Κυριακή Ζ΄ Λουκᾶ. Ἡ ἀνάστασις τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου

† Μακαριστός π. Συμεών Κραγιόπουλος

Λουκ. 8, 41-56

Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή ἀναφέρει δύο θαύματα τοῦ Κυρίου, τό ἕνα πού θεράπευσε τήν αἱμορροοῦσα, τό ἄλλο πού ἀνέστησε τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου.

Καί θά παρακαλέσω τήν ἀγάπη σας νά προσέξουμε μαζί πάλι κάποια σημεῖα τῆς ὅλης περικοπῆς, γιά νά λάβουμε τήν ὠφέλεια πού ὁ Κύριος θέλει καί σήμερα νά μᾶς δώσει.

Καί στίς δύο αὐτές περιπτώσεις, βλέπουμε ἀκόμη μιά φορά ὅτι ὁ Κύριος δίδει τελικά στόν καθένα ὅ,τι ζητήσει.

Ὁ Ἰάειρος ζητάει τήν θεραπεία τῆς θυγατέρας του καί παρά τό ὅτι τά πράγματα ὄχι ἁπλῶς χειροτέρευσαν ἀπ᾿ τή στιγμή πού ὁ Κύριος ξεκίνησε νά πάει στό σπίτι γιά νά θεραπεύσει τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου, ὄχι ἁπλῶς χειροτέρευσαν ἀλλά πέθανε ἡ κόρη, ὅμως τελικά ὁ Κύριος τήν ἀνέστησε. Καί ἡ αἱμορροοῦσα ζητεῖ καί αὐτή νά θεραπευθεῖ ἀπό τήν μάστιγα, ἀπό τήν ἀσθένειά της, καί θεραπεύεται.

Καί στόν ἕνα ὁ Κύριος δίνει αὐτό πού ζητάει καί στήν ἄλλη ἐπίσης δίνει αὐτό πού ζητάει. Καί τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου ἀνασταίνει καί τήν αἱμορροοῦσα θεραπεύει, ἀλλά ὅμως αὐτό γίνεται ἀκριβῶς, διότι καί οἱ δύο τρέχουν καί ζητοῦν αὐτό πού τόσο τό θέλουν, αὐτό πού ἔχουν ἀνάγκη, τό ζητοῦν μέ πίστη καί θά ἔλεγε κανείς κατά ἕνα εἰδικό τρόπο.

Στήν αἱμορροοῦσα ὁ Κύριος εἶπε «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (στ. 48). Καί στόν Ἰάειρο, ὅταν ἦρθαν καί τοῦ ἀνήγγειλαν «τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον» ὁ Κύριος τοῦ εἶπε «μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε καὶ σωθήσεται» (στ. 49-50). Καί στό σημεῖο αὐτό καλό εἶναι νομίζω νά θυμηθοῦμε αὐτά πού εἴπαμε χθές ἐξ ἀφορμῆς τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἄν θέλετε καί ἐξ ἀφορμῆς τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Νέστορος, πού γιορτάζουμε σήμερα.

Λέγαμε χθές ὅτι ἐάν κανείς δεῖ τήν ὅλη πνευματική ζωή, τήν χριστιανική ζωή πού πρέπει νά ζήσει καί ὅτι ἐνδέχεται νά ἔρθουν ἔτσι τά πράγματα καί νά μαρτυρήσει ἀκόμη, ἐάν τά ἀντιμετωπίσει αὐτά σάν ἕνας κοινός ἄνθρωπος μέ τήν συνηθισμένη σκέψη πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, θά τρομάξει καί θά πεῖ ῾῾δέν ξέρω τί ἔκαναν ἄλλοι ἀλλά ἐγώ δέν μπορῶ᾿᾿. Ὄχι μόνον τρομάζει κανείς μπροστά στό μαρτύριο, ἀλλά τρομάζει ἀκόμη καί μπροστά σ᾿ ὅλα αὐτά πού πρέπει νά κάνει, γιά νά ζήσει πνευματικά, νά ζήσει κατά Χριστόν.

