Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

«Τοῦ δὲ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ ᾿Ιωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ῾Αγίου»1, 18).

Λίγο νωρίτερα ὁ εὐαγγελιστὴς εἶχε ἀναφέρει τήν γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ ἢ μᾶλλον τοῦ δικαίου Ἰωσήφ, ἀπὸ τήν φυλή Ἰούδα τοῦ οἴκου Δαβίδ. Στήν γενεαλογία αὐτὴ ὁ εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει ἄντρες ποὺ γεννήθηκαν μέ φυσικὸ τρόπο ἀπὸ ἄλλους ἄντρες, ὅπως γεννιοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στήν γῆ. Καὶ ξαφνικὰ ἐξιστορεῖ τήν γεννήση τοῦ Χριστοῦ λέγοντας: «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν», θέλοντας μ’ αὐτὸ τὸ «δὲ» νά δείξει τὸν ἀσυνήθιστο καὶ ὑπερφυσικὸ τρόπο τῆς γέννησής Του, ποὺ διαφέρει διαμετρικὰ ἀπὸ τὸν τρόπο γεννήσης ὅλων τῶν προγόνων τοῦ Ἰωσήφ πού ἀνέφερε πρίν.

Ἡ Μαρία, ἡ μητέρα του, ἤταν μνηστευμένη μέ τὸν Ἰωσήφ. Στά μάτια τοῦ κόσμου ἡ μνηστεία αὐτὴ ἤταν σὰν μιά προετοιμασία γιά ἔγγαμη ζωή. Στά μάτια τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς Μαρίας ὅμως τὰ πράγματα δέν ἔδειχναν ἔτσι. Ἡ Μαρία ἤταν καρπὸς δακρύων καὶ προσευχῆς. Ἀφιερώθηκε στόν Θεὸ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της. Ἀπὸ τὴν πλευρὰ της ἡ ἴδια δέχτηκε μέ τήν θέλησή της τὴν ἀφιέρωση πού ἔκαναν οἱ γονεῖς της, ὅπως φαίνεται κι ἀπὸ τὴν πολυετῆ ὑπηρεσία της στόν ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἂν εἶχε ἀκολουθήσει τὴν κλίση της, σίγουρα θὰ εἶχε περάσει τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου της στόν Ναὸ ὅπως ἡ προφήτιδα Ἄννα, ἡ κόρη τοῦ Φανουὴλ (Πρβλ. Λουκ. β΄ 36-37).

Ὁ νόμος ὅμως ὅριζε διαφορετικά. Κι ἔτσι ἔπρεπε νά γίνουν τὰ πράγματα. Ἀρραβωνιάστηκε μὲ τὸν Ἰωσήφ. Κι αὐτὸ ὄχι γιά νά ζήσει ἔγγαμη ζωή, ἀλλ’ ἀκριβῶς γιά ν’ ἀποφύγει τὸν γάμο. Ὅλες οἱ λεπτομέρειες τῆς μνηστείας της καὶ τὸ νόημά της ὑπάρχουν στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Κι ἂν οἱ ἄνθρωποι ἐκτιμοῦσαν τὴν παράδοση ποὺ ἀναφέρεται στήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, στόν δίκαιο Ἰωσὴφ καὶ σ’ ὅλους ἐκείνους πού ἐμπλέκονται στό εὐαγγέλιο μέ τὸ θέμα αὐτό, ὅπως ἐκτιμοῦν τίς ἄλλες παραδόσεις (μερικὲς μάλιστα ἀπό τίς πιὸ ὑπερβολικὲς) γιά βασιλιάδες, ἐπαναστάτες καὶ σοφοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τὸ νόημα τῆς μνηστείας τῆς Παναγίας Παρθένου μέ τὸν Ἰωσὴφ θὰ ἤταν ξεκάθαρο σὲ ὅλους.

(Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λέει πώς ἡ Παρθένος μνηστεύθηκε «ὥστε ἡ γεννησή Του νά μείνει κρυφὴ στόν διάβολο. Ὥστε ὁ διάβολος νά νομίσει πώς ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε ἀπὸ μιά ἔγγαμη γυναῖκα, ὄχι ἀπὸ Παρθένο. Τὸ ἴδιο τὸ συναντᾶμε καὶ στόν ἅγιο Ἱερώνυμο στά Σχόλια στό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο καὶ στόν ἅγιο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας στήν Δεύτερη Ὁμιλία του στόν Εὐαγγελισμό).

«Πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτούς». Τὰ λόγια αὐτὰ δέν σημαίνουν πώς μετὰ συνῆλθαν σὰν ἀντρόγυνο ἤ πώς αὐτὸ βρισκόταν στόν νοῦ τοῦ εὐαγγελιστή. Ὁ εὐαγγελιστὴς στήν περίπτωση αὐτὴ ἐνδιαφέρεται μόνο νά περιγράψει τήν γεννήση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τίποτ’ ἄλλο. Τὰ παραπάνω λόγια τὰ γράφει γιά νά δείξει πώς ἡ γεννήσή Του δέν ἔγινε ἀπὸ μίξη ἄντρα καὶ γυναίκας. Ἑπομένως τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελιστή πρέπει νά τὰ ἐννοήσουμε ὡς ἐξῆς: «Καὶ χωρὶς νὰ συνέλθουν μεταξὺ τους, εὑρέθη ἐν γάστρι ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Μόνο ἐκ Πνεύματος Ἁγίου θὰ μποροῦσε νά γεννηθεῖ Ἐκεῖνος πού, μέσα στήν βασιλεία τοῦ σκότους καὶ τοῦ πονηροῦ, ἔμελλε νά ἱδρύσει τήν Βασιλεία τοῦ Πνεύματος τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ἀγάπης.Πῶς θὰ μποροῦσε νά ἐκπληρώσει τήν θεϊκὴ ἀποστολή Του στήν γῆ, ἂν εἶχε ἔρθει ὅπως ὅλοι οἱ φυσιολογικοὶ ἄνθρωποι πού εἶναι αἰχμαλωτισμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ δέσμιοι τῆς φθορᾶς; Θὰ ἤταν τότε σὰν νά βάζουμε καινούργιο κρασί σὲ παλιὰ ἀσκιά.

Ἐκεῖνος πού ἦρθε γιά νά σώσει τὸν κόσμο θὰ εἶχε κι αὐτὸς ἔτσι ἀνάγκη νά σωθεῖ. Ὁ κόσμος θὰ μποροῦσε νά σωθεῖ μόνο μ’ ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στόν κόσμο αὐτὸ πίστευαν. Κι ὅταν τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπιτελέστηκε δέν ἔπρεπε ν’ ἀμφισβητηθεῖ. Ἔπρεπε νά τὸ πιστέψουν καὶ νά τὸ ἐκτιμήσουν, γιατὶ ἀπ’ αὐτὸ προκύπτει λύτρωση καὶ σωτηρία.

Πῶς ἀντέδρασε ὁ Ἰωσήφ μέ τὸ πού ἔμαθε γιά τὴν ἐγκυμοσύνη τῆς Παρθένου Μαρίας; «᾿Ιωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. 1, 19). Ὅπως βλέπουμε, ἐνήργησε σύμφωνα μέ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔκανε ὑπακοὴ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τουλάχιστον αὐτὸς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ στούς Ἰσραηλίτες. Ἐνήργησε ὅμως καί μέ ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἁγία Γραφή προειδοποιεῖ: «Μὴ δικαιοῦ ἔναντι Κυρίου» (Σοφ. Σειρ. 7, 5). Μὴν ἐφαρμόζεις σκληρὴ δικαιοσύνη σ’ αὐτούς πού ἁμάρτησαν. Νιῶσε τήν δική σου ἀδυναμία, τὶς δικές σου ἁμαρτίες, καὶ προσπάθησε νά ἐλαφρύνεις τήν δικαιοσύνη σου πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ἐμποτισμένος μέ τέτοιο πνεῦμα ὁ Ἰωσήφ, δέν ἤθελε νά παραδώσει στήν δικαιοσύνη τὴν Παρθένο Μαρία γιά τὴν ἁμαρτία πού ὑποπτευόταν. «Καί μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν». Ἡ προθεσὴ του αὐτή μᾶς δείχνει τί ὑποδειγματικὸς ἄνθρωπος ἤταν ὁ Ἰωσήφ. Ὑποδειγματικὸς στήν δικαιοσύνη καὶ τὸ ἔλεος, ὅπως τὸν ἤθελε τὸ πνεῦμα τοῦ παλιοῦ νόμου. Γιά τὸν Ἰωσὴφ ὅλα ἤταν ἁπλά καὶ καθαρά, ὅπως στήν ψυχὴ κάθε θεοφοβούμενου ἀνθρώπου.

