Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού π. Αθανασίου Μυτιληναίου. Εκφωνήθηκε στις 25-1-1998.
Σήμερα, αγαπητοί μου, η Εκκλησία μας τιμά την μνήμην του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Πρόκειται για μια μεγάλη μορφή της Εκκλησίας μας. Εγεννήθη περί το 328 έτος, είτε εις την Ναζιανζό είτε εις την Αριανζό της Καππαδοκίας. Παρηκολούθησε σπουδές στις σχολές της Καισαρείας της Καππαδοκίας, της Καισαρείας της Παλαιστίνης και της Αλεξανδρείας.
Γνωρίστηκε στην Αλεξάνδρεια με τον Μέγαν Αθανάσιον και τον Μέγαν Αντώνιον. Με τον Μέγαν Βασίλειον υπήρξε συμμαθητής εις τας Αθήνας και μαζί του συνεδέθη με στενοτάτη φιλία. Εχρημάτισε αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και προήδρευσε της Β΄Οικουμενικής Συνόδου. Όμως σύντομα παρητήθη, διαρκούσης της Συνόδου, γιατί του δημιούργησαν πράγματα (:εμπόδια), οι φθονούντες αυτόν – βλέπετε πόσο εισχωρεί ο φθόνος… Του αμφισβήτησαν την κανονικότητα ως αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Και όμως, δεν ήτο αντικανονικός και απελογήθη. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι παρητήθηκε, έφυγε. Φεύγοντας είπε ότι αν αυτός είναι ο αίτιος της διαιρέσεως, τότε ας ερρίπτετο εις την θάλασσαν, όπως ο Ιωνάς για να παύσει η τρικυμία.
Απέθανε πιθανώς το 391, σε ηλικία εξήκοντα τριών ετών. Η Εκκλησία τον ετίμησε απονέμοντας σ’ αυτόν, τον τίτλον, το επίθετον «Θεολόγος». Σημείωσατε ότι η Εκκλησία είναι πολύ φειδωλή στις απονομές χαρακτηρισμών και ονομάτων κ.λπ.- πολύ φειδωλή. Αρκεί να σκεφθούμε ότι ενώ υπήρξαν τόσοι και τόσοι παρθένοι, όμως αναγνωρίζει μόνο τρεις παρθένους. Έτσι και εδώ. Ενώ υπήρξαν τόσοι και τόσοι θεολόγοι- δεν εθεολόγησε ο Μέγας Αθανάσιος; Δεν εθεολόγησε ο Μέγας Βασίλειος; Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες εθεολόγησαν. Όμως, κατεξοχήν θεολόγους αναγνωρίζει: τον άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον, τον άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον και τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγον. Βλέπετε λοιπόν ότι έχει αυτόν τον επίζηλο τίτλο του Θεολόγου.
Αγαπητοί μου, η Εκκλησία, με την ευκαιρία της αγίας μνήμης του, καταχωρεί ως αποστολικό ανάγνωσμα από την προς Εβραίους επιστολήν του αποστόλου Παύλου, που αναφέρεται η περικοπή αυτή εις τα προσόντα του Ιησού Χριστού ως Μεγάλου Αρχιερέως και συγκρίνει την αρχιερωσύνη του Χριστού ο απόστολος Παύλος με την αρχιερωσύνη των αρχιερέων της Παλαιάς Διαθήκης. Και επειδή ακριβώς η μνήμη είναι αρχιερέως, γι’ αυτόν τον λόγο μάς καταθέτει αυτήν την περικοπήν, για να δείξει ποιος πρέπει να είναι και ο αρχιερεύς.
Και γράφει ο απόστολος Παύλος: «Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς (: τέτοιος έπρεπε σε μας αρχιερεύς), ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος. Τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα (: τέτοιον αρχιερέα έχουμε), ὃς (:ο οποίος) ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης – η «μεγαλωσύνη» είναι ο Πατήρ, ο Θεός και εκάθισε στα δεξιά ως άνθρωπος – ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Αυτά καταθέτει ο απόστολος Παύλος εις την προς Εβραίους επιστολή του.
