν κακῶν πού προήλθαν ἀπὸ τὸ ξύλο. Ὑπηρέτες δὲ τοῦ πάθους μου εἶναι οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι, οἱ ἐπικεφαλῆς τοῦ Νόμου, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἔχουν τὴν τιμὴ νά θεωροῦνται διάδοχοι τοῦ Μωϋσέως, συμπράττουν μὲ τὸν διάβολο. Οἱ μαθητὲς τοῦ Νομοθέτου, ὑπασπιστὲς τοῦ παρανόμου. Σὲ σᾶς ὅμως τοὺς ἰδικούς μου προλέγω τὸ Πάθος καὶ θεραπεύω τὴν λύπη προμηνύοντας τὴν Ἀνάστασῃ: «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται εἰς χεῖρας πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτενούσιν αὐτὸν καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται». Ἐὰν λυπάστε γιά τὸ Πάθος, ἂς σᾶς θεραπεύσει τὴν λύπη ἡ Ἀναστάσῃ· ἐὰν φρίττετε τὸν Σταυρό, εὐφρανθεῖτε για τή νίκῃ: «τῇ Τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσομαι».Πορεύομαι σὲ ἑτοίμη νίκη, σύντομα θὰ ἐγείρω τὸ τρόπαιον, ἔχει ὁρισθεῖ ὁ χρόνος τῆς στεφανώσεως. Πορεύομαι στόν θάνατο γιά νά τὸν ὑποχρεώσω νά μὴν εἶναι ἡ ἐξουσία του στούς ἀνθρώπους ἀθάνατος. Καὶ θὰ ἀναστηθῶ ἀπὸ τὸν τάφο ἐγκαινιάζοντας τὴν Ἀναστάσῃ. Θὰ διδάξω τὸν Ἅδη νά περιμένει διάδοχό του τὴν Ἀναστάσῃ. Μὲ ἔμενα παύει ὁ θάνατος καὶ φυτεύεται ἡ ἀθανασία. Μικρὸν θὰ εἶναι τὸ μεταίχμιο μεταξὺ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ζωῆς· διότι δέν κατέρχομαι γιά νά ἐξοφλήσω ἁμαρτία, ἀλλὰ γιά νά τὴν καταργήσω. Δέν ἄντεξε ὅμως στά λόγια αὐτὰ ἡ ψυχὴ τῶν μαθητῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ πάθους κάμφθηκαν καὶ τοὺς κυρίευσε ὅλους ἡ σιωπή. Ὁ Πέτρος ὅμως ἐξεπλάγη ἀκούγοντας αὐτὰ καὶ μὴ ὑποφέροντας ἀπὸ πόθο τὸ πάθος, ἐπιασε τὸ χέρι τοῦ Κυρίου καὶ εἶπε: «Ἵλεως σοί, Κύριε, οὐ μὴ ἔσται σοὶ τοῦτο». Ἡ φωνὴ ἀπεκάλυψε τὴν πληγὴ τῆς ψυχῆς. Τὶ λέγεις, ὢ Δεσπότα, πὼς μελετᾷς Σταυρὸ καὶ ὁμιλεῖς περὶ πάθους; Θὰ τολμήσει νά σοῦ ἐπιτεθεὶ ὁ θάνατος, ἀφοῦ δέν ἄντεξε οὔτε τὴν φωνή σου ὁ Ἅδης; Προηγουμένως φώναξες νεκρὸ τὸν υἱὸ τῆς χήρας καὶ ὁ θάνατος ἔφυγε, ἀδυνατώντας να τὸν ὁδηγήσει ἀκόμη καὶ μέχρι τὸν τάφο. Πῶς λοιπὸν θὰ δεχθεῖ ὁ θάνατος αὐτὸν τὸν ὁποῖο φοβεῖται; Ἄφησε αὐτὰ τὰ λόγια, ὢ Δεσπότα. Ὁ Ἠλίας ὑπερπήδησε τὸν θάνατο, ὁ Ἐνὼχ μετετέθη διαφεύγοντας ἀπὸ τὸν Ἅδη καὶ πῶς ὁ Χριστὸς θὰ ὑποκύπτει στό θάνατο;
