Ο άφρονας πλούσιος, Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου (†)
Μέ τήν εὐκαιρία θά ποῦμε λίγα λόγια, ἐξηγώντας τό κομμάτι τοῦ Εὐαγγελίου πού ἀκούσαμε σήμερα.
Ὁ Χριστός εἶπε τήν ἑξῆς παραβολή: Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος, ὁ ὁποῖος εἶχε πολλά κτήματα. Κάποια φορά, εὐφόρησε ἡ χώρα του. Ἔκανε πολλούς καρπούς. Ὁ πλούσιος ὑπολόγισε ὅτι δέν θά μπορέσει νά μαζέψει ὅλα τά προϊόντα στίς ἀποθῆκες του, δέν τόν ἔφταναν, ἦταν μικρές καί κατάληξε στό συμπέρασμα ὅτι ἔπρεπε νά τίς γκρεμίσει· νά φτειάξει ἄλλες μεγαλύτερες. Ἐννοεῖται, ὅτι καθένας ὅταν φτιάχνει ἀποθῆκες, τίς φτιάχνει πάντα πιό εὐρύχωρες. Νά χωρᾶνε κάτι παραπάνω, ἀπό ὅσα προβλέπεται νά συγκεντρωθοῦν. Ὅλοι ἔχομε ἀποθῆκες καί κελλάρια μεγαλύτερα ἀπ” ὅτι μας χρειάζονται.
Φαντασθεῖτε λοιπόν, πόσα χτήματα εἶχε ἐκεῖνος καί τί μεγάλη παραγωγή ἔκαναν ἐκεῖνο τό χρόνο. Ἀλλά τί παράξενο! Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν σκέφτηκε τίποτε ἄλλο, παρά μόνο πῶς θά μαζέψει ὅλα τά προϊόντα του γιά τόν ἑαυτό του. Καί μετά νά πεῖ στόν ἑαυτό του: «Ψυχή μου, ἔχεις πολλά ἀγαθά γιά χρόνια πολλά. Φάε, πιέ, εὐφραίνου».
Ἐρώτημα: Ἔφαγε, ἤπιε. Εὐφράνθηκε;
Δηλαδή γέμισε ἡ ζωή του χαρά; Ἀπόκτησε εἰρήνη; Ἀπόκτησε ἐκεῖνο πού λέμε εὐτυχία; Λέει σέ κάποιο μέρος ὁ Θεός μιλώντας πρός τόν προφήτη Ἡσαΐα: «Ἵνα τί τιμᾶσθε ἐν οὐκ ἄρτοις; Καί ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ εἰς πλησμονήν;» Γιατί πετᾶτε τά χρήματά σας, ἐκεῖ πού δέν ἔχει «ψωμί»; Ἐκεῖ πού δέν βρίσκεται ψωμί; Ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει κάτι πού θά σᾶς χορτάσει; Ἱδρώνετε γιά νά ἀποκτήσετε. Κοπιάζετε. Καί ἔπειτα, νομίζετε ὅτι ἅμα τά διαθέσετε κάπου θά χορτάσετε. Θά φᾶτε καί θά πίετε καλά. Ἀλλά χορτάσατε ποτέ; Γέμισε ἡ ψυχή σας; Ἱκανοποιηθήκατε;
Τί φοβερά τά λόγια τοῦ Κυρίου, πού ἔρχονται ἀπό τόν οὐρανό γιά μᾶς. Τί ἀληθινά. Εἴμαστε ἄνθρωποι. Ὅλοι, ἄλλος περισσότερο, ἄλλος λιγότερο, κουραζόμαστε ἐργαζόμενοι γιά τόν ἐπιούσιο ἄρτο μας. Δουλεύομε ἐπάνω στή γῆ. Καί ὅλοι τήν δουλειά μας τήν ἐκτιμοῦμε σάν βαρειά. Πραγματικά. Πολλές φορές, ἡ δουλειά εἶναι βαρειά. Καί κουραστική. Σωματικά καί ψυχικά. Καί μετά ἀφοῦ πάρομε τόν κόπο τῆς δουλειᾶς μας, πᾶμε νά βροῦμε μέ αὐτόν χαρά καί εὐτυχία. Λέει λοιπόν ὁ Θεός: «Εὑρήκατε χαρά καί εὐτυχία ἐκεῖ πού πᾶτε; Βρήκατε ἐκεῖνα πού ἀναζητᾶτε;» Δέν ρωτᾶ ἄν χόρτασε καί γέμισε ἡ κοιλιά μας. Ἀλλά μᾶς λέγει: Γέμισε καμιά φορά ἡ ψυχή σας; Γέμισε ἡ καρδιά σας; Εἴπατε «δέν θέλω τίποτε ἄλλο πιά».
Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει καί ἄλλα ἐκτός ἀπό κεῖνα πού ἔχει, σημαίνει πώς δέν τόν ἱκανοποίησαν, δέν τόν χόρτασαν, δέν τοῦ ἔφτασαν.
2. Ἡ πιό χρήσιμη ἐξίσωση
Ξέρομε ὅτι ὑπάρχουν οἱ διάσημοι πολιτικοί. Ἄν τούς ρωτοῦσε κανείς: «εἴσαστε εὐτυχισμένοι;» τί θά ἔλεγαν; Ὤ οἱ ταλαίπωροι, τί τραβᾶνε.
Ἦταν στήν Γαλλία ἕνας ἄνθρωπος σοφός. Φαινόταν ἐξωτερικά τόσο χαρούμενος, ὥστε νόμιζαν ὅλοι πώς θά ἦταν ἀληθινά εὐτυχισμένος. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔλεγε συνεχῶς: «Ἐγώ δέν πιστεύω στό Θεό. Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος». Κάποια μέρα τόν ρώτησε ἕνας φίλος του:
_Αἰσθάνεσαι εὐτυχισμένος; Θέλω νά μᾶς πεῖς.
Ἐκεῖνος ἀπάντησε:
_Μιλᾶς γιά εὐτυχία; Εὐτυχία δέν αἰσθάνθηκα ὄχι χρόνο, ὄχι μέρες, ἀλλά οὔτε ὥρα, οὔτε στιγμή.
Ἔχομε πάλι τούς μεγάλους ἀστέρες τῆς τηλεοράσεως. Ἔχομε κάτι ἄλλους πού παίζουν στό ποδόσφαιρο. Τρέχουν στά γήπεδα μικροί καί μεγάλοι καί τούς θαυμάζουν πού βάζουν τά γκόλ. Καί ἀγοράζονται αὐτοί οἱ ποδοσφαιριστές ἀπό τήν μιά ὁμάδα καί ἀπό τήν ἄλλη ἑκατομμύρια.
Γιά νά τούς ρωτήσει κανείς: «Χορτάσατε; Μείνατε ἱκανοποιημένοι;» Τά ταλαίπωρα τά παιδιά. Τά ταλαίπωρα τά παιδιά.
Βρίσκει κανείς ἕναν ἐργάτη πού δουλεύει. Ἕναν ἐπαγγελματία. Τόν ρωτᾶ:
_Εἶσαι χορτασμένος;
Μουδιάζει ὅταν τό ἀκούει.
Ἀλλά μήν πᾶμε μακρυά. Ἄν κάποιος ρωτοῦσε ἐμᾶς, τί θά ἀπαντούσαμε;
Γι” αὐτό ὁ Θεός φώναξε ἀπό τόν οὐρανό: «Ἵνα τί τιμᾶσθε ἐν οὐκ ἄρτοις καί ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ εἰς πλησμονήν;» Γιατί βάζετε στόν νοῦ καί στήν καρδιά σας, ὅτι θά βρεῖτε τήν εὐτυχία σέ κεῖνα πού δέν εἶναι «ψωμί»; Πού δέν εἶναι οὐσιαστική τροφή; Γιατί δίνετε τόν κόπο σας καί δέν χορταίνετε καί δέν ἀποκτᾶτε χαρά καί εἰρήνη;
Μερικοί θεωροῦν τόν ἑαυτό τους πιό ἔξυπνο καί τρέχουν ἐκεῖ πού ἀκοῦνε ὅτι τάχα ὑπάρχει χαρά. Στά κέντρα διασκεδάσεως. Κέντρο διασκεδάσεως τί σημαίνει; Χαρά λένε, χαρά. Ἀλλά ἡ λέξη «διασκέδαση», σημαίνει «σκόρπισμα». Διασκεδάζω θά πεῖ σκορπίζω. Τί θέλει νά κάνει ἐκεῖνος πού πάει νά διασκεδάσει; Νά πετάξει πέρα-δῶθε τήν στενοχώρια πού ἔχει. Γιατί πάει στό κέντρο τῆς διασκεδάσεως; Ἐπειδή δέν ἔχει χαρά, ἀλλά στενοχώριες καί λύπες. Πάει λοιπόν ἐκεῖ, γιά νά πετάξει ἀπό πάνω του τίς στενοχώριες καί τίς λύπες καί νά βρεῖ ἐκεῖ μέσα τήν χαρά.