Έτσι, ο αρχιερεύς Ιησούς Χριστός γίνεται τύπος και υπόδειγμα των κληρικών της Εκκλησίας, ιδιαίτατα των αρχιερέων. Όχι ολιγότερο και των κληρικών και των διακόνων, αλλά ιδιαίτατα όμως των αρχιερέων. Γι΄αυτό ο αρχιερεύς είναι, όπως λέγεται «εἰς τύπον καί τόπον τοῦ ᾿Αρχιερέως Χριστοῦ». Δηλαδή είναι τύπος του Χριστού και είναι εις τον τόπον εκείνον που θα ήτο ο Χριστός – αυτό πρέπει να είναι δεδομένον, προκειμένου να εκλεγεί, πρέπει να είναι δεδομένον. Αλλά μέσα στην εκκλησιαστική μας ιστορία είναι το ζητούμενον. Άλλο δεδομένον και άλλο ζητούμενον. Έτσι, πολλοί σύγχρονοι αρχιερείς, μόνο γιατί εχειροτονήθησαν, προβάλλουν αυτή τη θέση για να απολαμβάνουν την τιμήν των πιστών. «Ω!», λέει, «είμαι εις τύπον και τόπον Χριστού! Οφείλεις να με σεβαστείς, οφείλεις να με τιμήσεις». Πρέπει όμως να τους ειπωθεί ότι αυτό δεν είναι αυτόματα δεδομένον από την χειροτονία, ότι δηλαδή εχειροτονήθης και αυτομάτως, αυτονοήτως, είσαι εις τύπον και τόπον Χριστού, αλλά είναι ζητούμενον. Δηλαδή, ο εκάστοτε αρχιερεύς είναι εις τύπον και τόπον Χριστού; Ζητούμενον! Γι΄αυτό η Εκκλησία μας σήμερα καταχωρεί αυτήν την αποστολική περικοπή, για να προβάλει τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγον, ο οποίος όντως εστάθη εις τύπον και τόπον Χριστού.
Αλλά ας έρθουμε εις την αποστολική περικοπή να τη δούμε από πιο κοντά. Ένα πρώτο γνώρισμα του Μεγάλου Αρχιερέως Χριστού είναι «ὅσιος». Βέβαια, περιττό να σας πω, το κατανοείτε ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί αναφέρονται εις την ανθρωπίνην φύσιν του Χριστού, όχι στην θείαν. Προφανώς. Και όταν λέγει ότι ο Υιός εκάθισε εις τα δεξιά του Θεού Πατρός δεν σημαίνει ότι εκάθισε ως Θεός, εκάθισε ως άνθρωπος· διότι ο Πατήρ, ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα και δεν υπάρχει τίποτα εις τον Θεόν, ως προς τον Υιόν, αριστερά και δεξιά, αφού είναι ομοούσιος. Ως άνθρωπος, λοιπόν. Και πάντα να ΄χουμε υπόψη μας αυτό το «ως άνθρωπος» για να μπορούμε να καταλαβαίνουμε και να κατανοούμε όλες αυτές τις θέσεις που έχει η Αγία Γραφή.