Αὐτὰ ἔλεγε ὁ Πέτρος γιά τὸ Πάθος, τὸν ἀποστόμωσε ὅμως ὁ Χριστὸς ἐπιτιμῶντας τον μὲ δριμύτητα: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, σκάνδαλόν μου εἰ, ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Τὶ λέγεις, Πέτρε, ἐμποδίζεις τὸν θάνατο; Δέν ἀποβλέπεις λοιπὸν στήν Ἀναστάσῃ; Ἐμποδίζεις τὸν Σταυρό; Πῶς θὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ νίκη; Νά μὴ γίνει τὸ πάθος; Πῶς θὰ ἔλθει ἡ ἀπάθεια; Να μὴ προσηλώσω τὸ Σῶμα μου στό ξύλο; Πῶς λοιπὸν θὰ σχισθεῖ τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτημάτων ποῦ ἐγράφη μὲ τὸ ξύλο; Νά μὴν ἀνέβω στό ὕψος; Πῶς λοιπὸν νά θριαμβεύσω κατὰ τοῦ διαβόλου; Νά ἀποφύγω τὴν ταφή; Πῶς λοιπὸν θὰ καταργηθοῦν οἱ τάφοι; Νά μὴ κατέλθω στούς νεκρούς; Πῶς λοιπὸν θὰ δέσω τὸν Ἅδη; Πῶς θὰ χαρίσω τή λύσῃ στούς ἁλυσοδεμένους; Νά ἀποφύγω τὸν Σταυρό; Πῶς λοιπὸν θὰ θεραπεύσω τὰ τραύματα τοῦ Ἀδάμ; Πῶς ἀλλιῶς θὰ θεραπευθεῖ ἡ παραβάσῃ τοῦ πρωτοπλάστου; Χωρὶς νά τὸ θέλεις, Πέτρε, συνηγορεὶς μὲ τὸν διάβολο. Να ἀποφύγω τὸν θάνατο; Πῶς λοιπὸν θὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ προφητεῖες; Θὰ ἔχεις τὴν κατακραυγὴ τοῦ Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος θὰ σοῦ φωνάξει ἀκόμη δυνατότερα: «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη, καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος». Θὰ σοῦ διηγηθεῖ τὴν ὠφέλεια τοῦ πάθους, λέγοντας: «Οὐ τῷ μώλωπι ἠμεῖς πάντες ἰάθημεν». Θὰ σὲ ἐπικρίνει καὶ ὁ Ἱερεμίας εἰκονίζοντας τὸ πάθος: «Ἰδοὺ ὡς ἀρνίον ἄκακον ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι, οὐκ ἔγνων». Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος θὰ σὲ καταγγείλει ὁ Δαυΐδ ἐξυμνῶντας μὲ τὴν κιθάρα τοῦ τὴν εὐωδία τοῦ πάθους: «Σμύρναν καὶ στάκτην καὶ κασσίαν ἀπὸ τῶν ἱματίων σου». Θὰ βρεῖς ἀντιμέτωπο τὸν Ζαχαρία, ὁ ὁποῖος λέγει: «Καὶ ὄψονται πρὸς με, πρὸς ὂν ἐξεκέντησαν». Καὶ ἄλλος θὰ σοῦ πεῖ: «Καὶ δύσεται ὁ ἥλιος μεσημβρίας». Καὶ πάλι: «Οὔτε ἡμέρα, οὔτε νύξ, καὶ πρὸς ἑσπέραν ἔσται φῶς». Περίμενε λίγο, Πέτρε, καὶ θὰ δεῖς τὴν πραγματοποίηση τῶν λόγων αὐτῶν· τὸν ἤλιο στό μέσον τῆς ἡμέρας νά ἁρπάζεται καὶ νύκτα πρόωρος νά ἀπλώνεται στήν κτίσῃ. Τὶς πέτρες νά χωρίζονται, τὸν Ἅδη νά λαφυραγωγεῖται· τὸν θάνατο νά ἀκυρώνεται· τὸν διάβολο νά ἐκπίπτει ἀπὸ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία του· τὸν δῆμο τῶν νεκρῶν ἐλεύθερον. Αὐτὰ ὅλα, Πέτρε, θέλεις νά τὰ ἐμποδίσω; Θέλεις νά τὰ συγκρατήσω; Νά ματαιώσω τὴν πραγματοποίησή τους; «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τά του Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων». Τὶ τραχύτητα ἔχουν τὰ λόγια αὐτά, ὢ Δεσπότα; Τὶ φοβερὰ ἡ ἐπιτιμήσῃ αὐτὴ κατὰ τοῦ Πέτρου; Πρὸ ὀλίγου ἄκουσε ἀπὸ σὲ «Μακάριος εἰ, Σιμῶν Βαριωνᾶ» καὶ τώρα ἀποκαλεῖς τὸν Ἀπόστολο σατανᾶ; Πρὸ ὀλίγου εἶπες: «Σῦ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησία»· καὶ τώρα