Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης
Τό περιεχόμενον τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. ιη’ 10-14) ἀποτελεῖ κάτι σὰν προγύμνασμα καὶ προετοιμασία γιʼ αὐτοὺς πού θέλουν νὰ πλησιάσουν τὴν ἱερὰ ταπείνωσι, πού περιέχεται σὲ ὅλες τὶς ἀρετές ἐπάνω στὶς ὁποῖες στηρίζεται πράγματι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν θεομίσητον ἀλαζονείαν, ἡ ὁποία ἀποτρέπει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε φιλόχριστη ἀρετή. Ποιός λοιπὸν δὲν θὰ ποθήση νὰ μιμηθῆ τὸν τελώνη καὶ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ τὴν μετάνοιά του καὶ δὲν θὰ ἀποστραφῆ τὴν ἔπαρσι τοῦ Φαρισαίου, ἀφοῦ ἡ μὲν ταπείνωσις συνδέεται μὲ τὸν Χριστόν, ἡ δὲ ἀλαζονεία μὲ τὸν ὑπερήφανο δαίμονα;
Ἡ ἀλαζονεία εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία αὐτὴ πού ἔκανε τὸν πρῶτο ἀπό τούς ἀγγέλους, πού ὀνομαζόταν καὶ ἑωσφόρος, διάβολον. Αὐτὴ ἐξεδίωξε τὸν γενάρχη Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο. «Καθεῖλε δυνὰστας ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσε ταπεινούς». «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Αὐτή καταδικάζει τὸν Φαραώ: «Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, οὐκ ἔστι Θεός». Αὐτή κατέβαλε τὸν Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρὶῳ Θεῷ σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις»· καὶ «οὐ ποιήσεις οὐδέν ὁμοίωμα».
Ἂν καὶ τοῦ ἑνὸς ἡ ἀρρώστια ἐθεραπεύθη, ἐνῶ τοῦ ἄλλου τὸ πάθος κατήντησεν ἕξις. Ἀληθῶς, πυρετὸς εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια πού ἀδρανοποιεῖ τὴν εὐαισθησία τοῦ ἄρρωστου, ψυχασθένεια φοβερή ποὺ ἐρεθίζει τὸν ἄνθρωπο πρὸς πτῶσιν, ὑδρωπικία εἶναι, γεμάτη ἀπὸ ὑγρὸ καὶ ἀέρα. «Τὶς γὰρ ἀναβήσεται εἰς τὸ ὄρος Κυρίου; Ἀθῶος χερσὶ καὶ καθαρὸς τῇ καρδίᾳ, ὅς οὐκ ἔλαβε ἐπὶ ματαὶῳ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ». Τοιαύτη ἦταν ἡ ματαιότης καὶ ἡ ἀγερωχία τοῦ Τύρου, ἡ ὁποία ἀφαιρώντας του καὶ τὴν τελευταία ἰκμάδα χάριτος, τὸν ἄφησε σὰν ξηραμένη γῆ. Ὁπωσδήποτε τὸ γνωρίζετε αὐτό καὶ μὲ τὸν λόγο καὶ μὲ τὴν πεῖρα· ὁ ἀλαζών δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τῆς τελειοποιητικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτό εἶναι ἄνυδρος καὶ ξηρός, ἀφοῦ τοῦ λείπει ἡ ζωτικὴ θερμότης καὶ ἡ ζωογόνος ὑγρασία. Σʼ αὐτόν, ὅπως στὸ ἀπογυμνωμένο δένδρο, φτιάχνει τὴν φωλιὰ τοῦ ὁ νυκτοκόρακας διάβολος.
Καὶ μὲ ἕνα λόγο, ἡ ταπείνωσις εἶναι τροφὸς τῶν ἀρετῶν, ἀρχή καὶ τέλος καὶ κεφαλὴ τοῦ κάλλους τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Ἀφανισμὸς τῶν παθῶν, διατήρησις τῆς ὑγρασίας στὴν ρίζα τῆς πίστεως. Ἡ ταπείνωσις συνυπάρχει μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος διώκει τὴν ἀνομία, ὅπως εἶπαν καὶ ὁ Ἱερεμίας καὶ ὁ Σολομών. Εἶναι ἀληθές ὅτι «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου». Αὐτή κάνει τὸν Τελώνη κήρυκα τοῦ Πνεύματος, ἡ δὲ ἀλαζονεία κατασκευάζει τὸν Φαρισαῖο τύμπανο κενὸ πού ματαίως ἀλαλάζει. Ἀληθῶς σὰν τὰ ρόδια τῶν Σοδόμων εἶναι ὁ ὑποκριτής, πεπόνι ὄμορφο ἀπʼ ἔξω, ἄλλα ἐσωτερικῶς σάπιος καὶ ἄχαρος.