Ἐδῶ εἶναι πού θά φώναζε ὁ Θεός ἀπό πάνω: «Ποῦ πᾶτε καί πετᾶτε τά χρήματά σας καί τόν κόπο σας; Ποῦ ζητᾶτε ν’ ἀποκτήσετε χαρά; Τί νομίζετε χαρά; Ἐκεῖνο πού βρίσκετε, ὅταν φθάνετε σέ μία κατάσταση ἔξαλλη; Ἐκεῖνο πού σᾶς δίνει τό φτηνό πανηγύρι, καί διαρκεῖ ὅσο εἴσαστε κεῖ μέσα; Ὅταν φύγετε ἀπό ἐκεῖ, ἀπό τό κέντρο τῆς διασκεδάσεως, πού εἴτε πίνει ὁ μεγάλος, εἴτε χορεύει καί τραγουδάει ὁ μικρός, ἔχετε τίποτε μέσα στήν ψυχή σας; Χορτάσατε;»
Ἅμα τό φιλοσοφήσομε θά ποῦμε: Μηδέν, μηδέν, τίποτε.
Ὑπῆρξε ἕνας ἄνθρωπος πολύ δυνατός. Εἶχε χρήματα πολλά. Ἦταν νέος, ἦταν ἔξυπνος, ἦταν σοφός. Ὁ βασιλιάς Σολομών. Ὁ γυιός τοῦ προφήτη Δαυΐδ. Αὐτός φρόντισε νά ἀποκτήσει χρήματα πολλά, νά διασκεδάσει πολύ, νά μάθει τά πάντα. Ἀλλά στό τέλος γράφει σ’ ἕνα βιβλίο του, πού λέγεται «ὁ Ἐκκλησιαστής»: «Βρέ παιδάκι μου, νόμισα πώς ἅμα γλεντήσω θά χορτάσω ἀλλά τίποτε. Ματαιότης ματαιοτήτων». Μιά τρύπα στό νερό ἔκανα, λέει. Τί κατάλαβα; Χαρά δέν ἀπόκτησα. Ἡδονή γιά λίγο ναί. Ἀλλά εὐτυχία δέν βρῆκα. Ὅλα εἶναι κούφια. Δέν προσφέρουν στόν ἄνθρωπο τίποτε.
Ὅλοι ἔχομε πάει στό σχολεῖο. Ἐκεῖ μαθαίνουμε καί ἀλήθειες ἀλλά μαθαίνουμε καί ψέματα. Μία ἀλήθεια λέει: «Δύο καί δύο κάνουν τέσσερα». Ὅπως λοιπόν, δύο καί δύο κάνουν τέσσερα, ἔτσι καί δύο πλήν δύο κάνουν μηδέν. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, λέει ἕνας σοφός ἄνθρωπος μέ πεῖρα, πού φιλοσόφησε ἐπάνω στή ζωή, ἰσχύει:
«Ὑλικά ἀγαθά, ὅσα θέλεις βάλε, πλήν Θεός. Όταν λείπει ὁ Θεός, ἴσον μιζέρια, δυστυχία καί ταλαιπωρία. Ὑλικά ἀγαθά, εἴτε λίγα εἶναι εἴτε πολλά σύν Θεός ἴσον χαρά καί εἰρήνη καί εὐτυχία.»
