Μη χάνετε το θάρρος σας

Μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός Προηγούμενος Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Όρους

 

Αδελφοί και πατέρες, αν και περιστασιακά μιλήσαμε για το θάρρος, και ότι δεν πρέπει να
πέφτουμε στην απόγνωση, σ αυτήν την κατήχηση θα αναπτύξουμε το θέμα εκτενέστερα, για να
ενθαρρύνουμε τους αγωνιστές, ώστε να μην οπισθοχωρούν μπροστά σ ένα από τα σπουδαιότερα
τεχνάσματα του πονηρού μας αντίπαλου.
Εάν το «κατ ευδοκίαν» θέλημα του Θεού και Πατέρα των πάντων είναι «ίνα (μη) απόληται
εις των μικρών τούτων» (Ματ. ιη, 14), και πάλι τον βρίσκουμε να ορκίζεται στο όνομά του, « επεί
κατ ουδενός είχε μείζονος ομόσαι» (Εβρ. στ, 13), ότι δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού «ως το
επιστρέψαι και ζην αυτόν» , τότε ποια θέση μπορεί να έχει η απόγνωση; Προηγείται η
αποθάρρυνση, που προκαλεί το μαρασμό και ακολουθεί η απογοήτευση, που προκαλεί τη νέκρωση
και παραλυσία. Μετά τοποθετείται η πλάκα του θανάτου, η απόγνωση, που είναι ύβρη κατά της
θείας ευσπλαγχνίας και παναγάπης. Αυτός ο οποίος «του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ υπέρ ημών
πάντων παρέδωκεν αυτόν» (Ρωμ. η, 32), δεν θα επιβλέψει και στη δική μας φτώχεια και αδυναμία,
ώστε να μη μας στερήσει αυτά που ετοίμασε «πρό καταβολής κόσμου»; Χωρίς Θεό γίνεται τίποτε;
Εάν «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α Κορ. ιβ, 3) και «ουδείς
δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν» και «ουχ υμείς με εξελέξασθε,
αλλ εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε» (Ιω. ιε, 16), τότε
που βρίσκεται η έννοια της αποθάρρυνσης ή και αυτής της σκέψης ότι μεταβλήθηκε η απόφαση
του Θεού ή η ευσπλαγχνία του;
Δεν είναι κριτής ο Θεός, αν και στη συντέλεια άπαξ θα «αποδώσει εκάστω κατά τα έργα
αυτού» (Ρωμ. β, 6). Στην εδώ ζωή όμως, μόνο την ευσπλαγχνία και αγάπη του εφαρμόζει, όπως ο
ίδιος αποκαλύπτει. «Ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ ίνα σώσω τον κόσμον» (Ιω. ιβ, 47).
Δεν είδατε ότι όταν οι μαθητές Ιάκωβος και Ιωάννης, επειδή ήταν ατελείς πριν την Πεντηκοστή,
ζήτησαν να τους επιτραπεί να κατακάψονν τους Σαμαρείτες, επειδή δεν τους δέχτηκαν στην πόλη
τους, ο Κύριος τους επετίμησε και τους είπε «ουκ οίδατε ποίου πνεύματός εστε υμείς» (Λονκ. θ, 55)
και άρα ποιος είναι ο σκοπός σας;
Ο Θεός στις σχέσεις του με τον κόσμο δεν εμφανίζεται ως κριτής, αλλά ως πατρική
παναγάπη. Περιστασιακά, όταν επεμβαίνει για τη διόρθωση και τον αφυπνισμό των αναίσθητων
ανθρώπων και φαίνεται ως κριτής, και πάλιν άλλη μορφή αγάπης παρουσιάζει. Εάν εφάρμοζε την
εξουσία του, ως Κριτής, έπρεπε να την εφαρμόσει εξ αρχής στην πτώση του ανθρώπου. Μόνο όμως
στοργή εφάρμοσε, την οποία συνεχίζει μέχρι το τέλος του «παρόντος αιώνος».Εάν ο Θεός ήταν
κριτής, έπρεπε σε μας να εφαρμόσει τη δικαιοσύνη του, όταν τον αγνοούσαμε και τον προδώσαμε
ολοκληρωτικά. Όμως, παρά τη δική μας άρνηση και αυθάδεια, μας τράβηξε πίσω του, για να
φανερώνει έτσι αδιάλειπτα την ευσπλαγχνία και την παναγάπη του.