Καί εἴπαμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κάνει τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε καί τό μαρτύριο νά μή φοβᾶται καί ὅποιες ἄλλες δυσκολίες χρειάζεται νά ὑποστεῖ, νά σηκώσει, νά τίς ξεπεράσει προκειμένου νά ζήσει τήν πνευματική ζωή, τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Δέν μποροῦν νά γίνουν αὐτά μέ τίς δυνάμεις τίς ἀνθρώπινες. Τρομάζει ὁ ἄνθρωπος καί μόνο πού τά ἀκούει, καί μόνο πού τά διαισθάνεται, πολύ περισσότερο νά τά πλησιάσει. Ὁ Κύριος κάνει τόν ἄνθρωπο ἄξιο νά ζήσει τήν κατά Χριστόν ζωή, ἀκόμη καί νά μαρτυρήσει, ὅπως τό βλέπουμε σ᾿ ὅλες τίς περιπτώσεις τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί στήν περίπτωση τῶν μεγαλομαρτύρων Δημητρίου καί Νέστορος, τόν ὁποῖο γιορτάζουμε σήμερα.

{Τό θέμα εἶναι νά σέ βάλει στό χέρι του ὁ Θεός. Πίστη θά σοῦ δώσει Ἐκεῖνος}

Ἔτσι, θά λέγαμε ὅτι γιά νά ἔχει κανείς αὐτό πού πρέπει νά ἔχει καί νά τύχει τοῦ αἰτήματός του _ὅπως ἐδῶ ὁ Ἰάειρος ζητάει τήν θεραπεία τῆς κόρης του καί τελικά ἐνῶ πεθαίνει, ὁ Κύριος τήν ἀνασταίνει· καί γιά νά λάβει κανείς τήν θεραπεία ὅπως ἡ αἱμορροοῦσα, ἡ ὁποία ἔρχεται, πλησιάζει τόν Κύριο καί θεραπεύεται_ γιά νά ἔχει λοιπόν τήν προϋπόθεση πού χρειάζεται, δηλαδή τήν πίστη, καί πού χάρις σ᾿ αὐτήν θά λάβει ἐκεῖνο πού θά ζητήσει, πάλι καί αὐτό δέν εἶναι ἀνθρώπινο μόνο. Ὅση πίστη κι ἄν δείξει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι πολύ φτωχή. Φαίνεται _ἔτσι νομίζω_ τελικά πιστεύουν ἐκεῖνοι στούς ὁποίους ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δίνει πίστη. Βαθύτερα ἔχουνε κάποια κατάσταση ὅλοι αὐτοί, τά παίρνουν βαθύτερα τά πράγματα, εἶναι ἡ ὅλη στάση τους τέτοια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τό ὅλο δόσιμό τους στόν Θεό, πού ὁ Θεός τούς δίνει τήν ἀνάλογη πίστη. Καί ἔχουν λοιπόν αὐτήν τήν πίστη καί ζητοῦν ὅ,τι ζητοῦν καί τούς δίδεται.

Δέν εἶναι θέμα μόνο νά ζητᾶς, δέν εἶναι θέμα μόνο νά ἐπιθυμεῖς, πρέπει, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι, νά σέ βάλει στό χέρι του ὁ Θεός. Αὐτός θά σοῦ δώσει τήν πίστη πού πρέπει νά ἔχεις, γιά νά σοῦ δώσει τήν εὐλογία του. Αὐτός θά κάνει ἔτσι τήν ψυχή σου, πού νά εἶναι κατάλληλη νά δεχθεῖ τό δῶρο τῆς πίστεως καί στήν συνέχεια νά δεχθεῖ τό ὅποιο ἄλλο αἴτημα, ὅ,τι κι ἄν ζητήσει κανείς.

