Κυριακή Δ’ Λουκά: Παραβολή του σπορέως

† Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom

Πόσο οἰκεία, καὶ πόσο ἁπλή μᾶς φαίνεται ἡ σημερινὴ Παραβολὴ τοῦ σπόρου καὶ τοῦ σπορέως· καὶ ὅμως πόσο σχετικὴ εἶναι μέ μᾶς, πόσο περισσότερο θὰ πρέπει νὰ τὴν σκεφτοῦμε. Λησμονοῦμε τὴν εἰκόνα τοῦ σπορέα καὶ τοῦ σπόρου, ὅπως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν παραβολή, δὲν βλέπουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ νὰ περπατάει στοὺς δρόμους καὶ τὰ μονοπάτια τῆς Γαλιλαίας καὶ τῆς Ἰουδαίας· καὶ παντοῦ ὅπου πῆγε, οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἐπειδὴ εἶχαν ἀκούσει, ὅπως εἶχε ἀκούσει ὁ Τυφλός, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλάει ὁ Ἀπόστολος Μάρκος, ὅτι ἦταν Δάσκαλος, ὅτι τὰ λόγια του ἦταν ἀληθινά, ὅτι ἔφεραν τὴν δύναμη τῆς ζωῆς.

Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἦρθαν καὶ γέμισαν τοὺς δρόμους καὶ ἄκουσαν. Κάποιοι ἦταν ἕτοιμοι γιὰ τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας· κάποιοι ἀγωνιοῦσαν, καὶ ἔκαναν στὸν ἑαυτὸ τους ἐρωτήσεις ποὺ μέχρι τότε κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει. Ἀλλὰ ἦλθαν ἄλλοι ἄνθρωποι, ὅπως τόσοι πολλοὶ ἔρχονται τώρα σ’ ἕναν ἱερέα, σ’ ἕναν εὐαγγελιστή, σ’ ἕναν ἡγέτη ὁποιασδήποτε παράταξης, ἦλθαν νὰ δοῦν ἕνα ἄνθρωπο ποὺ κάποιος τοὺς μίλησε γι’ αὐτόν, ν’ ἀκούσουν τί εἶχε νὰ πεῖ. Δὲν ἀπαντοῦσε σὲ καμία ἀπὸ τὶς ἐρωτήσεις τους, δὲν ἱκανοποιοῦσε καμία ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τους, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦν κάποιον ποὺ ἦταν ξεχωριστός, κάποιον μοναδικὸ γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἄκουσαν τὸν λόγο Του, ἀλλὰ δὲν τὸν κράτησαν μέσα τους, τὸν βρῆκαν ὄμορφο, ἀληθινὸ – ἀλλὰ δὲν πῆγαν πιὸ πέρα. Ἄκουσαν λόγια, δὲν ἄκουσαν τὴν κραυγὴ τῆς ψυχῆς τους ποὺ πεινοῦσε γιὰ λόγο ἀληθείας.

Ἔτσι ὅταν Ἐκεῖνος εἶχε διαβεῖ, ὅλοι ἐπέστρεψαν στὶς συνηθισμένες τους ἀσχολίες, στὴν κανονική τους ζωή. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν πάει στὸ σπίτι καὶ νὰ ἔχουν ἐπαναλάβει αὐτὰ τὰ λόγια, λέγοντας: «Δὲν ἦταν θαυμάσια; Δὲν μίλησε ὡραία;» – καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψαν στὴν συνηθισμένη, καθημερινὴ ζωή τους…