Ἕνας μεγάλος ἀμερικανός παιδαγωγός καί κοινωνιολόγος σοφώτατος ἄνθρωπος, ἔχει γράψει πολλά ὡραῖα, φιλοσοφημένα καί ψυχολογημένα πράγματα. Λέγει λοιπόν σ’ ἕνα σημεῖο: «Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νά βρεῖ χρήματα, τιμή, διασκέδαση, χαρά. Ἀγωνίζεται, σκοτώνεται, τόν πιάνει ἄγχος καί ταλαιπωρία νά τά βρεῖ. Νομίζει πώς αὐτά φτάνουν. Ἀλλά παθαίνει ἕνα φιάσκο. Παθαίνει τήν χειρότερη ἀπογοήτευση στή ζωή του. Ξέρετε πότε; Ἄν συναντήσει ἕναν ἄνθρωπο πού δέν ἐνδιαφέρεται οὔτε γιά δόξα, οὔτε γιά χρήματα, οὔτε γιά διασκέδαση. Τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ὁ πιό φτωχός ἄνθρωπος τοῦ κόσμου».
3. Ὅταν μιλοῦν τά γεγονότα
Νά θυμηθοῦμε ἕνα δικό μας. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, εἶχε γίνει κοσμοκράτορας. Μιά ἡμέρα συνάντησε τόν φιλόσοφο Διογένη. Καί τοῦ λέει:
_Πές μου Διογένη, τί θέλεις νά σοῦ δώσω. Ὅτι νά ζητήσεις στό χέρι μου εἶναι. Γιατί σέ ἐξετίμησα, εἶσαι καλός ἄνθρωπος καί σοφός.
Τοῦ λέει ὁ Διογένης:
_Μή μοῦ παίρνεις ἐκεῖνο πού δέν μπορεῖς νά μοῦ δώσεις καί ἄσε τά παραπέρα.
Θαύμασε ὁ Ἀλέξανδρος. «Μή μοῦ παίρνεις ἐκεῖνο πού δέν μπορεῖς νά μοῦ δώσεις καί ἄσ’ τίς ἐξυπνάδες ὅτι θά μοῦ δώσεις ἄλλα».
_Τί θέλεις νά πεῖς; τοῦ λέει.
_Κάνε παραπέρα μοῦ κόβεις τόν ἥλιο, τοῦ λέει.
Καθόταν στόν ἥλιο καί λιαζόταν ὁ φιλόσοφος. «Κάνε παραπέρα μή μοῦ κόβεις τόν ἥλιο καί ἄσε με ἥσυχο μέ τά δῶρα σου».
Κούνησε τό κεφάλι του ὁ μέγας Ἀλέξανδρος ὁ κοσμοκράτωρ, πού ὅτι ἤθελε ἔκανε. Ὅτι ζητοῦσε τό ἔβρισκε. Ἀκόμη καί φαιά οὐσία ἄν δέν εἶχε ὁ ἴδιος, εὕρισκε. Γιατί –ὅπως γίνεται καί σήμερα- ἔβαζε ἄλλους καί τοῦ ἔδιναν φαιά οὐσία ἀπό τό μυαλό τους. Ἔμεινε λοιπόν κατάπληκτος ὁ Ἀλέξανδρος. Βρῆκε τόν ἄνθρωπο πού τοῦ ἀπέδειξε ὅτι ἦταν φτωχός. Καί εἶπε: «Ἄν δέν ἤμουν Ἀλέξανδρος, θά ἤθελα νά εἶμαι Διογένης».
