Κυριακή Η’ Λουκά: Ο Καλός Σαμαρείτης

† Μακαριστός Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom

 

Θέλω να προσέξετε δυο ή τρία πράγματα από την παραβολή του σημερινού Ευαγγελίου.

Εκεί λέγεται ότι κάποιος άνθρωπος πήγε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ. Στην Παλαιά Διαθήκη η Ιερουσαλήμ ήταν ο τόπος, όπου ζει ο Θεός, όπου προσκυνήθηκε, όπου Του προσεύχονταν οι άνθρωποι. Εκείνος ο άνθρωπος ήταν στο δρόμο κάτω στην κοιλάδα. Από το βουνό, με θέα στον ουρανό, κατέβηκε εκεί, όπου περνάει η απλή ανθρώπινη ζωή.

Σ΄αυτό το δρόμο τον έπιασαν ληστές, πήρανε τα ρούχα του, τον χτύπησαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο στο δρόμο. Πέρασαν τρεις άνθρωποι, ο ένας μετά τον άλλο. Και οι τρείς ήρθαν από εκεί, όπου ζει ο Θεός. Και οι τρεις προσκύνησαν τον Θεό και έκαναν τις προσευχές τους. Οι δύο από τους τρεις προσπέρασαν τον πληγωμένο. Στο Ευαγγέλιο λέγεται καθαρά, ότι ο ιερέας απλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Ήταν ένας άνθρωπος καλά εξασφαλισμένος. Δεν μπορεί να τον αγγίξει – έτσι τουλάχιστον νόμιζε- η ανθρώπινη ανάγκη. Δεν είχε καταλάβει τίποτα από τις προσευχές που διάβαζε προς το Θεό, ο οποίος είναι η ίδια η Αγάπη. Μετά προσπέρασε ο επόμενος, ένας λευίτης, δηλαδή ένας άνθρωπος που γνωρίζει την Αγία Γραφή, αλλά, όπως φαίνεται, δεν γνώρισε τον Θεό. Πλησίασε το μισοπεθαμένο, τον κοίταξε μια στιγμή και μετά συνέχισε τον δρόμο του. Ο νους του ήταν απασχολημένος με ψηλότερα πράγματα από μια ανθρώπινη ζωή ή το πάθος ενός ανθρώπου.

Και τέλος πάντων ήρθε ένας άνθρωπος που τον περιφρονούσαν οι εβραίοι απλά για την ύπαρξή του. Όχι εξαιτίας κάποιων προσωπικών, ηθικών ή άλλων αδυναμιών, αλλά απλά γιατί ήταν Σαμαρείτης – ένας απόβλητος. Αυτός σταμάτησε, όταν είδε τον πληγωμένο, γιατί ήξερε τι σημαίνει να είσαι απόβλητος, να είσαι μόνος, πώς νιώθεις όταν σε προσπερνάνε με περιφρόνηση. Έσκυψε επάνω στον πληγωμένο και έκανε ό,τι μπορούσε για να ανακουφίσει τον πόνο του. Τον έφερε σ΄ένα ήσυχο μέρος, όπου μπορεί να αναρρώσει. Όλα τα έξοδα τα ανέλαβε αυτός. Όχι μόνο τα έξοδα για τον πανδοχέα, για να φροντίζει τον πληγωμένο, αλλά ξόδεψε το δικό του καιρό, την δική του φροντίδα και τη δική του καρδιά. Τον φρόντισε με όλους αυτούς τους δυνατούς τρόπους, με τους οποίους και εμείς μπορούμε να φροντίζουμε τους ανθρώπους γύρω μας.