Πάντοτε μοῦ κάνουν ἐντύπωση τέτοια περιστατικά, ὅπως μιᾶς ἄλλης ἁγίας πού γιορτάζουμε σήμερα, τῆς ἁγίας Πρόκλης, συζύγου, λέει, τοῦ Πιλάτου. Ὁ Πιλάτος ἔβγαλε ἀπόφαση νά σταυρωθεῖ ὁ Χριστός καί δέν φαίνεται πουθενά νά μετανόησε, νά κατάλαβε τί ἔκανε· ἀλλά ἡ γυναίκα του ἡ ὁποία εἶχε κάποια σημάδια ἰδιαίτερα, ἀκόμη πρίν σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, τίς ὧρες ἐκεῖνες πού τόν δίκαζε ὁ σύζυγός της ὁ Πιλάτος, καί ἔστειλε _ἄν ἐνθυμούμεθα καλά ὅλοι μας_ τό μήνυμα ἐκεῖνο στόν Πιλάτο «μηδέν σοι καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ», μήν κάνεις τίποτε στόν ἄνθρωπο αὐτό, πολλά ἔπαθα καθόλην τήν διάρκεια τῆς νυκτός, ἕνεκα τούτου τοῦ θέματος (Ματθ. 27, 19.)· καί δέν ξέρουμε τί ἔπαθε ἡ σύζυγος τοῦ Πιλάτου, πῶς ἔγιναν τά πράγματα. Ἀλλά ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι γινόταν μέσα της ἐργασία, ὥστε αὐτή τελικά νά τοποθετηθεῖ ἔτσι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά δεχθεῖ τό δῶρο τῆς πίστεως καί ἀπό κεῖ καί πέρα ἔγινε τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε ἁγία. Μιά γυναίκα πού δέν εἶχε ἄλλα δεδομένα κατάλληλα, ἄς ποῦμε ἔτσι, ὄχι ἁπλῶς νά πιστεύσει, ἀλλά τελικά νά γίνει ἁγία. Καί ἔχουμε κι ἄλλες τέτοιες περιπτώσεις καί ἀπό πάντοτε μοῦ κάνουν ἐντύπωση.

Ἐπίσης, ὅπως ἡ σημερινή αὐτή περίπτωση τῆς ἁγίας Πρόκλης, ὅλα αὐτά τά θέματα, ὅλα αὐτά τά πράγματα εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο καί δέν εἶναι θέματα δικά μας, πού πολλοί ὅταν ἀποφασίζουν νά γίνουν τοῦ Χριστοῦ, νομίζουν ὅτι ἐπειδή θά κάνουν ἔτσι ἤ ἔτσι θά γίνουν τοῦ Χριστοῦ. Τό θέμα εἶναι τί θά δεῖ ὁ Κύριος βαθιά στήν ψυχή σου. Θά δεῖ εἰλικρίνεια, θά δεῖ εὐθύτητα, θά δεῖ ἀληθινό πόθο καί ἀληθινή ἐπιθυμία νά βρεῖς τόν Θεό, νά σέ βρεῖ ὁ Θεός, νά πιστεύσεις στόν Θεό, νά ἀνταποκριθεῖς στήν ἀγάπη του, νά τόν ἀκολουθήσεις, νά ἁγιασθεῖς; Ὅταν δεῖ αὐτό ὁ Κύριος, καί αὐτό ἄν ὑπάρχει βαθύτερα, φαίνεται καί στήν πράξη, ὅταν δεῖ αὐτό ὁ Κύριος, θά λέγαμε ἀπό κεῖ καί πέρα εἶναι δικό του θέμα. Αὐτός δίνει τήν πίστη, αὐτός δίνει ὅλο ἐκεῖνο πού χρειάζεται νά ὑπάρχει μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, γιά νά πιστεύσει κανείς ἀληθινά, νά ἀνταποκριθεῖ καί νά σωθεῖ. Πόσα χρόνια ἀκοῦμε αὐτά πού λέει τό Εὐαγγέλιο, τά ἀκοῦμε ὅλα αὐτά στήν ἐκκλησία πού πηγαίνουμε κάθε φορά, πόσα χρόνια ἀκοῦμε ὅπου ἀλλοῦ ἤ διαβάζουμε καί τελικά πόσοι περιτριγυρίζουν τόν Κύριο; Ὅπως λέει ὁ ἀπ. Πέτρος ὅταν εἶπε ὁ Κύριος ῾῾κάποιος μέ ἄγγιξε᾿᾿, ῾῾τί λές, Κύριε, σέ ἄγγιξε, ἐδῶ σέ συνθλίβουν οἱ ἄνθρωποι καί λές σέ ἄγγιξε;᾿᾿ ῾῾Ὄχι, μέ ἄγγιξε᾿᾿ (στ. 45) ἐπαναλαμβάνει ὁ Κύριος.