Έτσι λοιπόν, ὅσιος, που αναφέρεται στην ανθρωπίνη φύση του Χριστού και ο οποίος είναι αρχιερεύς κατά την ανθρωπίνη φύση του Χριστού– διότι εις το διηνεκές είναι αρχιερεύς ο Χριστός τα προς ημάς. Μάλιστα με μια ευχή που λέμε στη Θεία Λειτουργία το δείχνομε ολοκάθαρα αυτό. Η ευχή λέγει ότι είναι ο Ίδιος «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ διαδιδόμενος». Ο Ίδιος προσφέρει, ο Ίδιος προσφέρεται και ο Ίδιος διαδίδεται. Τι είναι τότε ο ιερεύς; Απλώς γιατί η αγάπη Του το θέλει, έτσι να είναι. Δίνει ο ιερεύς ή ο αρχιερεύς, δίνει τα χέρια του· και το «θέλω», το θέλημά του. Γιατί εάν εγώ δεν θέλω, μπορεί να έχω ιεροσύνη, αν εγώ δεν θέλω να τελέσω τη Θεία Λειτουργία ή μου το επιβάλλουν δια περιστρόφου, είναι άκυρο. Πρέπει να υπάρχει το θέλω του ιερουργού. Δίνουμε λοιπόν τα χέρια μας εις τον Χριστόν, διότι Εκείνος είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος και διαδιδόμενος. Έτσι λοιπόν, αγαπητοί μου, θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος μετέχει τόσο λίγο και λέγει, λέγει εκεί η ευχή: «Ποιος μπορεί να Σε υπηρετήσει, Κύριε; Ποιος μπορεί να Σε προσεγγίσει; Κανείς δεν είναι άξιος…». Ωστόσο, η αγάπη του Θεού μας αξιώνει ούτως ειπείν, έστω κι αν βάλουμε τη λέξη «αξιώνω» εντός εισαγωγικών.
Και «ὅσιος» προκειμένου εδώ του ιερού κειμένου σημαίνει: ευσεβής προς τον Θεόν. Σημαίνει «ευσεβής του Θεού λάτρης». «Ὃσιος» σημαίνει ότι είναι η συνισταμένη ιδιότης όλων των αρετών που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος και εν προκειμένω ο αρχιερεύς. Δηλαδή της ευλαβείας, της υπακοής, της πιστότητος, της εξ ολοκλήρου αφοσιώσεως εις τον Θεόν, της ολοκληρωτικής αφιερώσεως εις τον Θεόν– δεν έχει σημασία εάν είναι έγγαμος, παλαιότερα οι ιερείς ήσαν έγγαμοι. Και ο ιερεύς δύναται να είναι έγγαμος- αυτή η αφιέρωσις δεν αφαιρεί τίποτε από την…, θα λέγαμε την τοποθέτηση του αρχιερέως παλιότερα, του ιερέως σήμερα που είναι έγγαμος, το ένα δεν αφαιρεί τίποτε από το άλλο.
Και σημαίνει ακόμα ελεύθερος από διάφορες κλίσεις της ψυχής προς την ποικίλη αμαρτία. Έχω, ας πούμε, την κλίση σ’ αυτήν την αμαρτία ή σε εκείνη την αμαρτία. Να είμαι ανήθικος· ή να είμαι πλεονέκτης· να ‘μαι φιλάργυρος, να είμαι εγωιστής· να είμαι οτιδήποτε απ’ όλ΄αυτά. Όχι, θα πει ελεύθερος απ’ όλες αυτές τις κλίσεις προς την ποικίλη, όπως σας είπα, αμαρτία. Όλα αυτά βέβαια λέγονται, είναι κάτω από τον όρο, τη λέξη «ὅσιος».
Τραγική αντίθεση ήταν οι αρχιερείς της εποχής του Χριστού. Τραγική αντίθεσις. Ο Άννας επί παραδείγματι ήταν ένας πονηρότατος αρχιερεύς. Δεν ήτο, όταν ο Χριστός κατεδικάσθη από το Συνέδριο, δεν ήτο εν ενεργεία, ήταν όμως η ψυχή του συνεδρίου. Ήταν στα παρασκήνια και επιδρούσε επί όλων των αποφάσεων του συνεδρίου– ήταν, σας ξαναλέγω, ένας πονηρότατος αρχιερεύς. Κι ο γαμπρός του, ο Καϊάφας, «ἐπί θυγατρί, γαμβρός»· ήσαν και οι δυο φιλορωμαίοι, δηλαδή άνθρωποι που δεν κοιτούσαν το συμφέρον του λαού, αλλά το συμφέρον της τσέπης των και του γοήτρου των, και τα είχαν καλά με τους Ρωμαίους- γιατί οι Ρωμαίοι επενέβαιναν στη θέση του αρχιερέως, δηλαδή άλλαζαν τους αρχιερείς πάρα πολύ εύκολα και συχνά, κάτι που απηγορεύετο από τον νόμο. Αν είχαν βέβαια, συνείδηση αυτοί οι αρχιερείς, θα λέγανε: «Με καταργείς, δεν επανέρχομαι». Τίποτε, γιατί ήτανε ισόβιος ο αρχιερεύς.