Ἀνέβη στὸ ναὸ ὁ Τελώνης καὶ μάλιστα ἀνέβη καὶ σωματικῶς καὶ ψυχικῶς. Ἀνέβη στὸ ναὸ ὁ Φαρισαῖος σωματικῶς, ὄχι ὅμως καὶ ψυχικῶς. Διότι ὁ μὲν ἕνας ἀνέβη κατεβαίνοντας ψυχικῶς μὲ τὴν ταπείνωσι, ἐνῶ ὁ ἄλλος κατέβη ψυχικῶς ἀνεβαίνοντας μὲ τὴν ὑπερη-φάνεια. Ὁ ἕνας ἀνέβη μὲ «ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» κατὰ τὸν Δαυΐδ, ἐπῆρε δηλαδὴ τὸν δρόμο πού ὁδηγεῖ στὸν Παράδεισο, ἐνῶ ὁ ἄλλος κατέβη κατεβαίνοντας στὸν ἑωσφόρο, τὸν ἀρχηγό τῆς ὑπερηφάνειας. Ὁ ἕνας ἀνέβη μὲ τὴν ἀνάβασι καὶ τὴν ἐπίδοσι στὶς ἀρετές, ἐνῶ ὁ ἄλλος κατέβη ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ ἀπὸ αὐτές, ἐπέρασε στὶς κακίες.
Πολλοὶ ἔρχονται μέσα στὸν ναόν, ἀλλὰ λίγοι μετέχουν τῆς ἱεροτητάς του, διότι δὲν εἶναι ἄξιοι τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ ὁ ὑπερήφανος «οὗ μένει ἐν τῇ ἀγάπῃ, ὁ δὲ μὴ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῶ οὐ μένει» κατὰ τὸν Ἰωάννην. Ἐνῶ αὐτὸς πού παραμένει στὴν ἀγάπη. μένει στὸν Θεὸν καὶ ὁ Θεὸς σʼ αὐτόν, καὶ εἶναι ναὸς Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι κυρίως εἰσέρχονται στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, στοὺς ὁποίους καὶ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μὲ ἰδιαίτερο τρόπο. Φωτίζει δὲ ὁ Θεὸς μόνο τοὺς νηπίους καὶ μικρούς, κατὰ τὸν μουσουργὸν Δαυΐδ. Διότι «ὅπου ταπείνωσις, ἐκεῖ καὶ σοφία» κατὰ τὸν Σολομῶντα· σοφία πίστεως καὶ σοφία πράξεως.
Αὐτή ἡ σοφία ἔλειπε ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο, γιʼ αὐτό καὶ σὰν ὑποκριτὴς πού εἶναι εὐχαριστεῖ μόνο γιὰ τὰ ἐξωτερικὰ τὸν Θεό, ἐσωτερικῶς δὲ γίνεται ἀχάριστος πρὸς τὸν Θεό. Διότι δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολή «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Ἦταν καλὸς ὁ λόγος «εὐχαριστῶ σοι», ἐπειδὴ ὁ Φαρισαῖος δὲν ἀπέδιδε τὴν ἀρετή στὸν ἑαυτό του, ὅπως ὁ Ναβουχοδονόσορ καὶ ὁ Σεμεΐας καὶ ὁ Πέτρος· σʼ αὐτήν τὴν ὑπερηφάνεια εἶχε πέσει ὁ ἑωσφόρος καὶ ὁ Ἀδάμ. Ὅμως ἐνόμιζε πώς ἔχει αὐτό πού δὲν εἶχε· καὶ ἂν τὸ εἶχε, τὸ ἔχασε μὲ τὴν ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ κι ἐκεῖνος πού ἔχει, ὀφείλει νὰ ὁμολογεῖ ὅτι δὲν ἔχει καὶ νὰ λέγη «Ἀχρεῖος δοῦλὸς εἰμι», ἐπειδὴ «οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν».