Πόσοι ἄς ποῦμε εἶναι γύρω ἀπό τόν Κύριο, ἀλλά μόνο αὐτή ἡ γυναίκα λαμβάνει αὐτό τό ὁποῖο θέλει, διότι αὐτή ἔχει πίστη· πάλι αὐτή τήν πίστη τῆς τήν ἔδωσε ὁ Θεός. Ἀλλά ἔχει ὡς ἄνθρωπος μέσα της αὐτό πού μπορεῖ νά καταθέσει ὁ ἄνθρωπος, πού μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος· τό ἔχει αὐτό καί τῆς δίνει τό δῶρο τῆς πίστεως καί στήν συνέχεια καί τό δῶρο τῆς θεραπείας.

Πόσοι καί πόσοι δείχνουμε ὅτι εἴμαστε εὐσεβεῖς, ὅτι εἴμαστε πιστοί, δείχνουμε ὅτι εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ καί κάνουμε διάφορα πράγματα. Ἀλλά πόσοι τελικά λαμβάνουν αὐτό πού θέλουν νά λάβουν καί πού τό δίνει ὁ Κύριος; Δέν ὑπάρχει τίποτε πού δέν τό δίνει, πού δέν μπορεῖ νά τό δώσει. Καί θεραπεία τοῦ σώματος δίνει καί θεραπεία τῆς ψυχῆς καί φωτισμό δίνει καί συγχώρηση καί καθαρότητα δίνει καί ἁγιασμό καί θέωση προσφέρει ὁ Κύριος στήν ψυχή ἐκείνη ἡ ὁποία θά τόν πιστεύσει, θά τόν ἀκολουθήσει, θά θελήσει εἰλικρινά καί τίμια νά ἀνταποκριθεῖ. Ὄχι μ᾿ αὐτές τίς πονηριές πού κάνουμε νά τά βολέψουμε καί ἀπό τή μιά πλευρά καί ἀπό τήν ἄλλη τά πράγματα καί τελικά κάνουμε καί τόν εὐσεβή. Τό ἕνα λοιπόν εἶναι αὐτό.

{Οἱ δωρεές τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εἶναι πραγματικότητες πού βιώνονται ἀπό τόν ἄνθρωπο}

Στή συνέχεια ἔρχεται τό ἄλλο· πρέπει νά μᾶς κάνουν ἐντύπωση αὐτά πού λέει ὁ Κύριος. «Ἐγώ κατάλαβα, λέει, ὅτι βγῆκε δύναμη ἀπό μένα, κάποιος μέ ἄγγιξε» (στ. 46). Καί φαίνεται ὅτι ὅταν μᾶς ἀγγίζει ὁ Κύριος, τό νιώθουμε ὅτι ἀγγίζουμε τόν Κύριο· ναί, ὅταν ἀγγίζουμε τόν Κύριο τό καταλαβαίνουμε ὅτι κάτι ἐξέρχεται ἀπό τόν Κύριο _ὅπως ἐδῶ στήν περίπτωση τῆς αἱμορροούσης_ ῾῾κατάλαβα, λέει ὁ Κύριος, ὅτι βγῆκε δύναμη ἀπό μένα καί πῆγε κάπου᾿᾿ καί πῆγε ὄντως στήν αἱμορροοῦσα καί τήν θεράπευσε. Δηλαδή κάτι δίνει ὁ Κύριος, δέν εἶναι αὐτά ἁπλῶς σκέψεις καλές ἤ φαντασιώσεις. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ, αὐτό πού δίνει ὁ Θεός εἶναι μιά πραγματικότητα καί πού κυρίως τήν βιώνει κανείς αὐτή τήν πραγματικότητα. Δέν εἶναι τόσο νά τή δεῖ ἤ νά τήν πιάσει, νά τή ψαχουλέψει, ἀλλά τή ζεῖ αὐτή τήν πραγματικότητα.

Ὅταν ἔρθει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο, τό νιώθει, τό αἰσθάνεται αὐτό. Καί τό νιώθει ὅτι ἔρχεται ἀπό τόν Κύριο, τό νιώθει κανείς ὅτι εἶναι κάτι ἄλλο, ὄχι ἀπ᾿ αὐτά πού ξέρει, τά διάφορα ἀνθρώπινα βιώματα, πού καί ἀνθρωπίνως κανείς μερικές φορές χαίρεται, ἔχει μιά εὐεξία, ἔχει μιά καλή διάθεση, μιά ἄν θέλετε πληρότητα ἀπό ψυχολογικῆς ἀπόψεως. Εἶναι καί αὐτά, ἀλλά ἀνθρώπινα· ὅπως τρώει κανείς τήν τροφή καί χορταίνει καί νιώθει ὅτι χόρτασε ἤ ζεσταίνεται κανείς καί τό νιώθει ὅτι ζεσταίνεται, μέ τήν καλή ἔννοια. Ὅταν κρυώνει ἤ δροσίζεται, ὅταν ἔχει ἀνάγκη νά δροσιστεῖ καί τό καταλαβαίνει κλπ. ἤ ἔχει ψυχολογικῆς φύσεως χαρές καί καλές καταστάσεις ἀλλά εἶναι ἀνθρώπινα αὐτά.