Ήταν ακόμη οι δύο αυτοί, Σαδδουκαίοι. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Δεν είχαν σωστή πίστη. Δεν πίστευαν σε ύπαρξη αγγέλων, δεν πίστευαν εις την αθανασίαν της ψυχής, δεν πίστευαν σε ανάσταση νεκρών, δεν πίστευαν σε αιώνιες απολαβές- Παράδεισον, Βασιλεία Θεού, Κόλασιν- δεν πίστευαν τίποτε… Πίστευαν μόνο σκέτα-νέτα στον Θεό, κατά τρόπον δεϊστικόν: «Ο Θεός είναι εκεί, και εμείς είμαστε εδώ στη γη· ο Θεός είναι στον ουρανό, ας κοιτάξει τα κατ’ Αυτόν και εμείς εδώ στη γη να κοιτάξουμε τα δικά μας». Αυτοί ήταν οι Σαδδουκαίοι… Και όμως κατελάμβαναν, παρακαλώ, και το αξίωμα του αρχιερέως…
Και τώρα η αγάπη του Χριστού είναι, είναι…, το βάθος της ταπεινώσεως είναι καταπληκτικόν. Αφήνει τον εαυτό Του ως άνθρωπο να Τον καταδικάσουν, τέτοιας φύσεως, τέτοιας μορφής, τέτοια… -τι να πω, τι να πω; Τι χαρακτηρισμό να δώσω;- άνθρωποι… Τέτοιοι αρχιερείς… Ούτε καν δε οι άνθρωποι αυτοί, σαν Σαδδουκαίοι που ήσαν- ούτε καν αντελήφθησαν την θεία καταγωγή του Χριστού· που ήσαν εκ του αξιώματός των, φύσει-θέσει εντεταλμένοι προς τούτο. Έπρεπε να αναγνωρίσουν· για να φυλάξουν τον λαό από Ψευδομεσσίες και να υποδείξουν τον αληθινό Μεσσία. Γι΄αυτό -υποκριτικά, βέβαια, πάντοτε- είπε ο Καϊάφας που ήταν εν ενεργεία αρχιερεύς: «Πες μας», λέει, «σε ορκίζω εις τον Θεό τον ζώντα, εσύ είσαι ο Μεσσίας;». Και ο Χριστός είπε εκείνο το «Σύ εἶπας», που σημαίνει «Είναι όπως το λες, είμαι ο Μεσσίας».
Και προσθέτει ο Χριστός το όραμα και την προφητεία του Δανιήλ: «Και θα δείτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων» κλπ. «Ναι, εγώ είμαι ο Μεσσίας». Υποκριτικά λοιπόν ο Καϊάφας σχίζει τα ιμάτιά του: «Ακούσατε», λέγει, «εβλασφήμησε…». Μα δεν ζήτησες να σου πει ο κατηγορούμενός σου ποιος είναι; Σου το είπε… Τον όρκισες; Με όρκον; Σου το είπε! Αληθεύει. Γιατί δεν εξετάζεις αλλά σχίζεις τα ρούχα σου υποκριτικότατα; Και ο Καϊάφας και το συνέδριον –εκτός εξαιρέσεων- κατεδίκασαν τον Χριστόν εις θάνατον ως ψευδόχριστον, ως ψευδομεσσίαν. Έτσι λοιπόν, βλέπει κανείς ότι ήταν εκ της θέσεώς του υποχρεωμένος για να φυλάξει, επαναλαμβάνω, τον λαό από πλάνη, να δώσει εκείνος τη μαρτυρία – αλλά η μαρτυρία του Καϊάφα ήταν να θανατωθεί ο Ιησούς.