Πράγματι ἀποβάλλει τὴν ἀρετήν αὐτός πού δὲν ταπεινώνεται καὶ αὐτός πού δὲν ἀγαπᾶ, καταφρονεῖ. Ἀληθῶς, εἶναι ἀρχή κάθε εἴδους ἁμαρτίας ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτή ἀκολουθεῖ ὁ φθόνος, τὸν φθόνον ὁ φόνος· ἐξ αἰτίας αὐτῆς ὁ Ἀβεσσαλώμ βλέπει σὰν ἐχθρό τὸν πατέρα του καὶ σπεύδει νὰ τὸν φονεύση. Εἶναι ὄντως χειρότερος ὁ κρυφὸς κακὸς ἀπὸ τὸν φανερὸ καὶ δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος ἐξηπάτησε τὸν πρωτόπλαστο μὲ τὸν ὄφι.
Γιʼ αὐτό ὁ φανερὰ κακότροπος δικαιώνεται καὶ ὁ ἀφανής καταδικάζεται. Ἐπειδὴ ὁ ἕνας ἔχει μόνον τοὺς κακοὺς τρόπους, ἐνῶ στὸν ἄλλον ἀκολουθοῦν τὸ ψεῦδος καὶ ἡ ἀπάτη, καὶ γιʼ αὐτὸ ἡ ἄκρα ἀλήθεια τὸν ἀποδιώκει. Ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη εἶναι πού χαρακτηρίζει τοὺς ἐκλεκτούς, σύμφωνα μὲ τὴν δευτέρα ἐπιστολὴ τοῦ Πέτρου, τὸ πρῶτο κεφάλαιό της πρὸς Ἐφεσίους τοῦ Παύλου καὶ τὸ τρίτο πρὸς Κολασσαεῖς, ἡ δὲ ἔχθρα ἀποδοκιμάζει.
Ὁ Τελώνης ἀνεγνώρισε τὴν ἁμαρτία του καὶ ἐδικαιώθη φεύγοντας μακρυά της. Γιʼ αὐτὸ καὶ ζῆ, σύμφωνα μὲ τὸν Ἰεζεκιήλ. Αὐτὴ τὴν ζωὴν ηὖρε καὶ ὁ Δαυΐδ, ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Νάθαν. Ὁ Φαρισαῖος δὲν ἀνεγνώρισε τὴν ἁμαρτία του καὶ ἔφυγε μακρυὰ ἀπὸ τὴν ζωή. Καὶ πρόσεξε πάλι καλὰ τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο: «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸ προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος Τελώνης»· γιὰ παραδειγματισμὸ τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι δικαιώνουν τοὺς ἑαυτούς των καὶ ἐξουθενώνουν αὐτούς πού ἁμαρτά-νουν. Παρουσιάζει ὁ Κύριος τὸν Φαρισαῖο ὡς παράδειγμα τῶν ὑπερήφανων, τὸν δὲ Τελώνη ὡς παράδειγμα αὐτῶν πού ἁμαρτάνουν, ἀλλά προσεύχονται καὶ ἐξομολογοῦνται μὲ συντετριμμένη καρδία, ὥστε νὰ μᾶς διδάξη ὅλους νὰ μισοῦμε τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν δὲ ταπείνωσι νὰ τὴν ἀγαποῦμε.
Δείχνει καθαρὰ ἀπὸ αὐτή τὴν παραβολὴ ὁ Χριστὸς ὅτι ἡ μὲν δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετή εἶναι μεγάλη καὶ φέρει τὸν ἄνθρωπο κοντὰ στὸν Θεό, ὅταν ὅμως συνδυασθῆ μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, ρίχνει τὸν ἄνθρωπο στὸν κατώτερο βυθό. Αὐτὸ ἔπαθε καὶ ὁ Φαρισαῖος καὶ ἀπὸ αὐτή τὴν αἰτία κατεκρίθη καὶ κατέληξε στὴν ἀπώλεια. Διότι ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι βδελυκτὴ καὶ μισητὴ καὶ βαρύτερη ἀπὸ κάθε κακία καὶ ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐνῶ ἡ ταπείνωσις μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγησι τὸν δικαιώνει καὶ τὸν ἀξιώνει τῆς σωτηρίας, τὸν φέρει δὲ καὶ τὸν τοποθετεῖ κοντὰ στὸν Θεό. Αὐτό ηὖρε ὁ Τελώνης καὶ ἀπὸ αὐτή τὴν αἰτία ἐδικαιώθη καὶ ἀξιώθηκε τῆς σωτηρίας.