Ὅταν ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνεται κανείς αὐτήν τήν οὐράνια τροφή, αἰσθάνεται αὐτήν τήν οὐράνια ἐπίσκεψη, αἰσθάνεται αὐτήν τήν δύναμη· τό νιώθει κανείς ὅτι εἶναι θεϊκό, καί ἐξέρχεται ἀπό τόν Κύριο καί ἔρχεται στόν ἄνθρωπο, ἔρχεται στήν ψυχή, ὅπως ἐδῶ ἐξῆλθε ἡ δύναμη καί ἀμέσως θεράπευσε τήν γυναίκα, ἔληξε ἡ ἀσθένειά της. Καί καθώς εἶχε ἀπολαύσει τό ἀγαθό καί δέν μποροῦσε νά ξεφύγει, ἐνώπιον πάντων εἶπε τί τῆς συνέβη· ὅτι αὐτή ἦταν ἐκείνη ἡ ὁποία τόν ἀκούμπησε.

Πῶς τό κατάλαβε κι αὐτή; Τόσος κόσμος ἐκεῖ. Καί πῶς πῆγε τό μυαλό της, ὅτι αὐτήν ἐννοεῖ ὁ Κύριος, διότι δέν εἶπε ὅτι ῾῾μέ ἄγγιξε κάποια πού εἶχε αὐτό καί θεραπεύτηκε᾿᾿, ἁπλῶς ῾῾κάποιος μέ ἄγγιξε, κατάλαβα νά βγῆκε δύναμη᾿᾿ κι αὐτή τό ᾿πιασε ἀμέσως ὅτι ἦταν γι᾿ αὐτήν. Συνεννόηση πλήρης χωρίς καμιά ἄλλη ἰδιαίτερη ἐπικοινωνία· εἶναι ἡ μυστική αὐτή δύναμη πού βγαίνει ἀπό τόν Θεό καί δίδεται στόν ἄνθρωπο καί ἔχει κανείς ὄχι ἁπλῶς ἀπό ἀνθρώπινη πλευρά καί ἄν θέλετε ἐγκόσμια πλευρά κλπ. κάτι ὡραῖο καί καλό, ἀλλά εἶναι κάτι ἀπό τόν Θεό, πού εὐφραίνει τόν ἄνθρωπο, πού πληροῖ τόν ἄνθρωπο, πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο.

Λίγα δευτερόλεπτα, ἄν ἐπιτρέπεται νά τό ποῦμε ἔτσι, νά ἔχει κανείς ἕνα τέτοιο βίωμα, δέν δυσκολεύεται νά πεῖ ῾῾ἀξίζει, Θεέ μου, ἑκατοντάδες χρόνια νά πάθω ὅ,τι χρειάζεται νά πάθω, προκειμένου νά ἀπολαύσω ἔστω αὐτά τά λίγα δευτερόλεπτα τήν Χάρι σου᾿᾿. Τέτοια χαρά καί ἀγαλλίαση, τέτοια πληρότητα, τό κάτι ἄλλο δίδει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί μακάριος θά λέγαμε ἐκεῖνος πού ἔχει τακτικά τέτοια οὐράνια δῶρα καί ἔτσι ἐνδυναμώνεται περισσότερο ἡ πίστη καί ἐμπιστεύεται τήν ὅλη ψυχή του στόν Χριστό καί τελικά τόν ὁδηγεῖ ὁ Χριστός πού εἶναι καί ὁδός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τόν ὁδηγεῖ στήν αἰώνια βασιλεία του, στήν αἰώνια ζωή.