Ας δούμε ακόμη αυτό το «ἄκακος», που λέγει ο απόστολος Παύλος στους χαρακτηρισμούς του Μεγάλου Αρχιερέως, του Χριστού. Τι θα πει «ἄκακος»; Όπως λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «ἀπόνηρος, οὐχ ὓπουλος», χωρίς πονηρία, χωρίς υπουλότητα· «κακίας ἐλεύθερος», λέγει ένας άλλος, ο Ζιγαβηνός, «ἄδολος»· «δόλος γάρ φησί οὐχ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ», λέει ο Οικουμένιος. Και ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος: «ἀπείραστος κακῶν».
«καί ἀμίαντος»: ένας τρίτος χαρακτηρισμός. «Τι είναι ἀμίαντος;», λέγει ο Ζιγαβηνός, «ἐπίτασις τοῦ ἀκάκου, τό ἀμίαντον». Δηλαδή, για να τονιστεί περισσότερον αυτό που λέμε «άκακος»- βάζει τον χαρακτηρισμό: «αμίαντος», δεν έχει μίασμα, δεν έχει τίποτα, δεν έχει κηλίδα, δεν έχει «μῶμον», δεν έχει τίποτε… Απηλλαγμένος, λοιπόν, παντός μολυσμού.
Όταν όμως σήμερα ακούμε, αγαπητοί μου, ανήκουστα πράγματα μολυσμού εις τους κληρικούς μας, και διακόνους, και πρεσβυτέρους, και αρχιερείς- αλήθεια, μας καταλαμβάνει ίλιγγος… το τι ακούμε…
Και ακόμα ένας χαρακτηρισμός: «Κεχωρισμένος», λέγει, «ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν». Σώζει τους αμαρτωλούς, αλλά είναι χωρισμένος από τους αμαρτωλούς. Και επειδή πάντα τύπος είναι ο Χριστός -δηλαδή το αρχέτυπον– θα λέγαμε ότι ο κληρικός, ιδιαίτατα ο αρχιερεύς, οφείλουν να μην είναι εκκοσμικευμένοι. Αυτό θα πει «κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν», να είναι χωρισμένος από την εκκοσμίκευσιν. Να μη χρησιμοποιούν τις μεθόδους του κόσμου τούτου, όπως είναι η διπλωματία, όπως είναι οι συμβιβασμοί. Σήμερα, ο Οικουμενισμός, αυτή η παναίρεσις – και δεν παύω να σας υπενθυμίζω την παρουσία του, η οποία γίνεται εντονοτέρα και εντονοτέρα- καταβροχθίζει ο Οικουμενισμός με όλη του την ευκολία και τη μεγαλοπρέπεια πολλούς εκ των συγχρόνων αρχιερέων, αρχιεπισκόπων και πατριαρχών. Έτσι λοιπόν ένας σύγχρονος αρχιερεύς δεν είναι «κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν», διότι όλα αυτά είναι του διαβόλου κατασκευάσματα.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αγνοούσε αυτούς τους ελιγμούς. Μάλιστα ένας σύγχρονος βιογράφος του λέει: «Ήτανε το αδύνατό του σημείο» -εγώ θα έλεγα «το δυνατό του σημείο». Δεν ήξερε να ελίσσεται, δεν ήξερε τους συμβιβασμούς της διπλωματίας, γι΄αυτό μόλις του ειπώθηκε ότι είναι αντικανονικός, αμέσως παρητήθη από την προεδρίαν της Β΄Οικουμενικής Συνόδου.