Κάποιος κεφαλαιοκράτης ἀπό ἐκείνους πού δέν ξέρουν τί ἔχουν, πῆγε στήν Λαπωνία. Στό βόρειο Πόλο. Ἐκεῖ εἶδε κάτι φτωχούς ἀνθρώπους, νά τυλίγονται μέ κουβέρτες καί δέρματα καί νά κυνηγοῦν φώκιες καί ψάρια μέσα στούς πάγους. Λέει ὁ πλούσιος: «Θεέ μου, σέ τέτοιο τόπο καί μέ τέτοιες συνθῆκες ἀγωνίζονται οἱ ἄνθρωποι αὐτοί νά βροῦνε χαρά καί εὐτυχία;»
Ὅμως τά πράγματα δέν ἦταν ἔτσι. Γιατί μπορεῖ ἕνας Λάπων, κυνηγώντας τίς φώκιες, νά εἶναι γεμάτος ἀπό χαρά, εἰρήνη καί εὐτυχία. Γιατί ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ εὐτυχία, δέν εἶναι ἀπόκτημα οὔτε τοῦ χρήματος, οὔτε τῆς ἐξυπνάδας. Ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη εἶναι δῶρα τοῦ Χριστοῦ. Ζεῖς κοντά στό Θεό; Θά σοῦ δώσει καί χαρά καί εἰρήνη. Ὅσο πιό κοντά ζεῖς στόν Χριστό, τόσο πιό πολύ θά σοῦ δώσει χαρά καί εἰρήνη. Καί ὅσο πιό μακρυά ζεῖς, θά τήν κυνηγᾶς τήν χαρά καί τήν εἰρήνη, ἀλλά ποτέ δέν θά τίς φτάνεις. Ὅπως δέν μπορεῖς νά φτάσεις τόν ἴσκιο σου, ὅσο καί ἄν τρέχεις ξωπίσω του.
4. Θεία Εὐχαριστία, πηγή εὐτυχίας
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, δημιουργός τοῦ κόσμου, σωτήρας καί λυτρωτής τοῦ κόσμου, ἔδωσε τά πολυτιμότερα ἀγαθά, τά πιό ἀναγκαῖα γιά τή ζωή μας, φτηνά. Τί πολυτιμότερο ἀπό τόν ἀέρα; Τί πολυτιμότερο ἀπό τό νερό; Ἄς λείψουν γιά λίγο καί τότε βλέπομε.
Ἀλλά καί τί πολυτιμότερο ἀπό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν ἀγάπη του, ἀπό τήν προστασία του. Τί γίνεται χωρίς ἀγάπη καί στοργή; Διαβάζουμε ἐφημερίδες… Τί τραγωδία βασιλεύει στόν κόσμο! Ἀπό τί; Ἀπό τό ὅτι ὑπάρχει ἐγκληματικότητα. Γιατί ὑπάρχει ἐγκληματικότητα; Γιά ἕνα καί μοναδικό λόγο, λένε οἱ κοινωνιολόγοι. Γιατί δέν ὑπάρχει στοργή καί ἀγάπη. Μή ἔχοντας τά παιδιά στοργή καί ἀγάπη ἀπό τόν πατέρα καί τήν μητέρα τους καί μάλιστα ὅταν εἶναι παιδιά διαλελυμένων οἰκογενειῶν, στρέφεται ἡ καρδιά τους στό κακό καί στήν περιπέτεια. Καί γίνονται αὐτά τά παιδιά μέ τήν συμπεριφορά τους, ἐκδίκηση ἐναντίον τῆς κοινωνίας πού τά ἔκανε δυστυχισμένα. Κάνουν φόνους, ἐγκλήματα, παληανθρωπιές κτλ.
Ὁ Χριστός μᾶς δίνει πλούσια τήν στοργή του καί τήν ἀγάπη του.
Καί γιά νά μᾶς τήν δείξει, κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί γιά χάρη μας δέχθηκε νά χτυπηθεῖ, νά τόν βρίζουν, νά τόν κακοποιήσουν καί στό τέλος γιά μᾶς καί γιά τή σωτηρία μας σταυρώθηκε. Πέθανε καί κατέβηκε στόν Ἅδη. Ἀλλά ἀφοῦ σταυρώθηκε, μᾶς ἔδωσε ἕνα φάρμακο. Φάρμακο ἐναντίον τῆς δυστυχίας. Εἶναι τό σῶμα του καί τό αἷμα του. Ἐκεῖνος πού θά ἐκτιμήσει τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί πηγαίνει καί κοινωνεῖ τακτικά, ὁ ἄνθρωπος αὐτός γεμίζει ἀπό εἰρήνη καί ἀπό χαρά.
Ὅποιος δοκιμάσει τήν γλυκύτητα τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἁγίου σώματός του, γεμίζει ἡ καρδιά του μέ εἰρήνη καί μέ χαρά. Γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς εἰρήνης. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ εὐτυχία. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς αἰώνιας ζωῆς, ὁ σωτήρας μας καί ὁ λυτρωτής μας.