Η περιγραφή της παναγαθότητας του Θεού δεν σημαίνει μείωση της πρόθεσής μας για
πίστη και υπακοή στο πανάγιο θέλημά του, ούτε αφορμή για ραθυμία και αμέλεια λόγω της
φιλανθρωπίας του. Ξεσκεπάζουμε, με αυτά που λέμε, τα παμπόνηρα οχυρά και όπλα του διαβόλου,
με τα οποία τρομοκρατεί με λύσσα τους αδύνατους και όσους δεν έχουν γνώση του αόρατου
πολέμου. Πολλά παραδείγματα διάφορων αθλητών υπάρχουν στις διηγήσεις των βίων των
Πατέρων μας, που αν και πολεμήθηκαν με βία από τον εχθρό, για τα λάθη που τους συνέβησαν στη
ζωή, δεν έπεσαν στην απόγνωση και δεν υποχώρησαν, παρά τις πληγές που δέχονταν, όπως ο
Κύριος το επέτρεψε. Επέμεναν στη μετάνοια, ελπίζοντας και πιστεύοντας στην αμετάβλητη
ευσπλαγχνία του Κυρίου.
Συγκλονιστικά παραδείγματα ηρώων της μετάνοιας αναφέρονται στον «Ευεργετινό» (τ. Α),
που με τη θαυμαστή επιμονή τους και πίστη στη θεία ευσπλαγχνία πέτυχαν τη σωτηρία τους, παρά
τα θανάσιμα τραύματα, που δέχτηκαν. Θα αναφέρω μόνο ένα, με το οποίο φράζεται κάθε στόμα
και καθίσταται υπόδικος ο δαίμονας της αποθάρρυνσης και απελπισίας.
Αναφέρει ο άγιος Αμφιλόχιος για ένα μοναχό, που νικήθηκε από το πάθος της πορνείας και
καθημερινά επιτελούσε την αμαρτία. Δεν έχασε όμως το θάρρος του, ως αθλητής της μετάνοιας,
αλλά έτρεχε στο ναό και με δάκρυα ικέτευε τον Κύριό μας να τον συγχωρήσει για το σφάλμα του,
που το παραδεχόταν ως φοβερό. Η κακή αρχή και πράξη πρόσθεσε και τη συνήθεια στο πάθος. Και
64/124
η συνήθεια τον έσυρε καθημερινά στην αμαρτία, χωρίς να πάψει όμως, την ίδια ώρα, να κλαίει και
να ικετεύει τον πανάγαθο Δεσπότη να μην τον αποστραφεί, αλλά και να του αφαιρέσει το μεγάλο
πειρασμό, που τον αιχμαλώτιζε. Αυτή η κατάσταση κράτησε περισσότερο από δέκα χρόνια με την
ίδια μετάνοια και εξομολόγηση.
Πολλές φορές από την αίσθηση της μεγάλης του ενοχής ορκιζόταν στο Θεό, ότι αν τον
συγχωρούσε δεν θα το επαναλάμβανε, χωρίς ποτέ φυσικά να φυλάξει τον όρκο του. Στο μακρύ
διάστημα αυτής της πάλης δεν άντεξε ο διάβολος την ήττα του, από τη μετάνοια του αδελφού, που
του γκρέμιζε κάθε μέρα όσα πετύχαινε με τους πειρασμούς του. Ενώ βρισκόταν ο αδελφός
πεσμένος μπροστά στην εικόνα του Κυρίου κλαίοντας, παρουσιάστηκε αισθητά ο διάβολος και
ζητούσε δικαιοσύνη από το Θεό. Διαμαρτυρόταν γιατί δεχόταν ο Θεός συνέχεια τον ψεύτη και
πόρνο και δεν τον τιμωρούσε, αφού όχι μόνο αμάρτανε, αλλά και έδινε ψεύτικες υποσχέσεις
καθημερινά, χωρίς ποτέ να τις τηρήσει.