Ἄλλοι ποὺ στάθηκαν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, δέχτηκαν τὸ μήνυμα μὲ συγκίνηση, κάτι ἀναδεύτηκε στὴν καρδιά, στὸ μυαλό τους, τοὺς ἔδωσε ἀπάντηση σὲ κάτι. Καὶ τὸ δέχτηκαν, τὸ ἀγκαλίασαν, καὶ ἐπέστρεψαν στὴν οἰκία τους· ἀλλὰ τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν ἦταν πιὰ στὸν δρόμο, τοὺς κυρίευσαν οἱ ἀνησυχίες τοῦ σπιτιοῦ τους: ὑπῆρχαν τόσα πράγματα στὴν ζωή τους νὰ κάνουν, νὰ σκεφτοῦν, δὲν ὑπῆρχε καιρὸς νὰ συλλογιστοῦν ξανὰ καὶ ξανὰ τὰ λόγια ποὺ εἶχαν ἀκούσει, δὲν ὑπῆρχε καιρὸς νὰ καθίσουν μὲ ἠρεμία καὶ νὰ φανταστοῦν τὸ πρόσωπο ποὺ εἶχαν δεῖ, νὰ ξαναθυμηθοῦν τὴν φωνὴ ποὺ εἶχαν ἀκούσει.

Ὑπάρχει ἄλλη μία παραβολὴ ποὺ μιλᾶ γιὰ ἐκείνους ποὺ εἶχαν κληθεῖ στὸ Γαμήλιο Βασιλικὸ Δεῖπνο: ἄκουσαν τὸ κάλεσμα, ἤξεραν ὅτι εἶχαν κληθεῖ προσωπικὰ – ἀλλὰ μπόρεσαν νὰ πᾶνε; Ὁ ἕνας εἶχε ἀγοράσει ἕναν ἀγρό, ἦταν ριζωμένος σ’ αὐτόν, δεμένος μὲ αὐτόν, φυλακισμένος· ἄλλοι εἶχαν ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια – ἔπρεπε νὰ τὰ δοκιμάσουν, ἔπρεπε κάτι νὰ κάνουν στὴ ζωή, ἕνα ἐπάγγελμα, μία ἐργασία- ἢ ἁπλὰ κάτι ποὺ ἐπειδὴ ἀφορᾶ τὴν προσωπική μας ζωή, ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία, ὅπως ἡ τελευταία περίπτωση ἐκείνου ποὺ εἶχε παντρευτεῖ- πῶς μποροῦσε νὰ ξοδέψει χρόνο γιὰ κάποιον ἄλλον;

Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δέχονται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν δέχονται ἀληθινὰ στὴν καρδιά τους, ἀλλὰ ὑπάρχουν τόσα πολλὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σημασία – θὰ τὸ κάνουμε αὔριο, ἤ, ἂν μπορούσαμε μοναχὰ νὰ ἀλλάζαμε τὸ μήνυμα τοῦ Κυρίου μὲ ἕνα πιὸ ἐφικτό, πιὸ ἁπλό, νὰ μὴν εἶναι τόσο ἀπόλυτο ὅσο αὐτό.

Καὶ ἔπειτα, ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ πλούσια γῆ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ λάβει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας, δέχονται τὸν σπόρο καὶ καρποφοροῦν. Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἦταν ἁπλὰ καλύτεροι ἄνθρωποι, πιθανὸν δὲν ἦταν καλύτεροι· ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν ἕνα ἐρώτημα στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά, ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν καημό, ποὺ ἡ καθημερινὴ ζωὴ τους ἦταν πολὺ περιορισμένη, μικρή, ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν συναίσθηση ὅτι ἡ ψυχὴ τους εἶναι ἀπέραντη, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ ἀσήμαντα τῆς καθημερινότητας– οὔτε κἄν ἀπὸ τὰ εὐγενικὰ καὶ καλὰ πράγματα τῆς ζωῆς: ἀποδέχτηκαν τὸ μήνυμα βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά τους, καὶ αὐτὸ ἐπειδὴ ἔδωσε ἀπάντηση στὶς ἀνάγκες τους, ἡ ζωὴ τους καρποφόρησε.

Τώρα ἂς τὸ ἐφαρμόσουμε στὴν δική μας ζωή· πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς ἀκοῦν τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, τὰ λόγια τοῦ κηρύγματος, μελετοῦν βιβλία ἐνδιαφέροντα μὲ βάθος καὶ τὰ διατηροῦν στὴ μνήμη τους, τὰ χαίρονται- ἀλλὰ μέχρι ἐκεῖ· μποροῦν νὰ τὰ ἐπαναλάβουν, νὰ τὰ μεταδώσουν στοὺς ἄλλους,- ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ὅλο.