5. Μακαριότητα καί παραχάραξη
Γιατί εἶπε τήν παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου ὁ Κύριος;
Γιά νά βγάλει τό συμπέρασμα πού ἀκούσαμε: «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Ὁ ἄφρων πλούσιος, ὄχι μόνο δέν χόρτασε τήν καρδιά του, (ὄχι τήν κοιλιά του, γιά τήν καρδιά του λέμε), ἀλλά τήν ὥρα πού εἶχε μαζέψει τά ἀγαθά του, τοῦ φώναξε ὁ Θεός: «Σήμερα θά σοῦ πάρουν τήν ψυχή· αὐτά πού μάζεψες σέ ποιόν θά μείνουν;» Αὐτά πού λαχτάρησες νά μαζέψεις, ποῦ θά μείνουν. Ἔτσι λέει ὁ Χριστός, θά τήν πάθει, θά μείνει μπουκάλα ἀπό ἐκεῖνα πού λαχτάρησε, ὁ κάθε ἄνθρωπος πού θέλει νά πλουτήσει γιά τόν ἑαυτό του. Ὁ φαταούλας. «Καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Τό σωστό εἶναι νά κανονίσουμε νά πλουτίσουμε κατά Θεόν. Σέ κεῖνα πού ὁ Θεός ἐκτιμᾶ. Σέ κεῖνα πού ὁ Θεός χορηγεῖ. Σέ κεῖνα πού μᾶς λέγει ὅτι εἶναι πηγή χαρᾶς καί εὐτυχίας.
Πηγή χαρᾶς καί εὐτυχίας εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἔλεγε ὁ Χριστός: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Τί σημαίνει «μακάριοι»; Εὐτυχισμένοι. Εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν ταπείνωση καί φέρονται μέ καλωσύνη.
«Μακάριοι οἱ πραεῖς». Ἐκεῖνοι πού δέν ἀφήνουν τόν ἑαυτό τους νά θυμώνει καί νά ὀργίζεται ἐναντίον τῶν ἄλλων.
«Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί».
«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες». Εὐτυχισμένοι ἐκεῖνοι πού πενθοῦν, ὄχι μόνο γιά τούς πεθαμένους τους, ἀλλά γιά τό κακό πού ὑπάρχει στόν κόσμο. Καί λένε: «Θεέ μου, λιγόστεψε τό κακό ἐπάνω στόν κόσμο». Αὐτοί εἶναι εὐτυχισμένοι γιατί κατάλαβαν ποιά εἶναι ἡ πραγματική δυστυχία.
«Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ». Ἐκεῖνοι πού δέν λέρωσαν τήν καρδιά τους μέ βρώμικες πράξεις, μέ βρώμικες ἐπιθυμίες, μέ βρώμικα λόγια.
Καί μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού διώκωνται γιά τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία εἶναι νά αἰσθανθεῖ κανείς τόν ἑαυτό του ὅτι διώκεται γιά τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἐδιώχθη ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔτσι ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἔτσι ὁ ἅγιος Δημήτριος καί ἔτσι οἱ ἅγιοι μάρτυρες. Καί ἔγιναν πιό εὐτυχισμένοι ἀπό τούς εὐτυχισμένους ὅλου τοῦ κόσμου.
Θά τελειώσουμε μέ μιά διήγηση:
Κάποια φορά, εἶχε καλέσει ἕνας πλούσιος ἕνα παπᾶ στό σπίτι του. Ἀφοῦ τόν κέρασε, τόν ἀνέβασε στήν ταράτσα του. Εἶχε ψηλό σπίτι καί ἄρχισε νά τοῦ δείχνει.
_Παππούλη, τοῦ λέει. Νά δεῖς τί ὡραῖα τά κατάφερα ἐγώ… Μέχρι κεῖ πέρα πού φτάνει τό μάτι σου, εἶναι ὅλα δικά μου.
_Μπράβο, μπράβο, τοῦ λέει ὁ παπᾶς.
Γυρίζει ἔπειτα ἀλλοῦ.
_Καί μέχρι κεῖ κάτω μακρυά, ὅλα εἶναι δικά μου. Καί ἀπό ἐκείνη τήν πλευρά καί ἀπό τήν ἄλλη, ὅλα δικά μου παππούλη, ὅλα δικά μου.