Τότε ο Κύριος, με φωνή αντάξια της παντοκρατορίας του, είπε στο διάβολο:
«Δράκοντα βύθιε, δεν σε φτάνει ότι κατάπιες όλη την οικουμένη; Θέλεις να αρπάξεις κι
αυτόν που είναι πεσμένος μπροστά μου και ζητά το έλεός μου; Έχεις να δείξεις τόσα κακά, όσα
αξίζει το αίμα μου, που έχυσα γι αυτόν; Εγώ παράγγειλα στους μαθητές μου, να συγχωρούν
«εβδομηκοντάκις επτά» καθημερινά, όσους μετανοούν, και δεν θα το εφαρμόσω εγώ σε όσους με
παρακαλούν; Όσες φορές έρχεται σε σένα για να κάνει την αμαρτία δεν τον διώχνεις, αλλά τον
δέχεσαι με χαρά και δεν τον περιφρονείς. Θα τον περιφρονήσω εγώ, που έγινα γι αυτόν άνθρωπος
και φιλάνθρωπος; Εγώ είπα ότι σε οποιαδήποτε κατάσταση βρώ τον άνθρωπο σ αυτήν και θα τον
κρίνω. Να, λοιπόν, αυτόν τον βρίσκω μπροστά μου να μετανοεί. Τον παίρνω καθώς με παρακαλεί
και σώζω την ψυχή του, που δεν έπαψε να ελπίζει στην ευσπλαγχνία μου και συ να ντροπιαστείς» !
Περιγράψαμε με συντομία και σταθήκαμε στα κύρια σημεία της διήγησης, με σκοπό να
μάθουμε ποιον έχουμε εύσπλαγχνο Πατέρα και Δεσπότη, και ότι καμμιά σατανική πονηριά η
κακότητα δεν μπορεί να μας αποκόψει απ αυτόν, εάν δεν απελπιστούμε, όσο και αν ηττηθούμε σε
κάποια πράγματα για ένα διάστημα. Φτάνει να διορθωθούμε επιστρέφοντας με τη μετάνοια.
Για να αποδείξουν την αξία και τη δύναμη της μετάνοιας οι Πατέρες, μας είπαν το εξής
απόφθεγμα: «Αύτη εστίν η δυναμις των θελόντων κτήσασθαι τας αρετάς, ίνα εάν πέσωσι μη
μικροψυχήσωσι αλλά πάλιν εγερθώσι».
Σε μας όμως, τιμιώτατοι μου αδελφοί, ποιά δύναμη και θέση έχει η σκοτεινή ομίχλη της
απελπισίας, αφού γίναμε και είμαστε όλοι ένα σώμα, μια καρδιά και μια ψυχή, με τη Χάρη τον
Χριστού; Προχωρούμε αλληλοϋποστηριζόμενοι στον αγώνα μας, τηρώντας, με όση δύναμη έχουμε,
το πατερικό μας πρόγραμμα, που είναι η ζωντανή ομολογία μας. «Τω πνεύματι ζέοντες τω Κυρίω
δουλεύοντες» (Ρωμ. ιβ, 11) «μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν ίνα μη μωμηθή η διακονία»
(Β Κορ. στ, 3).