Αὐτὰ σκεφτόταν ὁ Ἰωσήφ. Βρῆκε ἕναν πολὺ κατάλληλο τρόπο γιά νά δώσει λύση στό πρόβλημα. Ξαφνικὰ ὅμως ἐπενέβη ὁ οὐρανὸς στό σχέδιό του καὶ δέχτηκε μιά ἀναπάντεχη ἐντολή:

«Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· ᾿Ιωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ῾Αγίου» (Ματθ. 1, 20). Ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ πού λίγο νωρίτερα εἶχε ἀνακοινώσει στήν Παρθένο τὴν ἔλευση τοῦ Θεανθρώπου στόν κόσμο, τώρα ἔρχεται νά ξεκαθαρίσει σ’ αὐτὸν τὰ πράγματα. Ἡ ἀμφιβολία τοῦ Ἰωσὴφ ἤταν ἕνα ἐμπόδιο σ’ αὐτὸ τὸ σχέδιο. Ἕνα μεγάλο καὶ ἐπικίνδυνο ἐμπόδιο πού ἔπρεπε νά παραμεριστεῖ. Γιά νά δείξει πόσο εὔκολο εἶναι γιά τὶς οὐράνιες δυνάμεις νά κάνουν πράγματα πού εἶναι πολὺ δύσκολα γιά τοὺς ἀνθρώπους, ὁ ἄγγελος δέν τοῦ ἐμφανίστηκε σὲ ὅραμα, ἀλλὰ στόν ὕπνο του, σὲ ὄνειρο.

Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ στόν Ἰωσήφ, τὸν υἱὸ τοῦ Δαβίδ, ὁ ἄγγελος θέλησε ἀπὸ τήν μιά νά τὸν ἐπιβραβεύσει κι ἀπὸ τὴν ἄλλη νά τὸν προειδοποιήσει. Σὰν ἀπόγονος τοῦ Βασιλιὰ Δαβὶδ πρέπει νά χαρεῖς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο γιά τὸ μυστήριο αὐτὸ καὶ πρέπει νά τὸ κατανοήσεις καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον.

Γιατὶ ὅμως ὁ ἄγγελος ἀποκαλεῖ τὴν Παρθένο γυναῖκα του; «Μή φοβηθεὶς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου», τοῦ εἶπε. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο που ὁ Κύριος εἶπε στήν μητέρα Τοῦ ἀπὸ τὸ σταυρό: «γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ’ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια» (Ἰωάν. 19, 26-27). Ὁ οὐρανὸς δὲν λέει παραπανίσια λόγια. Κι ἂν αὐτὸ δέν ἤταν ἀπαραίτητο, γιατὶ νά τὸ πεῖ ὁ ἄγγελος; Ἂν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄγγελος ἀποκάλεσε τήν Μαρία γυναῖκα τοῦ Ἰωσὴφ ἔχει γίνει πέτρα σκανδάλου σὲ μερικοὺς ἀπίστους, αὐτὸ εἶναι μιά ἄμυνα τῆς ἁγνότητας ἐναντίον τῆς ἀνηθικότητας. Γιατί τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ δέν ἀπευθύνονται μόνο σὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ σ’ ὅλους τοὺς κόσμους, ἀγαθοὺς καὶ πονηρούς. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νά εἰσχωρήσει στήν καρδιά τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, θὰ πρέπει νά βλέπει καί μέ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ ὅλα τὰ πράγματα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα.

«Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ῾Αγίου». Αὐτὴ εἶναι θεϊκὴ ἐνέργεια, ὄχι ἀνθρωπίνη. Μὴν προσέχεις τήν φύση, μὴ φοβᾶσαι τοὺς νόμους της. Αὐτὴ εἶναι ἐνέργεια Ἐκείνου πού εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τήν φύση, ἰσχυρότερος ἀπὸ τὸν νόμο. Χωρὶς Αὐτὸν δὲ θὰ ὑπῆρχε φύση, οὔτε βέβαια καὶ νόμος της.