Και η Εκκλησία, αγαπητοί μου, πάντοτε αναζήτησε ιερείς και αρχιερείς που να ανταποκρίνονται στο αρχέτυπον Ιησούς Χριστός. Για παράδειγμα, στο βιβλίο της «Διδαχῆς» αναφέρονται τα εξής. Προσέξατε και θα σας δείξω μετά ότι δεν μας είναι θέματα που δεν μας ενδιαφέρουν. Εννοείται τον λαό του Θεού. Λέγει στην ιε΄ παράγραφο το βιβλίον «Διδαχή» – είναι πολύ παλιό βιβλίο: «Χειροτονήσατε οὖν ἑαυτοῖς -να χειροτονήσετε για τους εαυτούς σας, δηλαδή για την τοπική σας εκκλησία- ἐπισκόπους καὶ διακόνους ἀξίους τοῦ Κυρίου -να΄ναι άξιοι του Κυρίου, για να Τον αντιπροσωπεύουν- ἄνδρας πραεῖς -που να είναι αυτοί άντρες πραείς, με πραΰτητα- καὶ ἀφιλαργύρους –να μην είναι φιλάργυροι- καὶ ἀληθεῖς – νά’ναι ήσυχοι, αληθινοί άνθρωποι, εκείνο που είπε ο Χριστός για τον Ναθαναήλ· ήρθε ο Φίλιππος και του είπε, λέει στον Ναθαναήλ «το και το» και όταν ο Χριστός είδε τον Ναθαναήλ είπε: «Να ένας αληθινός Ισραηλίτης, που δεν υπάρχει δόλος εις το στόμα του…». Ο ίσιος άνθρωπος, ο άδολος άνθρωπος. Αυτός είναι ο αληθινός.
«Καὶ δεδοκιμασμένους», να έχουν δοκιμαστεί, πρώτα θα δοκιμαστούν και κατόπιν θα χειροτονηθούν. Ποια ήταν η βιοτή του; Πώς έζησε ανάμεσά μας αυτός ο άνθρωπος, για να τον χειροτονήσουμε τώρα και να τον έχουμε κληρικό μας; Ο δε άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος γράφει εις τον άγιο Πολύκαρπο, επίσκοπο Σμύρνης, μάλιστα φεύγει από την Αντιόχεια, την επισκοπή του και πηγαίνει δια ξηράς στη Ρώμη για να μαρτυρήσει. Έτσι περπατώντας πέρασε από την Σμύρνη, την επισκοπή του αγίου Πολυκάρπου. Και γράφει εκεί. Προχώρησαν προς τα πάνω, ψηλά, βόρεια δηλαδή, στους Φιλίππους κλπ. κλπ.
Γράφει λοιπόν από τους Φιλίππους, γράφει στον άγιο Πολύκαρπο τα εξής: «Πρέπει, Πολύκαρπε θεομακάριστε, συμβούλιον ἀγαγεῖν θεοπρεπέστατον – Ποιο είναι το «θεοπρεπέστατον συμβούλιον»; Είναι η Σύνοδος. Και το λέει «θεοπρεπέστατον». Ναι… Έτσι πρέπει να είναι η Σύνοδος- «καὶ χειροτονῆσαί τινα -και να χειροτονήσετε κάποιον-, ὃν ἀγαπητὸν λίαν ἔχετε -από ανάμεσά σας που να είναι, λέγει, αγαπητός, προσεκτικός άνθρωπος- καὶ ἄοκνον – άοκνος, όχι τεμπέλης, προκομμένος θα τον λέγαμε με έναν γενικό χαρακτηρισμό, προκομμένος άνθρωπος που αγαπάει τον Θεό, αγαπάει τα του Θεού-, ὃς δυνήσεται –ο οποίος θα μπορέσει- θεοδρόμος καλεῖσθαι –να αποκληθεί θεοδρόμος, ότι είναι στον δρόμο του Θεού, δηλαδή του Θεού άνθρωπος- τοῦτον καταξιῶσαι, ἵνα πορευθεὶς εἰς Συρίαν –να πάει στη Συρία, στην Αντιόχεια- δοξάσῃ ὑμῶν τὴν ἄοκνον ἀγάπην εἰς δόξαν Θεοῦ». Βλέπετε τι γράφει ο άγιος Ιγνάτιος στον άγιο Πολύκαρπο; Ποιος θα αντικαταστήσει τον άγιο Ιγνάτιο που πηγαίνει για το μαρτύριο; Είναι στην έβδομη παράγραφο αυτά που σας λέγω, «Πρός ἃγιον Πολύκαρπον».
