† Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Δέκα λεπροὶ ἦρθαν στὸν Κύριο· δέκα ἄνθρωποι ποὺ ἦταν τελετουργικὰ ἀκάθαρτοι καὶ γι’ αὐτὸ εἶχαν ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὴν κοινότητα τους, ἀδυνατοῦσαν νὰ παραβρεθοῦν στὴν κοινὴ λατρεία στὸ Ναό, ἀδυνατοῦσαν νὰ πλησιάσουν τὶς κατοικίες τῶν ἀνθρώπων ἐπειδὴ ἡ ἀρρώστεια τους μποροῦσε νὰ μεταδοθεῖ στοὺς ἄλλους: θὰ μποροῦσαν νὰ μολυνθοῦν, νὰ ἀρρωστήσουν θανατηφόρα.
Ἦρθαν στὸν Κύριο καὶ στάθηκαν μακρυὰ ἐπειδὴ γνώριζαν ὅτι δὲν εἶχαν δικαίωμα νὰ πλησιάσουν, νὰ Τὸν ἀγγίξουν καθὼς ἔκανε ἡ αἱμορροούσα καὶ θεραπεύτηκε. Ἀπὸ μακρυὰ κραύγασαν γιὰ ἔλεος, καὶ ὁ Κύριος τοὺς θεράπευσε· τοὺς ἔστειλε στοὺς ἱερεῖς γιὰ νὰ καθαριστοῦν τυπικά. Δέκα πῆγαν καὶ οἱ ἐννέα δὲν γύρισαν πίσω ποτέ. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἀνακαλύπτοντας καθ’ ὁδὸν ὅτι θεραπεύτηκε, ἄφησε κάθε ἄλλο ἐνδιαφέρον ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐγνωμοσύνη σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν κατέστησε ὑγιῆ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἐπέστρεψε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι ἦταν Σαμαρείτης, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀνῆκε στὴν Ἑβραϊκὴ κοινότητα, ἕνας ἄνθρωπος δίχως δικαιώματα στὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἦταν μόνο ξένος ἀλλὰ ἀπορριπτέος.
Γιατὶ – ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν ρωτᾶ – γιατὶ συμβαίνει καὶ οἱ ἐννέα ἀπ’ αὐτοὺς δὲν σκέφτηκαν νὰ ἐπιστρέψουν; Ἐπειδὴ ἔνοιωσαν ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ καθαρίστηκαν ἐπανῆλθαν πλήρεις ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἱσραὴλ· δὲν χρειάζονταν τίποτα περισσότερο, εἶχαν τὰ πάντα.
Ὁ Σαμαρείτης ἤξερε ὅτι καθαρίστηκε, ὅτι θεραπεύτηκε, ἀποκαταστάθηκε δίχως νὰ ἔχει κανένα δικαίωμα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ τούτη τὴ πράξη τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη ἀνθίζει στὶς καρδιές μας πιὸ δυνατὰ ὅταν αὐτὸ ποὺ δεχόμαστε δὲν τὸ ἀξίζουμε, ὅταν εἶναι ἕνα θαῦμα θεϊκῆς καὶ ἀνθρώπινης ἀγάπης; Ὅταν νομίζουμε ὅτι ἀξίζουμε κάτι καὶ τὸ δεχόμαστε, τὸ δεχόμαστε σὰν νὰ μᾶς ὀφείλεται· αὐτὸ ἔκαναν καὶ οἱ ἐννέα Ἑβραῖοι. Ἀλλὰ ὁ Σαμαρείτης ἤξερε ὅτι δὲν εἶχε δικαίωμα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, στὸ θαῦμα τῆς θεραπείας, καὶ ἡ καρδιά του γέμισε μ’ εὐγνωμοσύνη.
Αὐτὸ δὲν ἰσχύει καὶ σ’ ἐμᾶς; Πράγματι! Πράγματι ἔχει νὰ κάνει μ’ ἐμᾶς δυστυχῶς, ἐπειδὴ ὅλοι μας νοιώθουμε ὅτι ἔχουμε δικαίωματα: δικαίωμα στὸ ἀνθρώπινο ἐνδιαφέρον, δικαίωμα στὴν ἀγάπη, σὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει ἡ γῆ καὶ οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, δικαίωμα στὴν φροντίδα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν πρὸς ἐμᾶς ἀγάπη. Καὶ γι’ αὐτὸ, ὅταν δεχόμαστε ἕνα δῶρο εἴμαστε ἐξωτερικὰ εὐγνώμονες, λέμε ἕνα ἐπιπόλαιο «εὐχαριστῶ»· ἀλλὰ αὐτὸ δὲν μεταμορφώνει τὴ σχέση μας, εἴτε πρὸς τὸν Θεό, εἴτε πρὸς ἐκείνους ποὺ ὑπῆρξαν ἐλεήμονες πρὸς ἐμᾶς. Τὸ δεχόμαστε ὅπως μᾶς ἁρμόζει καὶ εἴμαστε εὐγνώμονες σ’ ἐκείνους ποὺ ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὸ νὰ μᾶς ἀποδοθεῖ αὐτὸ ποὺ «ἁπλῶς» εἴχαμε δικαίωμα νὰ ἔχουμε.