«Ὁ Φαρισαῖος σταθείς (ἀφοῦ ἐστάθη, γιὰ λίγο) πρὸς ἑαυτόν, εἶπε· ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἄνθρωπων, ἅρπαγες, ἄδικοι». Ἀλλοίμονο, τί ὑπερηφάνεια! Ὁ Κύριος καὶ ὁ Ἠσαΐας τὴν κατακρίνουν, ἐπειδὴ αὐτή κατέβασε τὸν Ἰωσὴφ στὴν Αἴγυπτο καὶ προξένησε στὸν Φαραὼ τὸ θράσος καὶ ἀκολούθως ὅλα τὰ κακὰ τότε στὴν Αἴγυπτο· ἔγινε αἰτία νὰ χαθῆ «τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ μετʼ ἤχου» κατὰ τὸν ἱεροψάλτη Δαυΐδ καὶ νὰ μὴ διαιωνισθῆ ἡ μνήμη του. Ἀλλοίμονο στὸ ἀναιδέστατο στόμα· δὲν εἶμαι, λέγει, ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἤ καὶ ὅπως αὐτὸς ἐδῶ ὁ Τελώνης. Ὡς ἀρχή τῆς ὑπερηφάνειας ἐμφανίζεται ἡ ὕβρις· διότι ὅποιος περιφρονεῖ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς θεωρεῖ σὰν ἕνα τίποτε καὶ τοὺς ἀποστρέφεται, ἄλλους ὡς πτωχούς, ἄλλους ὡς ταπεινῆς καταγωγῆς, ἄλλους ὡς ἀμαθεῖς καὶ ἁπλοϊκούς, ἄλλους δὲ ὡς ἄδικους καὶ ἁμαρτωλούς, ἀπὸ αὐτή τὴν ὕβρι παρασύρεται καὶ μόνον τὸν ἑαυτόν του θεωρεῖ σοφό, συνετό, εὐγενῆ, πλούσιο, δυνατό, δίκαιο καὶ ἀνώτερο ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Πράγματι ἡ ὕβρις εἶναι ἀρχή τῆς ὑπερηφάνειας καὶ ἡ ὑπερηφάνεια κακὸ γεννημένο ἀπὸ τὴν ὕβρι. Γιʼ αὐτό καὶ ἡ περιβόητος ἡμέρα τοῦ Κυρίου θὰ ἐκδικηθῆ κάθε ὑβριστή καὶ ὑπερήφανο, ἐπειδὴ οἱ ἁμαρτίες αὐτές ὡς συγγενεῖς τιμωροῦνται μὲ τὸν ἲδιο τρόπο.
Ὁ Φαρισαῖος ἔδειξε καὶ μὲ τὸ σχῆμα καὶ μὲ τὴν στάσι του τὴν ὑψηλοφροσύνη καὶ τὴν ἀλαζονεία πού εἶχε. Καὶ τὰ λόγια του στὴν ἀρχή μὲν ἦσαν λόγια εὐγνωμοσύνης, διότι ἔλεγε «ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοι». Μετὰ ἀπʼ αὐτά ὅμως ὅσα εἶπε ἦσαν γεμᾶτα ἀπὸ ἀλαζονεία καὶ ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ δὲν εἶπε: Σὺ μὲ δημιούργησες, Κύριέ μου καὶ μὲ τὴν βοήθεια τὴν δική σου ἐλευθερώνομαι ἀπὸ κάθε ἀδικία καὶ ἁρπαγή καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα κακὰ· διότι λέγει: «Τί ἔχεις ὁ οὐκ ἔλαβες;». Ἀλλὰ ὅλα τὰ κατορθώματα θεωροῦσε ὅτι τὰ εἶχε κατορθώσει μὲ τὴν δική του δύναμι. Κάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ γνωρίζη μὲ βεβαιότητα ὅτι χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν ἠμπορεῖ, οὔτε ἔχει τὴ δύναμι νὰ κατορθώση κάτι καλό. «Χωρὶς ἐμοῦ» λέγει ὁ Χριστὸς «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Καὶ ὁ Ἀπόστολος «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ»· καὶ «οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλʼ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί»· καὶ «ὁ Θεὸς ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν». Καὶ ὁ Προφήτης· «Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήση οἶκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες».