τὸν ἀποκαλεῖς σκάνδαλο καὶ ὄργανο τοῦ διαβόλου; Καὶ ὁ μὲν Ἰούδας δέν ἐπιτιμᾶται, ἂν καὶ σὲ πωλεῖ καὶ σὲ φενεύει· κλείνει συμφωνία μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἐναντίον σου· βλέπει νά τιμάσαι μὲ τὸ μύρο καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὑπολογίζοντας μὲ ἀκρίβεια τὸ ποσὸν ποῦ ἐζημιώθη φωνάζει: «Εἴς τί ἡ ἀπώλεια αὐτή; Ἠδύνατο τοῦτο πραθῆναι πολλοῦ» καὶ ἐλέγχει μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τὴν ἀνοχή σου. Καὶ σὺ δεν ἀγανάκτησες, δεν ἐπιτίμησες· ἀντιθέτως ἀπομάκρυνες τὸν θυμὸ ἐκφράζοντας τὸν οἶκτο σου μὲ τοὺς λόγους «Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικῖ; Καλὸν ἔργον εἰργάσατο εἰς ἑμέ. Βαλοῦσα γὰρ αὔτη τὸ μύρον, εἰς τὸ ἐνταφιάσαι μὲ πεποίηκε». Σὰν να λέγει δηλαδὴ πρὸς τὸν Ἰούδα: Μὴ μὲ στερήσεις μὲ τις συκοφαντίες σου ἀπὸ τὰ ἐντάφια, ἐφ’ ὅσον μοῦ στερεῖς καὶ τή ζωή. Αὐτὴ ἡ γυναῖκα μὲ προετοιμάζει μὲ τὰ ἐντάφια γιά τὸν φόνο πού προξένησες ἐσύ. Ὑπολόγισε τὸ ἀντίτιμο τοῦ μύρου ὡς ἔξοδα γιά τὴν ταφή· ἀφοῦ διαπραγματεύεσαι ἤδη τὸν φόνο, ὑποχώρησε τουλάχιστον στό θέμα τῆς ταφῆς.
Τὸν εἶδες να ἔρχεται ἐναντίον σου μὲ στρατιῶτες καὶ ὅπλα καὶ ξύλα καὶ δέν εἶπες «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ». Δέν τὸν ἐπιτίμησες μὲ λόγια, δέν τὸν ἐφόβησες μὲ ἔργα, ἀλλὰ καὶ τὸν προέτρεψες πρὸς τὸ ἐγχείρημα· «Ἑταῖρε, ἐφ’ ὢ πάρει». Ἀνάλαβε τὸ ἔργο, μὴ ἀναβάλεις τὴν τόλμη· ἐπικύρωσε τὴν πωλήσῃ μὲ τὴν πράξῃ. Καὶ ἔτσι μὲν συμπεριφέρθηκες στόν Ἰούδα· ἐνῶ ὁ Πέτρος πού σὲ ἀγαπᾷ ὑβρίζεται, καὶ ἐπειδὴ σὲ λυπάται πληγώνεται; Ἀπὸ ἄγνοια ἔσφαλε, πῶς μὲ τὰ λόγια μαστιγώνεται; Ναί, λέγει ὁ Σωτῆρας, ὁ φιλάνθρωπος· ὅπου τὸ τραῦμα εἶναι ἀνίατο, ἐκεῖ τὸ φάρμακο εἶναι ἄχρηστο· ὅπου ὅμως ὑπάρχει ἐλπίδα θεραπείας, ἐκεῖ ἡ τομὴ εἶναι ἰάσῃ. Ὅπου ἀναγνωρίζω μαθητή, καὶ ἂν ὑβρίζω, παιδαγωγώ· ἐνῶ ὅπου ὁ τρόπος εἶναι ξένος πρὸς ἔμενα, ἡ νόσος ἀνίατος. Καὶ τοῦ ἑνὸς μὲν θεραπεύω τὴν ἄγνοια, τοῦ δὲ ἅλλου προκαλῶ τὴν παραφροσύνη. Ἀλλὰ σὺ μέν, ὢ Πέτρε, μὲ συμβουλεύεις νά παραιτηθῶ ἀπὸ τὸ πάθος· ἐγὼ ὅμως σὲ παροτρύνω νά μιμηθεῖς τὸν θάνατό μου, νά δεχθεῖς τὸν σταυρό, νά ὑπομείνεις τὸ πάθος, νά ποθήσεις τὸν κίνδυνο μὲ ζῆλο. Διότι «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Τὸ πάθος, ὁδὸς σωτηρίας· καὶ ὁ Σταυρός, πρόξενος Βασιλείας. Μὲ τὴν κοινωνία τῶν Παθῶν μου νά δείξετε ὅτι εἶστε μαθητές μου· καὶ ἔτσι, ἐπειδὴ θὰ πάθετε πρὸς χάριν μου, θὰ βασιλεύσετε μαζί μου. «Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν».

Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com