Καὶ ὑπάρχουν τόσοι πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ ἔλαβαν τὸ μήνυμα μὲ ἐνθουσιασμό, μὲ πάθος, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι πράγματι ἡ ἀπάντηση στὴν λαχτάρα, τὴν πείνα, τὸ μεγαλεῖο ποὺ ὑπάρχει μέσα μας· ἀλλ’ ὅμως ἡ ζωὴ εἶναι τόσο σύνθετη, ἔχουμε τόσα πράγματα νὰ κάνουμε! Καὶ σ’ ὅλη τούτη τὴν πολυπλοκότητα καὶ τὸ καθημερινὸ «γίγνεσθαι», τὰ λόγια ποὺ ἀκούσαμε, παραμερίζονται- γιὰ μιὰ ἄλλη μέρα, γιὰ μιὰ ἄλλη φορά, ὅταν θὰ εἶμαι ἀρκετὰ μεγάλος γιὰ νὰ ἔχω ὁποιεσδήποτε ἀνησυχίες: τότε θὰ μπορῶ νὰ στραφῶ πίσω καὶ νὰ θυμηθῶ ἐκείνη τὴν λαμπρὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ζωὴ ξεδίπλωσε ὅλο τὸ μεγαλεῖο της..- τὴν κρατῶ στὴν μνήμη μου!

Τί συμβαίνει μέ μᾶς, δεχόμαστε τὸ μήνυμα καὶ αὐτὸ καρποφορεῖ μέσα μας;

Πῶς μπορεῖ τὸ μήνυμα νὰ μᾶς ἀγγίξει; Θυμᾶμαι ἕναν Ρῶσο ἱερέα νὰ μοῦ λέει· «μελετῶ καθημερινὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πολὺ σπάνια ἡ ζωή μου ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτό. Ἀλλὰ τὸ μελετάω καθημερινὰ γιατί δὲν γνωρίζω ποτὲ κατὰ πόσο σήμερα, αὔριο ἢ κάποια ἄλλη ἡμέρα θὰ εἶμαι ἡ ἄγονη πλευρὰ τοῦ δρόμου ἢ τὰ ἀγριόχορτα, κατὰ πόσο τοῦτος ὁ λόγος θὰ πέσει σὲ ἕνα μικρὸ κομμάτι γῆς μέσα μου, ἱκανὸ νὰ τὸν δεχτεῖ καὶ νὰ φέρει καρπούς».

Δὲν εἶναι τόσο ἁπλό, τόσο ἐνθαρρυντικό; Ὅλοι μας βρισκόμαστε καὶ στὶς τρεῖς περιπτώσεις ποὺ περιγράφονται στὴν παραβολὴ τοῦ Εὐαγγελίου· ἀλλὰ ἐὰν δώσουμε μιὰ εὐκαιρία στὸν Κύριο ποὺ μιλάει, στὸν Κύριο ποὺ διαβαίνει ἀπὸ τὴν ζωή μας, ποὺ κρούει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας – ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ θὰ δεχτοῦμε τὸ μήνυμα μὲ χαρά· μὲ τὸν καιρό, θὰ φθάσει στὸ βάθος τῆς καρδιά μας, στὸν πυρήνα τῆς ζωῆς μας καὶ θὰ εἶναι ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ τὴν ἀλλάξει.

Ἑπομένως, ἂς ἀκοῦμε μέρα μὲ τὴ μέρα τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου· ἂς ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τῆς συνείδησής μας, ἂς ἀκοῦμε τί μᾶς λέει ὁ βαθύτερος ἐαυτός μας γιὰ τὴν ζωή, τὴν ἀλήθεια, τὴν πραγματικότητα· καὶ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, θὰ ἔχουμε τὸ γόνιμο ἔδαφος ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ φέρει καρπούς.

Αὐτὴ ἡ παραβολή, ἡ τόσο ἁπλή, ἡ τόσο ξεκάθαρη, ἂν μοναχὰ τὴν ἐφαρμόσουμε, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ξεκίνημα μιᾶς νέας ζωῆς. Ἀμήν.