Ὁ πρῶτος Μακαρισμὸς μᾶς μιλάει ἐν προκειμένῳ ξεκάθαρα: Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, διότι σ’αὐτοὺς ἀνήκει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ποιοὶ εἶναι «οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι;» Δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἁπλῶς πτωχοί· ἡ φτώχεια δὲν προκαλεῖ τὶς μεγάλες ἀρετὲς ἀπὸ μόνη της· «πτωχοὶ τῷ πνεύματι», εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ στὴν καρδιὰ καὶ στὸ μυαλό, μ’ ὅλο τους τὸ εἶναι, γνωρίζουν ὅτι δὲν κατέχουν τίποτα ποὺ δὲν εἶναι δῶρο καὶ δὲν ἀξίζουν τίποτα ἀπ’ ὅ,τι μᾶς δίνεται δωρεάν. Ἄς τὸ σκεφτοῦμε λίγο αὐτὸ.
Δὲν ἀποκτήσαμε ὑπόσταση ἀπὸ δική μας θέληση· ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε ὕπαρξη, ὄχι μ’ ἐντολή, ἀλλὰ μὲ μιὰ πράξη ἰσχύος. Ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης, ἐπειδή μᾶς ἀγάπησε τόσο ὥστε μᾶς ἔδωσε ὑπόσταση. Μὲ αὐτὴν τὴν πράξη μᾶς λέει: Σᾶς ἀγαπῶ! Δίχως ἐσᾶς ὁ κόσμος ποὺ δημιούργησα δὲν θὰ ἦταν ὁλοκληρωμένος στὰ μάτια μου· ἀλλὰ ἔχω πίστη ὅτι δὲν θὰ προδώσετε τὴν ἐμπιστοσύνη μου. Ἐλπίζω στὸ καλὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα σας. Ἡ ἀγάπη μου δὲν θὰ λαθέψει ποτέ, ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα μου σ’ ἐσᾶς θὰ παραμείνουν ἀκλόνητες – ἀνταποκριθῆτε σ’ αὐτὲς. Τὸ θαῦμα εἶναι ὅτι, ὅσο λίγο κι ἄν πιστεύουμε στὸν Θεό, Ἐκεῖνος πιστεύει σ’ ἐμᾶς. Αὐτὸ δὲν εἶναι θαῦμα; Καὶ ὑπάρχουμε μόνο ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πίστης τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς, ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀγάπης ποὺ μᾶς περιέβαλε.
Καὶ ἄν πᾶμε λίγο πιὸ πέρα, δὲν ὑπάρχουμε ἁπλῶς- εἴμαστε ζωντανοὶ μὲ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς κάνει ὅμοιούς Του, ἱκανοὺς νὰ Τὸν γνωρίζουμε! Καὶ ἀποκαλύφθηκε σ’ ἐμᾶς μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους, ἀλλὰ ἐν τέλει στὴν Ἐνσάρκωση Του: ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ ἐμᾶς γιὰ νὰ δοῦμε πόσο ἔχουμε ἀγαπηθεῖ ἀπὸ Ἐκεῖνον, πόσο σπουδαῖοι εἴμαστε στὰ μάτια Του, καὶ πόσο πραγματικὰ σπουδαῖοι εἴμαστε ἐν δυνάμει στὴν ἀνθρώπινή μας φύση. Κοινωνοῦντες τὸν Χριστὸ μποροῦμε νὰ γίνουμε ὅλοι υἱοὶ καὶ θυγατέρες τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, μέτοχοι τῆς Θεϊκῆς φύσεως. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει αὐτὸ ὁ Χριστὸς μᾶς πρόσφερε τὴ ζωή Του, τὴ διδασκαλία Του, τὸν θάνατο Του, τὴν συγχώρεση ποὺ ἔδωσε σ’ ἐκείνους ποὺ Τὸν σταύρωσαν: «Ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι!» Αὐτὸ μᾶς ἀφορᾶ συνεχῶς, μέρα μὲ τὴν μέρα, ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του καὶ τὴ διακήρυξη τῆς ἀνθρώπινης δόξας μας, ἀφοῦ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἄν θέλεις νὰ ξέρεις πόσο σπουδαῖος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κοίταξε στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ – θὰ δεῖς τὸν Ἄνθρωπο καθισμένο στὰ δεξιὰ τῆς δόξης!