Ὁ παπᾶς κουνοῦσε τό κεφάλι του καί τοῦ ἔλεγε:
_Μπράβο, μπράβο, πολύ ὡραῖα.
Ἀφοῦ λοιπόν τελείωσε τοῦ λέει ὁ παπᾶς.
_Νά σοῦ κάνω τώρα μιά ἐρώτηση καί ἐγώ.
_Ὅτι θέλεις παππούλη.
_Κατά κεῖ τοῦ λέει, πόσα ἔχεις;
Καί τοῦ ἔδειξε τόν οὐρανό.
Συννέφιασε ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἄκουσε τό «κατά κεῖ». Αἰσθάνθηκε ὀδύνη, γιατί τοῦ ἔδειξε ὁ παπᾶς ὅτι βλέπει μόνο ἕνα πόντο μακρυά ἀπό τήν μύτη του. Ἔσκυψε τό κεφάλι καί εἶπε:
_Ἔχεις δίκιο παππούλη. Δέν ἔχω τίποτε κατά κεῖ.
Τοῦ λέει ὁ παπᾶς.
_Δέν φροντίζεις νά ἀποκτήσεις καϋμένε καί κατά κεῖ πάνω λίγα; Νά σοῦ πῶ καί κάτι. Κατά δῶ καί κατά κεῖ, μπορεῖ νά λιγοστέψουν τά χτήματα καί κάποια ἡμέρα ὁπωσδήποτε θά χαθοῦν ὅλα. «Ἐπελθών γάρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». Τά κατά πάνω ὅμως δέν χάνονται ποτέ.
6. Νά ἡ μεγάλη φιλοσοφία
Ἔχομε χρέος νά εἴμαστε ὀλιγαρκεῖς στόν ἑαυτό μας. Νά μποροῦμε νά εἴμαστε εὐτυχισμένοι μέ τό φτωχό φαγητό, τό ἴδιο ὅπως θά εἴμαστε καί μέ τό πλούσιο. Νά δοξάζομε τόν Χριστό γιά τό φτωχικό μας, ὅπως θά τόν δοξάζαμε ἄν εἴχαμε ἀποκτήσει παλάτι.
Νά εἴμαστε εὐχαριστημένοι καί νά ζητοῦμε πρῶτον τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί μετά τά ἄλλα.
Ἔχομε βέβαια ὑποχρέωση, ἔχοντας πάντα αὐτό τό πνευματικό φρόνημα, νά κάνομε ὅ,τι καλύτερο μποροῦμε γιά τά παιδιά μας καί γιά τήν οἰκογένειά μας. Χωρίς ποτέ νά θεωροῦμε τά ὑλικά ἀγαθά εὐτυχία.
«Ὑλικά ἀγαθά πλήν Θεός, δυστυχία καί ταλαιπωρία».
«Ὑλικά ἀγαθά πολλά ἤ λίγα σύν Θεός, χαρά εἰρήνη καί εὐτυχία».
Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη φιλοσοφία. Ἔτσι ἀποκτιέται ἡ εἰρήνη καί ἡ εὐτυχία στήν παρούσα ζωή καί ἔτσι ἔχομε τήν καλύτερη ἐγγύηση γιά νά τίς κερδίσομε καί στήν μέλλουσα ζωή.
Αὐτά κήρυττε συνεχῶς ὁ μέγας καί τρισμακάριος πατέρας μας ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος λέει στίς διδαχές του: «Σᾶς εὔχομαι ἀγαπητοί μου ἀδελφοί ὁ Θεός νά πληθαίνει τά ἀγαθά σας. Νά σᾶς γεμίσει μέ χαρά καί μέ εἰρήνη σ’ αὐτή τή ζωή καί νά σᾶς χαρίσει καί τήν μέλλουσα χαρά καί εἰρήνη στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιά νά εὐφραίνεστε πάντοτε μαζί Του. Μαζί μέ τήν Μητέρα Του, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, καί μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων». Ἀμήν.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)
Διασκευασμένη ὁμιλία του στην Παλ. Φιλιππιάδα ή στούς Κιρκιζάτες τήν 19/11/1995