{«…καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανε». Ἡ φοβερή ῾῾ἀντινομία᾿᾿ στήν πίστη}

Νά δοῦμε ὅμως καί ἕνα ἀκόμη σημεῖο, αὐτό πού καί ἄλλη φορά τό προσέξαμε καί μᾶς ἔκανε ἐντύπωση· δέν μποροῦμε καί σήμερα νά τό προσπεράσουμε. Ἐπέστρεφε ὁ Κύριος ἀπό τά Γάδαρα στήν Γαλιλαία _ἔτσι ἀρχίζει_ καί ὁ ἑκατόνταρχος Ἰάειρος τόν συνάντησε καί τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἄρρωστη ἡ κόρη του· τόν θερμοπαρεκάλεσε ῾῾ἔλα στό σπίτι μου᾿᾿ (στ. 41) καί ξεκίνησε ὁ Κύριος νά πάει γιά νά τήν θεραπεύσει. Καθώς πήγαινε, καθ᾿ ὁδόν θεράπευσε τήν αἱμορροοῦσα καί ἔφθασε κάποτε στό σπίτι ἀλλά ἔτρεξαν ἀμέσως, πρίν κάν προλάβει ὁ Χριστός νά μπεῖ στό σπίτι, καί τοῦ λένε «μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον» (στ. 49), μήν τόν ἐνοχλεῖς, διότι πέθανε ἡ θυγάτηρ σου. Καί ὁ Κύριος εἶπε «μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.«

»Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν» (στ. 50-52). Ὅλοι ὅσοι ἦταν ἐκεῖ συγγενεῖς, γείτονες, ἔκλαιαν καί μέ κοπετούς. «Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε, οὐκ ἀπέθανε ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανε» (στ. 52). Καί ὅλοι γελοῦσαν μαζί του, τί εἶναι αὐτά πού τούς λέει, αὐτοί εἴδανε μέ τά ἴδια τους τά μάτια ὅτι πέθανε. Τί εἶναι αὐτά πού τούς λέει. Καί νομίζω δέν εἶναι τυχαῖο τό περιστατικό· κι ἄλλα μπορεῖ νά συνέβησαν παρόμοια κι αὐτό μόνο, ἄς ποῦμε ἔτσι, κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο γράφτηκε ἐδῶ στά Εὐαγγέλια καί τό διαβάζουμε, δέν εἶναι τυχαῖο. Τό περιστατικό πού ὁ Κύριος λέει δηλαδή· ῾῾Μήν κλαῖτε, δέν πέθανε, κοιμᾶται᾿᾿, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι ξέρουν ὅτι ἐντελῶς ἀντίθετη εἶναι ἡ πραγματικότητα, ῾῾ὄχι, πέθανε᾿᾿.

Ἀπό μιά πλευρά θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι, νά, αὐτό εἶναι ἀκριβῶς τό μυστήριο, ὅλο τό θέμα τό μεγάλο, ὅλο τό μυστικό. Καλούμεθα ἀπό τόν Θεό τόν ἴδιο, καλούμεθα ἀπό τόν Κύριο τόν ἴδιο, νά δεχθοῦμε αὐτά τά ὁποῖα λέει ὁ Κύριος τήν ὥρα ἀκριβῶς πού ἐμεῖς βλέπουμε ὅτι δέν εὐσταθοῦν αὐτά πού λέει, ὅπως ἐδῶ. Καί λέγαμε κι ἄλλη φορά ὅτι ὁ Κύριος ἔχει ἀπαίτηση ἐδῶ, ὅπως καί σ᾿ ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις ἔχει τήν ἀπαίτηση νά δεχθοῦμε αὐτά τά ὁποῖα λέει, δέν τά λέει τυχαῖα, ἐντολή δίνει· ῾῾Μήν κλαῖτε, δέν πέθανε, κοιμᾶται᾿᾿. Πῶς τώρα θά δεχθεῖ κανείς αὐτά πού λέει ὁ Κύριος, ὅταν μέ τά ἴδια του τά μάτια εἶδε ὅτι ἡ κόρη αὐτή εἶχε πεθάνει;

Ἀλλά δέν εἶναι τό θέμα μόνο ἐδῶ σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση, εἶναι γενικότερο.