Γιʼ αὐτό ὁ μὲν Τελώνης ἦταν κῆπος πού ἔπλεε στὰ πνευματικὰ ὕδατα, ὁ δὲ Φαρισαῖος βαλανιδιὰ χωρὶς φύλλα, σύμφωνα μὲ τὸν Ἠσαΐα καὶ τὸν Σολομῶντα. Διότι ἂν καὶ ἔχουμε τιμηθῆ μὲ τὸ αὐτεξούσιο τῆς προαιρέσεως, ἀλλʼ ὅμως, χωρὶς τὴν συμμαχία ἀπὸ ψηλά, κανένα ἀνδραγάθημα δὲν θὰ κατορθώσουμε νὰ ἐπιτελέσουμε. «Οἶδα γὰρ» λέγει «ὅτι οὐ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδός αὐτοῦ, οὐδὲ πορεύεται ἀνήρ κατορθῶσαι πορείαν αὐτοῦ». Μὴ λοιπὸν θεωροῦμε δικές μας τὶς νίκες στοὺς ἀγῶνες. Δικὴ μας εἶναι μόνο ἡ προαίρεσις γιὰ τὸ καλλίτερο καὶ ἡ προσπάθεια, τοῦ Θεοῦ δὲ ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀγαθῆς ἐπιθυμίας καὶ διαθέσεως ἐκείνου ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἐκ φύσεως τὴν δυνατότητα, ἀλλά λαμβάνει ἀπὸ τὴν Χάρι τὴν ἱκανότητα νὰ λέγη «μπορῶ…». Ὁ ἀντίθετος ἰσχυρισμὸς εἶναι περιαυτολογία καὶ καύχησις. «Τί γὰρ ἔχεις ὁ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;».
«Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι (ὅσα ἀποκτᾶ, ὄχι ὅσα ἔχει)». Ἐπειδὴ κατηγόρησε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τὸν Τελώνη ὁ Φαρισαῖος ὅτι εἶναι μοιχοὶ καὶ ἅρπαγες, αὐτός προβάλει ἀλαζονικῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν μοιχεία τὴν νηστεία· ἐπειδὴ ἡ πορνεία προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπόλαυσι. Διότι ὁ χορτασμὸς εἶναι πατέρας τῆς ὕβρεως καὶ ἡ πορνεία γεννιέται ἀπὸ τὸ γεμάτο στομάχι. Ὁ Φαρισαῖος ὅμως καταξηραίνοντας τὸ σῶμα μὲ τὴν νηστεία ἐκαυχᾶτο ὅτι ἀπέχει πολὺ ἀπὸ αὐτά τὰ πάθη. Ἐπειδὴ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύουν δύο ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, Δευτέρα καὶ Πέμπτη. Ἀπέναντι δὲ στὸ «ἅρπαγες καὶ ἄδικοι», ὁ Φαρισαῖος ἔβαλε τὸ «ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι». Ἐκαυχήθη ὅτι τόσο ἐναντιώνετο στὴν ἁρπαγή καὶ στὴν ἀδικία, ὥστε νὰ δίδη καὶ τὰ δικά του σὲ ἄλλους. Διότι οἱ Ἑβραῖοι ἔδιδαν τὸ ἕνα δέκατον ἀπὸ ὅσα εἶχαν καὶ ἀργότερα τὰ τρία δέκατα, τὸ ἕνα τρίτον δηλαδὴ τῆς περιουσίας τους. Ἀλλά καὶ τὶς ἀπαρχές καὶ τὰ πρωτοτόκια καὶ ἄλλα πολλὰ ἔδιδαν γιὰ τὰ ἁμαρτήματα, περὶ καθαρισμοῦ, στὶς ἑορτές, ὅταν ἐγίνοντο περικοπὲς στὰ χρέη τους καὶ ὅταν ἐλευθέρωναν τοὺς δούλους καὶ ἐπίσης ὅταν ἔπαιρναν δάνεια χωρὶς τόκο. Ὅλα αὐτά ἐὰν συμψηφισθοῦν καὶ ὑπολογισθοῦν δείχνουν ὅτι τὴ μισὴ περιουσία τους τὴν ἔδιδαν στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, χωρὶς νὰ ὑψηλοφρονοῦν καὶ νὰ ἀλαζονεύωνται ὅτι κάνουν κάτι μεγάλο. Καὶ μάλιστα ἂς ἀναλογισθοῦμε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο λέγει: «Ἐὰν μὴ περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