Σήμερα κι εμείς περάσαμε όλο το πρωί στην παρουσία του Θεού, εκεί, όπου είναι παρών. Ακούσαμε πώς η φωνή Του μας μίλησε για την αγάπη. Ομολογήσαμε ότι πιστεύουμε σ΄αυτό το Θεό, ο οποίος είναι η ίδια η αγάπη, τον Θεό που παρέδωσε στο θάνατο τον Μονογενή Του Υιό για να μπορεί ο καθένας από μας – όχι μόνο σαν ομάδα, όλοι μαζί, αλλά ο καθένας από μας – να αποκτήσει την σωτηρία. Σε λίγο θα φύγουμε από το ναό. Στη διάρκεια της ερχόμενης βδομάδας, ή μέχρι να ‘ρθούμε ξανά στην εκκλησία, θα συναντήσουμε πολλούς ανθρώπους. Θα τους φερθούμε όπως ο ιερέας ή ο λευίτης στην παραβολή; Θα φύγουμε από εδώ, σκεπτόμενοι όλα όσα έχουμε ακούσει και μάθει σήμερα, συγκινημένοι και χαρούμενοι και θα προσπεράσουμε καθέναν που θα βρεθεί στο δρόμο μας, γιατί φοβόμαστε ότι τα προβλήματά τους μπορούν να μας στερούν την ησυχία ή να οδηγήσουν το νου και την καρδιά μας μακριά από το θαύμα της συνάντησης με τον Θεό, από την παρουσία Του; Αν φερθούμε έτσι, τότε λίγο έχουμε καταλάβει (ή ίσως καθόλου) το Ευαγγέλιο, τον Χριστό και τον Θεό.

Και αν αναρωτηθούμε, όπως ο νεαρός ή ο νομοδιδάσκαλος: “Ποιος είναι ο πλησίον μου;“, η απάντηση του Χριστού είναι απλή: Αυτός, για τον οποίον πρέπει να είμαι πρόθυμος να παραμερίσω τα βαθιά συναισθήματα στην καρδιά μου και τις ψηλότερες σκέψεις, είναι ο καθένας. Κάθε άνθρωπος που χρειάζεται την βοήθειά σου, σε κάθε επίπεδο, έστω να του δώσεις απλά λίγο φαΐ ή ένα μέρος να κοιμηθεί, έστω να τον ακούσεις προσεκτικά ή να τον φροντίσεις θερμά ή να είσαι απλά φιλικός μαζί του.

Αν όμως, κάποια μέρα (αυτή η μέρα μπορεί να μην έρθει ποτέ, αλλά μπορεί να έρθει και κάθε στιγμή) απαιτηθεί από μας κάτι πιο μεγάλο, τότε πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να αγαπάμε τον πλησίον μας, όπως μας το μαθαίνει ο Χριστός: πρόθυμοι να δώσουμε τη ζωή μας γι ᾽αυτόν. Το να δίνει κανείς τη ζωή του δεν σημαίνει να πεθάνει, αλλά να δώσει κάθε μέρα την φροντίδα σε όλους όσοι την χρειάζονται. Οι λυπημένοι χρειάζονται παρηγορία, οι χαμένοι στήριγμα, οι πεινασμένοι φαγητό, οι άστεγοι ρούχα, οι μπερδεμένοι μια λέξη που προέρχεται από εκείνη την πίστη, την οποία αντλούμε εδώ στην Εκκλησία και η οποία είναι η ζωή μας.

Ας φύγουμε από εδώ έχοντας στο νου μας αυτή την παραβολή. Όχι σαν ένα από τα πιο όμορφα διηγήματα που μας είπε ο Χριστός, αλλά σαν την άμεση οδό στην οποία μας καλεί ο Χριστός. Η παραβολή μας μαθαίνει πώς πρέπει να φερόμαστε ο ένας στον άλλον, τι προσεκτικά πρέπει να κοιτάζουμε γύρω μας, ξέροντας, ότι και μια μικρή τρυφερή κίνηση, μια θερμή λέξη, μια προσεκτική χειρονομία μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου που ζει μέσα στη μοναξιά. Ας μας βοηθήσει ο Θεός να γίνουμε όμοιοι του Καλού Σαμαρείτη σε κάθε επίπεδο της ζωής και σε σχέση με όλους τους ανθρώπους.

Αμήν.