Ἄν τελικά θά βροῦμε τόν Θεό, θά τόν βροῦμε μόνον ἔτσι, ἀλλιῶς δέν πρόκειται νά τόν βροῦμε. Θά ᾿χουμε μιά κάποια ψιλή σχέση μέ τόν Χριστό, μιά κάποια ψιλή ἐπικοινωνία, δέν θά μᾶς ἀγγίξει ποτέ ὁ Χριστός καί δέν θά τόν ἀγγίξουμε ποτέ τόν Χριστό, δέν θά γίνει ἀληθινή ἐπικοινωνία, ἀληθινή ἐπαφή μέ τόν Χριστό, δέν θά περάσει ὅλο αὐτό πού πρέπει νά περάσει, ἡ δωρεά αὐτή τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, νά νιώσουμε, νά ζήσουμε καί νά καταλάβουμε τί σημαίνει θεία ζωή, τί σημαίνει κοινωνία μέ τόν Χριστό· δέν θά γίνει, ἄν δέν ἀνταποκριθοῦμε καί δέν ξεπεράσουμε αὐτά τά ἀξεπέραστα. Φοβερή ἀντινομία. Πρέπει νά ξεπεράσεις ἐκεῖνα πού δέν ξεπερνιοῦνται, νά δεχθεῖς ὅτι δέν πέθανε κάποιος πού τόν εἶδες μέ τά μάτια σου ὅτι πέθανε· καί φυσικά καί ἀνάλογα νά ᾿ναι οἱ καταστάσεις σου, νά μήν κλαῖς, νά μή θρηνεῖς. Νά δεχθεῖς ὅτι κοιμᾶται. Ἡ ὅλη πίστη μας στόν Χριστό ἔχει ἕναν τέτοιον χαρακτήρα.

{Καθώς κάνεις τό ἅλμα, κάπου πιό κάτω στέκει ὁ Κύριος καί σέ ἀναλαμβάνει}

Νά στρωθοῦμε κάτω ὅλοι μας καλά-καλά, μελετώντας τό Εὐαγγέλιο, μελετώντας τήν ὅλη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί χωρίς περιστροφές, χωρίς ἐνδοιασμούς καί ἐπιφυλάξεις νά δεχθοῦμε ὅλα αὐτά πού λέει ὁ Κύριος, ὅλα, ὅλα. Ὅσο κι ἄν δέν τά καταλαβαίνουμε, ὅσο καί ἄν μᾶς φαίνονται ὅτι εἶναι ἀντίθετα ἀπ᾿ αὐτά πού αἰσθανόμαστε, νά δεχθοῦμε ὅλα αὐτά τά ὁποῖα λέει ὁ Κύριος χωρίς τήν παραμικρή ἐπιφύλαξη, χωρίς τόν παραμικρότερο ἐνδοιασμό. Ὅπως λέγαμε κι ἄλλη φορά, ἕνας ἀλεξιπτωτιστής, πού πέφτει ἀπό τό ἀεροπλάνο, αὐτός ἕως ὅτου γυμναστεῖ καλά, μπορεῖ νά πεῖ, θά πέσω κι ἄν σκοτωθῶ, σκοτώθηκα. Πρέπει ἔτσι νά ἐμπιστευθεῖ κανείς τόν Χριστό. Ἀλλά συγχρόνως νά ᾿χει ἀπόλυτη πεποίθηση _ὄχι· θά ἐμπιστευθῶ καί ὅ,τι γίνει ἔγινε, ὅπως θά πεῖ ἐκεῖ δηλαδή ὁ ἀλεξιπτωτιστής, ἄν πεθάνω, πέθανα, κι ἁπλῶς τολμάει, παίρνει ἀπόφαση νά σκοτωθεῖ_ ἐδῶ ὄντως θά ζήσει κανείς ἕνα τέτοιο βίωμα θανάτου ὅτι ἀποθνήσκει ὡς πρός τόν ἑαυτό του, ἀλλά μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι, καθώς πηδάει κανείς ἔτσι, κάπου πιό κάτω τόν δέχεται ὁ Κύριος, τόν στηρίζει ὁ Κύριος καί τόν ἀναλαμβάνει ὁ Κύριος.