Επισύρω και πάλι την προσοχή σας στις περιστάσεις που βρισκόμαστε, με την ανακαίνιση
της μονής μας και άρα την αύξηση των μεριμνών και των ευθυνών. Τι είναι όμως αυτές, αν τις
συγκρίνουμε με όσα οι προηγούμενοι από μας Πατέρες δημιούργησαν από το μηδέν και σε καιρούς
δύσκολους, τότε που δεν υπήρχαν τα μέσα και τα υλικά; Είναι απαραίτητο χρέος και επιβάλλεται
να διατηρήσουμε τη μονή για την επόμενη γενιά, όπως και μεις τη βρήκαμε. Να μην κουράζεστε
και γογγύζετε, γιατί θα αμειφθούμε ασύγκριτα από τον εργοδότη μας Θεό, που υπόσχεται μισθό σε
όποιο δώσει ένα ποτήρι ψυχρού νερού στο όνομά του. Πόσο μεγαλύτερη αμοιβή θα δοθεί σ
εκείνους που συντηρούν και συγκρατούν τα θεία ιδρύματα και σκηνώματα, ειδικά σήμερα που η
απιστία και αδιαφορία τα καταργεί, και στερούνται οι πιστοί της παρηγοριάς. Δεν μας συγκινεί η
ευαρέσκεια, που εκφράζουν οι προσκυνητές και η προσέλευση νέων αδελφών στη συνοδεία μας,
που είναι μαρτυρία ότι ο Θεός ευαρεστείται με τη μικρή μας πρόθεση και προσφορά;
Με επιμέλεια να φροντίζουμε τη διακονία μας. Ειδικά να προσέχουμε τα διάφορα υλικά και
εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούν οι εργάτες για τις διάφορες εργασίες. Ζούμε σ έναν κυκεώνα
ιδεών, θεωριών και πεποιθήσεων και οι περισσότεροι των εργατών είναι αδιάφοροι. Χρειάζεται
από μας επιστασία, για να επικρατεί κάποια ισορροπία, ώστε να ολοκληρώνεται ο δικός μας
σκοπός, αλλά κι αυτούς να αφυπνίσουμε από την απόγνωση της συγχυσμένης τους ζωής, αφού οι
περισσότεροι είναι εξόριστοι και μακρυά από τις οικογένειες και τις πατρίδες τους. Παντού και
65/124
πάντοτε είμαστε υποχρεωμένοι, ως «άλας της γης», να δίνουμε την καλή μαρτυρία του ευαγγελίου,
που είναι η προέκταση της παρουσίας του Κυρίου μας μέσω των ανθρώπων κάθε εποχής.
Όποιος βλέπει ή αισθάνεται, στο περιβάλλον που βρίσκεται, ότι γίνεται σπατάλη, κακή
χρήση η φθορά των μέσων και των υλικών της μονής να μην αμελεί, αλλά να διορθώνει, αν μπορεί,
ή να ειδοποιεί τους υπεύθυνους, γιατί «επικατάρατος ο ποιών το έργον του Κυρίου αμελώς» (Ιερ.
λγ, 10). Ποτέ όμως, να μη γίνονται οι μέριμνες πρόφαση αμέλειας η περιφρόνησης του
πνευματικού μας σκοπού, που είναι το κέντρο βάρους του μοναχικού μας προορισμού. Γι αυτό οι
πατέρες μας χάραξαν τα προγράμματα των ακολουθιών και των προσευχών μας.
Δεν μας συγκινεί το παράδειγμα του βασιλιά Δαυΐδ, που ενώ ήταν πολυάσχολος και σε
εμπόλεμους καιρούς, δεν ξεχνούσε τη λατρεία του προς το Θεό και. εφτά φορές την ημέρα
προσευχόταν; Προσθέστε και τις παρακλήσεις του ανάλογα με τις περιστάσεις. Και ήταν
ταυτόχρονα βασιλιάς, στρατηγός, πατέρας, κριτής και παππούς πολύ μεγάλης οικογένειας. Πότε
έβρισκε τον κατάλληλο καιρό, ώστε να βρέχει το κρεββάτι του με δάκρυα μετάνοιας; Επειδή δεν
ακολουθούσε τη βασιλική διατροφή, τα γόνατά του ασθενούσαν από τη νηστεία και η όψη του
αλλοιωνόταν από την εγκράτεια.
Εμείς, αδελφοί μου, δεν πρέπει όλα αυτά να τα παραμελούμε, γιατί αθλούμε στο ίδιο στάδιο
και προσδοκούμε τις ίδιες αμοιβές

 

Από το βιβλίο Β ΑΤ Ο Π Α Ι Δ Ι Ν Ε Σ  Κ ΑΤ Η Χ Η Σ Ε Ι Σ  Γέροντος Ιωσήφ