Πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Πολὺ πρὶν ἀρχίσει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀναγγέλλει ὅτι πλησιάζει καὶ μᾶς καλεῖ νὰ μποῦμε στὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας γι’ αὐτήν. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τῆς Ὀρθόδοξης λειτουργικῆς παράδοσης τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε μεγάλη γιορτὴ ἢ περίοδος – π.χ. τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ κ.λπ. – προαναγγέλλεται καὶ «ἑτοιμάζεται» ἀπὸ νωρίτερα. Γιατί; Διότι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιὰ βαθιὰ ψυχολογικὴ γνώση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ξέροντας τὴν ἔλλειψη αὐτοσυγκέντρωσης καὶ τὴν τρομακτικὴ «κοσμικότητα» τῆς ζωῆς μας, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἀλλάξουμε αὐτόματα, νὰ πᾶμε ξαφνικὰ ἀπὸ τὴ μιὰ πνευματικὴ ἢ διανοητικὴ κατάσταση σὲ μιὰ ἄλλη. Ἔτσι, ἀρκετὰ πρὶν ἀρχίσει ἡ οὐσιαστικὴ προσπάθεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία προκαλεῖ τὴν προσοχή μας στὴ σοβαρότητα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ μᾶς καλεῖ νὰ σκεφτοῦμε τὴ σημασία της. Πρὶν μποῦμε στὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ ἀρχίσουμε νὰ τὴ ζοῦμε, μᾶς παρουσιάζει τὸ νόημά της. Αὐτὴ ἡ προπαρασκευαστικὴ περίοδος περιλαμβάνει τὶς πέντε διαδοχικὲς Κυριακὲς ποὺ προηγοῦνται ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Κάθε μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ἔχει εἰδικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ εἶναι ἀφιερωμένη σὲ κάποιο θεμελιακὸ γεγονὸς μετάνοιας. Ἡ πρώτη ἀναγγελία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς γίνεται τὴν Κυριακὴ ποὺ διαβάζουμε τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὸ Ζακχαῖο (Λουκ. 19, 1-10). Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἦταν πολὺ κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ εἶχε τόσο διακαὴ ἐπιθυμία νὰ Τὸν δεῖ ποὺ σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο. Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε στὴν ἐπιθυμία του καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ἔτσι τὸ θέμα αὐτῆς τῆς πρώτης προαγγελίας εἶναι ἡ ἐπιθυμία. Ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τὶς ἐπιθυμίες του. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος μιὰ ἐπιθυμία καὶ αὐτὴ τὴ βασικὴ ψυχολογικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ἀναγνωρίζει τὸ Εὐαγγέλιο: «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» λέει ὁ Χριστός. Μιὰ ἀσίγαστη ἐπιθυμία ξεπερνάει τοὺς φυσικοὺς περιορισμοὺς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν παθιασμένα ἐπιθυμεῖ κάτι, κάνει πράγματα ποὺ κάτω ἀπὸ «ὁμαλὲς» συνθῆκες θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ κάνει. Ἂν καὶ «κοντὸς» ὑπερβαίνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ μόνο πρόβλημα, λοιπόν, εἶναι κατὰ πόσο ἐπιθυμοῦμε πράγματα σωστά, κατὰ πόσο ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας μέσα μας σκοπεύει σὲ σωστὸ τέρμα ἢ κατὰ πόσο – ὅπως λέει ὁ ὑπαρξιστὴς ἄθεος Jean Paul Sartre – ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ὁ Ζακχαῖος ἐπιθυμοῦσε τὸ «σωστό», ἤθελε νὰ δεῖ καὶ νὰ πλησιάσει τὸ Χριστό. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι τὸ πρῶτο σύμβολο μετάνοιας, γιατὶ ἡ μετάνοια ἀρχίζει σὰν μιὰ ἀνακάλυψη τῆς βαθιᾶς φύσης ὅλης τῆς ἐπιθυμίας: τῆς ἐπιθυμίας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴ δικαιοσύνη Του, γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι «κοντός», ἀσήμαντος, ἁμαρτωλός, μὲ περιορισμένη αἴσθηση εὐθύνης, ἀλλὰ ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία του τὰ ξεπερνάει ὅλα αὐτά. Κατὰ κάποιο τρόπο «ἐκβιάζει» τὸ Χριστὸ νὰ τὸν προσέξει· φέρνει τὸ Χριστὸ στὸ σπίτι του. Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀγγελία, ἡ πρώτη πρόσκληση· δική μας ὑπόθεση εἶναι τὸ νὰ ἐπιθυμήσουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι βαθύτερο καὶ πιὸ ἀληθινὸ μέσα στὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα γιὰ τὸ Ἀπόλυτο ποὺ βρίσκεται μέσα μας, εἴτε τὸ ξέρουμε εἴτε ὄχι, καὶ ποὺ ὅταν ξεκλίνουμε καὶ ἀπομακρύνουμε τὶς ἐπιθυμίες μας ἀπ’ αὐτό, τότε γινόμαστε, πραγματικά, ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ἂν ὅμως ἐπιθυμοῦμε βαθιά, ἐπιθυμοῦμε εἰλικρινά, τότε ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται.
πηγή κειμένου : imaik.gr