Αγαπητοί. Αυτά όλα λέγονται και προβάλλονται για να γνωρίζει ο λαός ποιους πρέπει να έχει ως ποιμένας και διδασκάλους στην εκκλησία του. Δεν επιτρέπεται άγνοια· γιατί τότε λύκοι θα κυβερνούν και θα κατασπαράσσουν την ψυχή σας. Ο Κύριος μας δίδαξε ότι «ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ -τον ακολουθούν τα πρόβατα, τα λογικά πρόβατα-, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ -γιατί γνωρίζουν την φωνή του-· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν –ξένον, αλλότριον στα του Θεού δεν τον ακολουθούν-, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ -φεύγουν μακριά του-, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν – γιατί δεν αναγνωρίζουν των ξένων την φωνήν».
Αλλά και ο Θεός δια του προφήτου Ιερεμίου διαμαρτύρεται και λέγει: «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου –Πολλοί ποιμένες, λέει, διέφθειραν τον αμπελώνα του· ο αμπελώνας του είναι ο λαός του Θεού-, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου -ήτανε ο περιούσιος λαός η μερίδα του Θεού, ήταν ο Ισραήλ· ἐμόλυναν, βρώμισαν τη μερίδα μου, τον λαό μου- ἔδωκαν τὴν μερίδα τὴν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον ἄβατον, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνὴρ τιθέμενος ἐν καρδίᾳ– και την επισκοπή μου, λέει ο Θεός, τον λαό μου, τον έκαναν έρημο-πώς λέμε: «έρημος τόπος»- τον ερήμαξαν και προσέξτε μια φρασούλα που λέει ο προφήτης Ιερεμίας και που είναι στο δωδέκατο κεφάλαιο ανάμεσα στους στίχους 10ον και 11ον, ακούστε: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνὴρ τιθέμενος ἐν καρδίᾳ», δηλαδή: «και όμως, κανείς δεν θέτει αυτό στην καρδιά του και δεν το συναισθάνεται ότι μπορεί να έχει κληρικούς, οι οποίοι κατεσθίουν την ποίμνη του λαού του Θεού». Κανείς δεν το ΄βαλε στο μυαλό του, λέει, να αντιδράσει. Και συμπληρώνει ο προφήτης: «Ὦ οἱ ποιμένες, οἱ διασκορπίζοντες καὶ ἀπολλύοντες τὰ πρόβατα τῆς νομῆς μου. διὰ τοῦτο ὑμεῖς διεσκορπίσατε τά πρόβατά μου καὶ ἐξώσατε αὐτὰ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθε αὐτά, ἰδοὺ ἐγὼ ἐκδικῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς κατὰ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν· ὅτι ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐμολύνθησαν καὶ ἐν τῷ οἴκῳ μου εἶδον πονηρίας αὐτῶν-μέσα στον οίκο μου, εις τον ναό, είδα τις βρωμιές τους», λέει ο Θεός.
Αγαπητοί. Γι΄αυτό η Εκκλησία μας προβάλλει αγίους άνδρας, όπως τον σήμερον εορταζόμενον άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον, για να καθρεπτιζόμαστε στην εκείνων βιοτήν με αρχέτυπον τον Ιησούν Χριστόν, για να δοξάζεται ο Χριστός και να οικοδομείται η Εκκλησία Του, αμήν.
(Απομαγνητοφώνηση και ηλεκτρονική επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)