«Ὁ δὲ Τελώνης μακρόθεν ἑστώς (εἶχε σταθῆ, πολλὴ ὥρα), οὐκ ἤθελε οὐδέ τούς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλʼ ἔτυπτε εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν ὅτι κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Ἐπειδὴ ὁ Τελώνης δὲν εἶχεν ἔργα ἀγαθά, οὔτε νὰ τὰ ἀπαριθμήση ἠμποροῦσε στὴν προσευχὴ του ὅπως ὁ Φαρισαῖος· ἀλλά κτυποῦσε τὸ στῆθος καὶ μαστίγωνε τὴν καρδία του καὶ μὲ πολλὴν συντριβὴ καὶ κατάνυξι ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Γιʼ αὐτό καὶ ἐξιλεώνεται ἀπὸ τὸν ἐλεήμονα καὶ διαλλακτικὸ Κύριο. Διότι ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τὰ ἀφανίζει ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ δὲ ὑπερηφάνεια ἀφανίζει ὅλες τὶς ἀρετές, ἐπειδὴ εἶναι μεγαλυτέρα καὶ βαρύτερα ἀπὸ κάθε ἁμαρτία καὶ κακία. Εἶναι καλύτερα, ὅταν ἁμαρτάνουμε, νὰ ἐπιστρέφουμε καὶ νὰ ταπεινωνώμεθα, παρὰ νὰ κατορθώνουμε κάτι καὶ μετὰ νὰ ὑψηλοφρονοῦμε. Ὁ Τελώνης ἀπηλλάγη ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα, ἐπειδὴ ἐδέχθη τὴν κατηγορία τοῦ Φαρισαίου μὲ πραότητα καὶ ὑπομονή, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ τὴν δόξα ἔπεσε στὸ βάραθρο τῆς ἀτιμίας, ἐπειδὴ δικαίωσε τὸν ἑαυτόν του καὶ κατηγόρησε τὸν Τελώνη καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Τελώνης ἀπὸ τὴν ἀξιοκατὰκριτη ζωὴ καὶ τὴν ἁμαρτία ἐπανῆλθε στὴν μακαρία ζωὴ καὶ κατάστασι, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος ἐταπεινώθη ἐξ αἰτίας τοῦ μεγέθους τῆς ὑψηλοφροσύνης του.
Δύο πράγματα ἀπαιτοῦνται ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, νὰ κατακρίνουμε τὰ ἰδικὰ μας ἁμαρτήματα καὶ νὰ συγχωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος πού βλέπει τὰ ἰδικὰ του ἁμαρτήματα, συγχωρεῖ πιὸ εὔκολα τούς ἄλλους· ἐνῶ ἐκεῖνος πού κατακρίνει τοὺς ἄλλους, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του κατακρίνει καὶ καταδικάζει, ἔστω καὶ ἂν ἔχη πολλὲς ἀρετές. Ἀληθῶς μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ μὴ κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλά τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί. Ἐμεῖς ὅμως, ἀφήνοντας τὶς δικὲς μας ἁμαρτίες, τοὺς ἄλλους ἰδίως κατακρίνουμε, τοὺς ἄλλους ἐξετάζουμε, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν εἴμεθα δικαιότεροι ἀπὸ ὅλους, ἐὰν κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους, γινόμεθα ἔνοχοι καὶ εἴμεθα ἄξιοι τῆς ἰδίας τιμωρίας καὶ τῶν ἰδίων βασάνων τῶν ὁποίων εἶναι ἄξιος καὶ αὐτός τὸν ὁποῖον κρίνουμε·«Ὧ γὰρ κρίματι κρίνετε» λέγει «τούτῳ καὶ κριθήσεσθε». Διότι αὐτός πού πορνεύει, παραβαίνει ἐντολή, ὅπως καὶ ἐκεῖνος πού τὸν κρίνει. Ὥστε καὶ οἱ δύο παραβαίνουν θείαν ἐντολή, καὶ αὐτός πού πορνεύει καὶ ἐκεῖνος πού κρίνει.