Δὲν εἶναι σ’ μᾶς ἀρκετὸ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες ἐνώπιον ὁποιασδήποτε ἄλλης δωρεᾶς ποὺ μᾶς παραχωρήθηκε: ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ κοντινῶν μας προσώπων καὶ ἄλλων ποὺ νοιάζονται, ἡ ἀσφάλεια τῆς ζωῆς, τῆς τροφῆς, τοῦ ἀέρα, ἡ ὑγεία. Ἀλλὰ ὅλοι μας τὰ θεωροῦμε δεδομένα· δὲν εἴμαστε «πτωχοὶ τῷ πνεύματι» – θεωροῦμε σὰν νὰ μᾶς τὰ ὡφείλουν· γιατὶ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες ποὺ μᾶς δίνεται ὅ,τι δικαιούμαστε; Γιατὶ δὲν μᾶς δίνει ὁ Θεὸς ὅ,τι ἔχει ὑποχρέωση νὰ μᾶς δώσει; Αὐτὴ εἶναι ἡ στάση μας, δὲν τὸ διατυπώνουμε τόσο ὡμά, ἀλλὰ ζοῦμε ἔτσι!
Ὁ Σαμαρείτης δὲν ἔκανε τὸ ἴδιο· δὲν εἶχε κανένα δικαίωμα νὰ μοιραστεῖ κάτι ποὺ ἦταν δικαίωμα τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ- καὶ τοῦ δόθηκε! Καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη του ἦταν φλεγόμενη, λάμπουσα!
Δὲν μποροῦμε νὰ μάθουμε κάτι ἀπ’ αὐτόν; Κι ἐπίσης, δὲν μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο ὑπέροχο θὰ ἦταν ἄν ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ζούσαμε κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ὥστε νὰ δώσουμε χαρὰ στὸν Κύριο, τὴ χαρὰ ὄτι δὲν μᾶς δημιούργησε μάταια, ὅτι δὲν πιστεύει μάταια σ’ μᾶς, ὅτι δὲν μᾶς ἐμπιστεύτηκε μάταια, ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ λάβαμε εἶναι τώρα σαρκωμένη, ὄχι μόνο συναισθηματικά, ἀλλὰ στὴν πράξη!
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι εἶναι μεγαλύτερη χαρὰ νὰ δίνεις ἀπὸ τὸ νὰ παίρνεις· εἶναι αὐτὴ ἡ στάση μας; Ἄν εἴμαστε ἀληθινὰ εὐγνώμονες γιὰ τὰ χαρίσματα ποὺ εἶναι δικά μας- πόσο γενναιόδωρα, μὲ πόση χαρὰ θὰ προσφέραμε στὸν καθένα γύρω μας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης ποὺ θὰ ἦταν τὸ μερίδιο μας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἄν συνειδητοποιήσαμε ὅτι ὅλα ποὺ ἔχουμε στὴν ψυχή, στὸ σῶμα, σὲ καταστάσεις τῆς ζωῆς συμβαίνουν ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἔστειλε στὸν κόσμο σὰν ἀγγελιοφόρους Του νὰ φέρουμε τὴν θεϊκὴ παρουσία μὲ τίμημα ἄν χρειαστεῖ τὴ ζωή μας- πόσο εὐγνώμονες θὰ εἴμασταν καὶ πῶς θὰ ζούσαμε ἔτσι ποὺ ὁ Θεὸς ποὺ θὰ κοίταζε τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, θὰ ἔλεγε: νὰ ἕνας μαθητής μου ποὺ κατανόησε τὸ θέλημα μου καὶ ζεῖ σύμφωνα μ’ αὐτὸ!
Ἄς προβληματιστοῦμε· ἄς μάθουμε νὰ ζοῦμε μ’ εὐγνωμοσύνη, μὲ τὴ χαρὰ ὅτι ἀγαπηθήκαμε μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ γνωρίζοντας ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ πράξη εὐγνωμοσύνης, χαρισμένης γενναιοδωρίας, δὲν ἔχουμε δικαιώματα καὶ ὅμως κατέχουμε τὰ πάντα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶπε τοῦτο: Δὲν ἔχω τίποτα καὶ ὅλα τὰ κατέχω. Ὁ καθένας μας θὰ μποροῡσε νὰ εἶναι τόσο πλούσιος μέσα στὴν ἀπόλυτη πτωχεία, πλούσιος ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τὴ δύναμη καὶ τὸν πλοῦτο τοῦ Θεοῦ.
Ἄς προβληματιστοῦμε καὶ ἄς προσφέρουμε στὸν Θεό, μὲ μιὰ πράξη εὐγνωμοσύνης ὄχι μόνο στὰ λόγια, ποὺ ἀμυδρὰ νοιώσαμε, ἀλλὰ ἔμπρακτα στὴ ζωή μας: ἄς τοῦ δώσουμε τὴ χαρὰ καὶ τὴ βεβαιότητα ὅτι δὲν μᾶς δημιούργησε μάταια, δὲν ἔζησε καὶ δὲν πέθανε μάταια γιὰ ἐμᾶς, ὅτι εἴμαστε ἀληθινοὶ μαθητές Του ποὺ ἔχουμε καταλάβει καὶ θέλουμε νὰ ζήσουμε τὸ Εὐαγγέλιό Του. Ἀμήν.