Εἶναι ἀνάγκη νά ξεπεράσουμε τίς δικές μας γνώσεις, τή δική μας βεβαιότητα, τή δική μας κρίση, τά δικά μας συμπεράσματα, ὅλα ἐκεῖνα πού λέμε ῾῾δέν μπορῶ, δέν γίνεται᾿᾿, πού λέγαμε καί πιό μπροστά γιά τό μαρτύριο. Πῶς πάει κανείς στό μαρτύριο, πῶς θά πάει στό μαρτύριο ἄν δέν πιστέψει ἔτσι; Ἐάν δέν τοῦ δώσει ὁ Κύριος τέτοια πίστη, πῶς θά ζήσει κανείς τήν πνευματική ζωή; Διότι ἡ πνευματική ζωή, ἡ κατά Χριστόν ζωή, ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος εἶναι ἕνα μαρτύριο. Καί σέ πολλές περιπτώσεις καταλήγει κανείς ὄντως καί στό μαρτύριο, ἄς ποῦμε, τό σωματικό, ἀλλά τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως ὑπάρχει. Πῶς θά προχωρήσει κανείς στό μαρτύριο αὐτό ἄν δέν ἔχει μιά τέτοια πίστη, ἄν δέν τοῦ δώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μιά τέτοια πίστη;

Ἀλλά πρέπει καθώς τά διαβάζουμε, καθώς τά ἀκοῦμε αὐτά, νά ἀφήσουμε κατά μέρος τή δική μας πεποίθηση καί τή δική μας κρίση καί αὐτό πού ξέρουμε ἐμεῖς καλά, νά τ᾿ ἀφήσουμε αὐτά κατά μέρος καί νά ἐμπιστευθοῦμε στόν Χριστό καί ἐκεῖνος θά μᾶς δώσει πίστη καί θά μᾶς δώσει αὐτό πού δίνει ἐκεῖ πού ὑπάρχει πίστη. Θά μᾶς δώσει ὅ,τι θέλουμε ὅ,τι θέλει ἡ ψυχή μας· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις» (Ματθ. 15, 28). «Θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτὸν ποιήσει» (Ψαλμ. 144, 19), ὁ Θεός δηλαδή, θά κάνει τό θέλημα ἐκείνου ὁ ὁποῖος φοβεῖται αὐτόν, ἔχει δηλαδή εὐλάβεια στόν Θεό καί ἀγαπᾶ τόν Θεό καί ἀνήκει στόν Θεό καί ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του, ξεπερνᾶ τόν ἑαυτό του καί ἐμπιστεύεται στόν Θεό· αὐτουνοῦ τό θέλημα ὁ Θεός θά τό κάνει.

Ὅταν κάπως ἔτσι τά πάρουμε τά πράγματα, ἀδελφοί μου, κάπως ἔτσι τοποθετηθοῦμε, κάπως ἔτσι ἀρχίσουμε νά σκεπτόμαστε, ἔτσι νά ἀγωνιζόμαστε καί λίγο-λίγο ξεπερνοῦμε τόν ἑαυτό μας, θά λάβουμε καί ἐμεῖς ἐκεῖνο πού ἔλαβαν ὅλοι οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ. Καί μέ βάση αὐτό, θά μᾶς δώσει ὁ Κύριος ὅ,τι ζητήσουμε καί θά ἐκπληρώσει ὅλα τά αἰτήματά μας. Θά γιατρευθεῖ ἡ ψυχή μας, θά καθαρισθεῖ ἡ ψυχή μας, θά ἁγιασθεῖ καί θά θεωθεῖ ἡ ψυχή μας. «Ζητεῖτε πρῶτον, λέει, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» πού θά μᾶς τήν δώσει ὁ Κύριος, ὅταν τήν ζητοῦμε, «καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6, 33) καί ὅ,τι ἄλλο· καί ὑγεία θά σοῦ δώσει καί τό ἕνα θέμα θά τακτοποιηθεῖ καί τό ἄλλο, ὅλα, ὅλα, ὅ,τι χρειάζεται νά γίνει θά τό κάνει ὁ Κύριος· καί ἔχει κανείς ὄχι ἁπλῶς τήν βεβαιότητα ὅτι θά γίνουν, ἀλλά καί ὄντως γίνονται καί χαίρεται κανείς νά ζεῖ ἐν Κυρίῳ ἀπ᾿ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο καί χαίρεται κυρίως, διότι κάποια μέρα φεύγοντας ἀπ᾿ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, θά ζήσει αἰώνια μέ τόν Θεό καί τούς ἁγίους.

27-10-1996

* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ὅπως φώτισε ο Θεός»