Ἀλλὰ ἂς μεταφέρουμε μᾶλλον τὴν ἐξέτασι τῶν ἄλλων καὶ τὴν λεπτομερῆ ἐνασχόλησι στοὺς ἑαυτούς μας, ἀγαπητοί. Καὶ ἐὰν δοῦμε κάποιους νὰ ἁμαρτάνουν, ἐμεῖς ἂς ἔχουμε τὶς δικὲς μας ἁμαρτίες ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας καὶ ἂς θεωροῦμε τὰ δικὰ μας χειρότερα ἀπὸ τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος πού ἁμάρτησε, ἴσως καὶ τὴν ὥρα τῆς ἁμαρτίας νὰ μετενόησε, ἐνῶ ἐμεῖς μένουμε πάντοτε ἀδιόρθωτοι κατακρίνοντας καὶ ἐξετάζοντας ἄλλους. Ἐκεῖνος ὁ Λώτ, ἂν καὶ κατοικοῦσε στὰ Σόδομα, κανέναν δὲν κατέκρινε, κανέναν δὲν κατηγόρησε. Γιʼ αὐτό ἐδικαιώθη καὶ διεσώθη ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὴν πανωλεθρία, στὰ ὁποῖα κατεδικάστησαν οἱ Σοδομίτες. Ἂς ταπεινωθοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς κατακρίνοντας τοὺς ἑαυτούς μας, τοὺς ἑαυτούς μας νὰ ὀνειδίζωμε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε, νὰ γίνουμε ἀκατάκριτοι. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ταπεινοφροσύνη. Μὲ αὐτή ἐδικαιώθη ὁ Τελώνης καὶ ἀπέβαλε τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἂς μισήσουμε τὴν ὑψηλοφροσύνη, ἐπειδὴ ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ αὐτή κατεκρίθη καὶ ἔχασε τὶς ἀρετές πού εἶχε. Ὁ Φαρισαῖος, ἐπειδὴ διέπραξε τὰ καλὰ μὲ ὄχι καλὸ τρόπο, κατεκρίθη. Ὁ Τελώνης ἀπορρίπτοντας μὲ καλὸ τρόπο τὰ μὴ καλὰ ἔργα, ἐδικαιώθη. Διότι ὁ Θεὸς εἶδε μὲ συμπάθεια τὸν στεναγμὸ τοῦ Τελώνου καὶ τὴν συντριβή του καὶ τὰ κτυπήματα τοῦ στήθους του καὶ ἀφοῦ ἐδέχθη τὸ «ἱλάσθητι» τὸν δικαίωσε μαζὶ μὲ τὸν Ἄβελ. Τὶς δὲ θυσίες καὶ τὶς ἀρετές καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ καυχησιολόγου καὶ ὑπερήφανου Φαρισαίου τὶς ἐσιχάθη καὶ τὶς ἀπεστράφη καὶ τὸν κατεδίκασε, ὅπως τὸν ἀδελφοκτόνο Κάϊν, γιὰ τὴν ἴδια αἰτία. Νὰ μάθουμε, ἀδελφοί, καὶ νὰ διδαχθοῦμε νὰ κάνουμε μεγάλα κατορθώματα. Νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦμε ὅμως γιʼ αὐτά καὶ ἂν γίνουμε καλοί, δίκαιοι καὶ ἐπιεικεῖς καὶ πονόψυχοι καὶ ἐλεήμονες, καὶ ἔτσι νὰ εἶναι, ἐμεῖς νὰ ταπεινωνώμεθα καὶ νὰ μὴν ἔχουμε ὑπεροψία καὶ ἀλαζονεία, μήπως χάσουμε τοὺς κόπους καὶ τοὺς πόνους μας. Διότι λέγει ὁ Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοι ἐσμεν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν».