Ἀπ’ ὅσα εἶπε ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσὴφ εἶναι φανερό πώς ἡ Παρθένος Μαρία δέν τοῦ εἶχε πεῖ τίποτα γιά τὴν προηγουμένη συνάντησή της μέ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ. Εἶναι φανερὸ ἐπίσης πώς τώρα, ποὺ ὁ Ἰωσὴφ θέλησε νά τὴν διώξει, δὲν δικαιολογήθηκε μέ κανένα τρόπο. Τὸ μήνυμα τοῦ ἀγγέλου, ὅπως κι ὅλα τὰ οὐράνια μυστήρια πού τῆς ἀποκαλύπτονταν στήν συνέχεια, ἡ Μαρία τὰ «διετήρει… ἐν τήν καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. 2, 51).

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κι ἡ ὑπακοὴ της σ’ Αὐτὸν τὴν ἔκαναν νά μὴν τήν νοιάζει ἂν ταπεινώνεται μπροστὰ στούς ἀνθρώπους. «Ἂν τὰ βάσανά μου εἶναι εὐάρεστα στόν Θεό, γιατὶ νά μὴν τὰ ὑπομείνω;» ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Μάρτυρες ἀργότερα. Ἡ πάναγνη Παρθένος πού ζοῦσε μέ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ θεωρία τοῦ Θεοῦ σίγουρα θὰ μποροῦσε νά πεῖ: «Ἂν ἡ ταπείνωσή μου εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό, γιατὶ νά μὴν τὴν ὑπομείνω; Μοῦ ἀρκεῖ νά εἶμαι δίκαιη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐτάζει καρδίας, κι ὁ κόσμος ἂς μοῦ συμπεριφερθεῖ ὅπως θέλει». Γνώριζε καλά πώς ὁ κόσμος δὲ θὰ μποροῦσε νά τῆς κάνει τίποτα ἂν ὁ Θεὸς δέν τὸ ἐπέτρεπε. Τὶ γνήσια ταπείνωση εἶναι αὐτή, τὶ θαυμαστὴ ἀφοσίωση στό θέλημά Του! Ἀλλὰ καί τί ἠρωικὸ φρόνημα διακρίνει κανεὶς σὲ μιά λεπτή κι εὐαίσθητη παρθένο!

Οἱ ἁμαρτωλοί, σήμερα ὅπως καὶ παλιά, καλοῦν ψευδομάρτυρες γιά νά τοὺς δικαιώσουν. Ἡ Παρθένος Μαρία, ἀντίθετα, δέν εἶχε κανέναν ἄνθρωπο νά μαρτυρήσει ὑπὲρ της, ἀλλὰ οὔτε καὶ προσπάθησε νά δικαιολογηθεῖ. Μάρτυρα εἶχε μόνο τὸν παντοδύναμο Θεό. Δέν ταράχτηκε, ἔμεινε ἤρεμη καὶ σιωπηλή. Περίμενε μόνο τνὸ Θεὸ νά τὴν δικαιώσει, ὅποτε Ἐκεῖνος τὸ ἔκρινε. Κι ὁ Θεὸς δέν ἄργησε νά δικαιώσει τὴν ἐκλεκτὴ Του. Ὁ ἴδιος ἄγγελος πού τῆς εἶχε ἀποκαλύψει τὸ μέγα μυστήριο τῆς σύλληψης, ἔσπευσε τώρα νά μιλήσει ἐκ μέρους τῆς σιωπηλῆς Παρθένου. Κι ἀφοῦ ἐξήγησε στόν Ἰωσὴφ ὅσα εἴχαν προηγηθεῖ, ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ προχώρησε καὶ τοῦ ἐξήγησε αὐτό πού ἔπρεπε νά γίνει:

«Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. 1, 21). Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Δεν εἶπε ὁ ἄγγελος, θὰ σοῦ κάνει γιό, ἀλλὰ τέξεται, θὰ γεννήσει. Γιατὶ ὁ Υἱὸς αὐτὸς δέν προοριζόταν μόνο γιά ἐκεῖνον, ἀλλὰ καὶ γιά τὸν κόσμο ὁλόκληρο». Ὁ ἄγγελος εἶπε στόν Ἰωσὴφ νά φερθεῖ στό Νεογέννητο σὰ νά ’ταν πραγματικὸς του πατέρας.

«Καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ», τοῦ εἶπε. «Ἰησοῦς» σημαίνει «Σωτήρ». Γι’ αὐτὸ κι ἡ ἑπομένη παράγραφος ἀρχίζει μέ τὸ «αὐτὸς γάρ», ποὺ εἶναι αἰτιολογικό. Γιατὶ Αὐτὸς θὰ σώσει. Ἐξηγεῖ ἔτσι γιατὶ παίρνει τὴν ἐντολὴ νά τὸν ὀνομάσει Ἰησοῦ, δηλαδὴ Σωτήρα.

Ὁ ἀρχάγγελος εἶναι ἀληθινὸς ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ. Αὐτά πού λέει, τοῦ τὰ εἶπε ὁ Θεός. Βλέπει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸν ἡ φύση κι οἱ νόμοι της εἶναι σὰ νά μὴν ὑπάρχουν. Τὸ μόνο πού γνωρίζει εἶναι ἡ παντοδυναμία τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὅπως κάποτε τήν γνώριζε κι ὁ Ἀδάμ. Λέγοντας «Αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν», ὁ ἀρχάγγελος ἀποκάλυψε τὸ μέγιστο ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νά ἔρθει γιά νά σώσει τὸν κόσμο ὄχι ἀπὸ κάποιο ἐξωτερικὸ κακὸ ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μέγιστο κακό: τὴν ἁμαρτία. Γιατὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ πηγὴ κάθε κακοῦ στόν κόσμο. Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιά νά σώσει τὸ δέντρο τῆς ἀνθρωπότητας ὄχι ἀπὸ κάποιο πλῆθος κάμπιες πού κατατρώγουν τὰ φύλλα του κάθε χρόνο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ σκουλήκι πού καταστρέφει τίς ῥίζες του καὶ τὸ μαραίνει.

Δέν ἦρθε γιά νά σώσει τὸν ἀνθρωπο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τὸν λαὸ ἀπὸ τοὺς λαούς, ἀλλὰ νά σώσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κι ὅλους τοὺς λαοὺς ἀπὸ τὸν σατανᾶ, τὸν σπορέα κι ἀρχηγὸ τῆς ἁμαρτίας. Δέν ἦρθε σὰν τοὺς Μακκαβαίους ἢ τὸν Βαραββᾶ γιά νά ξεσηκώσει ἐπανάσταση ἐναντίον τῶν Ῥωμαίων πού καταπίεζαν τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ τοὺς δυνάστευαν. Ἦρθε ὡς ἀθάνατος καὶ παγκόσμιος γιατρός, μπροστὰ στόν Ὁποῖο ἔρχονταν Ἰσραηλίτες καὶ Ῥωμαῖοι, Ἕλληνες καὶ Αἰγύπτιοι κι ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ τῆς γῆς, ἄρρωστοι καὶ ταλαίπωροι, γιά ν’ ἁπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ μόνο ἰό: τὴν ἁμαρτία. Ὁ Χριστὸς ἐκπλήρωσε ἀργότερα στό ἀκέραιο τὴν προφητεία τοῦ ἀρχαγγέλου: «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι», ἤταν ἡ νικηφόρα διακήρυξή Του σὲ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἐπίγειας διακονίας Του στούς ἀνθρώπους. Τὰ λόγια αὐτὰ περιέχουν μέσα τους τόσο τήν διάγνωση τῆς ἀρρώστιας ὅσο καὶ τήν θεραπεία. Ἁμαρτία εἶναι ἡ διάγνωση τῆς ἀρρώστιας. Ἄφεση ἁμαρτιῶν εἶναι ἡ θεραπεία. Ὁ Ἰωσὴφ ἤταν ὁ πρῶτος θνητὸς τῆς Νέας Κτίσης πού ἀξιώθηκε νά γνωρίσει τὸν ἀληθινὸ σκοπὸ τῆς ἔλευσης τοῦ Μεσσία καὶ τὴν ἀληθινὴ φύση τῆς διακονίας Του.