Εἶναι ἀναγκαῖο καὶ ἀπαραίτητο χρέος νὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ τῶν ὅλων τὴν δουλικὴ ταπείνωσι, τὴν ὑπομονή, τὴν ὑποταγή, τὴν ὑπακοή, τὴν εὐγνωμοσύνη, τὴν εὐχαριστία, καὶ νὰ μεγαλύνουμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε τὸ πανάγιο θέλημά του, καὶ νὰ μὴν αἰσθανώμεθα σὰν δαγκώματα τοὺς ἐλέγχους καὶ τὶς ὕβρεις τῶν ἄλλων, οὔτε νὰ καταβαλλώμεθα στοὺς πειρασμούς, οὔτε νὰ δυσανασχετοῦμε, ὅταν μᾶς κατηγοροῦν, διότι καὶ ἀπὸ αὐτά καρπωνόμεθα πολλὴ ὠφέλεια. Ἂς μάθουμε καὶ ἂς γνωρίσουμε, ἀδελφοί μου, τὴν δύναμι καὶ τὴν ἐνίσχυσι καὶ τὴν βοήθεια τῆς ταπεινώσεως. Ἂς μὰθουμε τὴν καταδίκη καὶ τὴν ζημία καὶ τὴν ἀπώλεια πού προξενεῖ ἡ ὑψηλοφροσύνη: ἡ σκιὰ τοῦ Βεεμώθ, κατὰ τὸν Ἰώβ, στοὺς ὑγρούς τόπους καὶ στὶς καλαμιὲς καὶ ἡ ἐκτροπή ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης.
Καὶ ἐπειδὴ εἶναι μεγάλο ἀγαθό ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ συντριβὴ καὶ τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδίας μας στεναγμοὶ καὶ ἡ κατάνυξι, γιʼ αὐτό παρακαλῶ νὰ ἐξομολογῆσθε στὸν Θεὸ συνεχῶς καὶ νὰ τοῦ φανερώνετε τὰ ἁμαρτήματά σας. Διότι ἐὰν τοῦ παρουσιάζουμε γυμνὴ τὴν συνείδησί μας καὶ τοῦ δείχνουμε τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν μας καὶ δὲν κρίνουμε τοὺς ἄλλους, οὔτε ἀποθηριωνόμεθα μὲ τὶς ὕβρεις τῶν συνανθρώπων μας, οὔτε λυπούμεθα γιὰ τὶς κατηγορίες καὶ τὶς ἀδικίες τους, θὰ μᾶς λυπηθῆ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καὶ θὰ μᾶς κεράση τὰ φάρμακα τῆς συμπαθείας καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας του· θὰ τὰ βάλη στὰ τραύματά μας καὶ θὰ μᾶς θεραπεύση. Ἂς δείξουμε τὰ ἁμαρτήματά μας στὸν Κύριο πού δὲν ντροπιάζει, ἀλλά θεραπεύει· διότι καὶ ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει ὅλα.
Ἂς εἰποῦμε λοιπὸν τὰ ἁμαρτήματά μας, ἀδελφοί, καὶ ἂς ἐξομολογοηθοῦμε καθαρὰ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν συμπάθειά του. Ἂς ἀφησουμε τὶς ἁμαρτίες μας ἐδῶ γιὰ νὰ πᾶμε ἐκεῖ καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι καὶ νὰ εἰσαχθοῦμε ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτὴ στὴν Βασιλεία του τὴν ἀτελεύτητο καὶ αἰωνία καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὶς μελλοντικὲς ἐκεῖνες καὶ ἀγέραστες διαμονὲς καὶ τὴν ἀπέραντη χαρὰ καὶ ἀπόλαυσι «τὰ ὁποῖα εἴθε νὰ ἐπιτύχουμε ἐν Αὐτῷ Χριστῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Πηγή κειμένου : imaik.gr