Κυριακή του Ασώτου: Ο πολυεύσπλαχνος πατέρας

† Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

Ἡ γνωστή παραβολή τοῦ Κυρίου γιά τόν ἄσωτο υἱό ἀποτελεῖ, κατά τούς θείους ἑρμηνευτές, πολύτιμο λίθο ἤ λαμπερό μαργαριτάρι ἀνάμεσα στίς ἄλλες διδακτικές παραβολές. Χαρακτηρίζεται ἐπίσης ὡς εὐαγγέλιο τοῦ εὐαγγελίου. Εὔστοχα εἰπώθηκε, πώς καί μόνο αὐτή ἡ παραβολή, ἄν σωζόταν ἀπό ὅλο τό εὐαγγέλιο, ἀρκοῦσε γιά νά συγκινήσει καί ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στή σωτήρια μετάνοια. Αὐτό πού κυριαρχεῖ εἶναι ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ πατέρα.

Ὁ νεώτερος υἱός τῆς παραβολῆς, ὀρθά-κοφτά, δίχως προλόγους καί μακρηγορίες ἀπαιτεῖ δικαιωματικά τό ἀναλογοῦν μερίδιο τῆς περιουσίας του. Ὁ πατέρας, δίχως ἀντιρρήσεις, ἀναβολές, καθυστερήσεις, δικαιολογίες καί προφάσεις χώρισε στά δύο τήν περιουσία του καί τοῦ ἔδωσε τό μερίδιο πού τοῦ ἀνῆκε. Ποιός πατέρας σήμερα, σ᾽ ἐποχή μάλιστα πλήρους ἐλευθερίας, θά ἔκανε κάτι τέτοιο τόσο ἁπλά, ἄμεσα καί ἄνετα; Γιατί φέρθηκε ἔτσι ὁ πατέρας; Δέν τόν ἀγαποῦσε; Εῖχε τόσο πολύ κουρασθεῖ μαζί του; Ἤθελε τήν ἡσυχία του; Δέν ἤθελε συνεχεῖς γκρίνιες καί μόνιμους καυγάδες; Ἦταν δικαιολογημένη καί ψυχολογημένη αὐτή ἡ στάση τοῦ πατέρα; Δέν θά ἔπρεπε νά τόν νουθετήσει, νά τόν σωφρονίσει, νά τόν μεταπείσει, νά τοῦ γυρίσει τά μυαλά, νά τόν συνεφέρει; Ἔκανε καλά πού τόν ἄκουσε καί τοὔδωσε ἀμέσως ὅ,τι ζητοῦσε; Δέν θἄπρεπε νά τόν καθίσει κάτω καί νά προσπαθήσει μέ κάθε τρόπο νά τόν πείσει πώς δέν σκέφτεται καλά, πώς εἶναι ἀρκετά ἀνώριμος, ἐνθουσιώδης, ἐπιπόλαιος καί μικρός; Γιατί δέν καθυστέρησε τή φυγή του; Εῖχε πολλούς λόγους νά τό κάνει. Γιατί δέν ἀναφέρει τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά τά δίκαια καί ὀρθά ἐρωτήματα ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή;

Θά μποροῦσε, ἀγαπητοί μου, ὁ καλοκάγαθος πατέρας νά τοῦ εἶχε πεῖ ὅλα αὐτά καί πολλά περισσότερα. Ἤξερε πολύ καλά τόν χαρακτήρα, τήν ψυχοσύνθεση, τά προτερήματα καί τίς ἀτέλειες τοῦ παιδιοῦ του. Αὐτός τόν εἶχε γεννήσει, ἀναθρέψει καί μεγαλώσει. Γνώριζε ἄριστα τή φτιασιά του, τά χούγια του, τά κουμπιά του, τ᾽ ἀδύναμα σημεῖα του. Δέν ἐνήργησε, ὅπως θά ἐνεργούσαμε ὅλοι μας. Παρατηροῦμε μία ἄλλη στάση, ἐντελῶς διαφορετική, ἀνατρεπτική, πού μᾶς προβληματίζει τρομερά. Ἐδῶ τώρα θά ἔχουμε τρομερές ἐνστάσεις. Δηλαδή δέν θά πρέπει νά διδάσκουμε τά παιδιά μας, νά τά πείθουμε τί θά κάνουν, νά τ᾽ ἀπομακρύνουμε ἀπό τό κακό, νά τά μάθουμε νά ὑπακούουν καί νά ὑποτάσσονται σέ αὐτό πού τούς λέμε;

Τήν παραβολή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν τήν κατασκεύασα ἐγώ. Τήν παραβολή τήν εἶπε ὁ Χριστός καί εἶναι ἄψογη καί ἄρτια. Ἄν χρειαζόταν, θά προσέθετε καί ἄλλα λόγια. Τήν παραβολή μᾶς τήν μεταφέρει ἀκριβέστατα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς καί τόν εὐχαριστοῦμε εὐγνώμονα. Παρατηρῶ μία δυσανασχέτηση στό ἀκροατήριο. Μά, πάτερ μου, τί εἶναι αὐτά πού ἀπόψε μᾶς λέτε μέσα στήν ἐκκλησία; Εἶναι ποτέ δυνατόν νά ὑποκύψουμε στίς παράλογες ἀπαιτήσεις τῶν ἀνώριμων παιδιῶν μας; Δέν θά πρέπει νά τά προφυλάξουμε ἀπό κινδύνους πού τά παραμονεύουν; Δέν θά πρέπει νά εἴμεθα αὐστηροί καί νά θέτουμε ὅρια, ἀπαγορεύσεις καί τιμωρίες; Θ᾽ ἀφήσουμε τά παιδιά νά κάνουν ὅ,τι θέλουν; Θά τούς ἱκανοποιήσουμε ὅλες τίς ἐπιθυμίες, ἀνεξαιρέτως; Δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ὁρισμένες φορές νά τά δεσμεύσουμε;

Τί νά σᾶς πῶ; Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή κι ἐμένα μέ προβληματίζει, καθώς τήν ξαναδιαβάζω. Μέ βάζει σέ μία περιπέτεια, σ᾽ ἕνα ἄλλο σκεπτικό, μέ ἀνησυχεῖ καί κάπου μέ φοβίζει. Γιατί ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς φέρθηκε διαφορετικά ἀπό ἐμᾶς; Γιατί ἁπλούστατα δέν εἶναι σάν κι ἐμᾶς. Γιατί εἶναι Θεός. Γιατί ξέρει πιό καλά ἀπό ἐμᾶς ν᾽ ἀγαπᾶ. Βλέπει τό παρελθόν καί τό μέλλον ὡς παρόν. Βλέπει τό βάθος. Γνωρίζει τό τέλος τῆς ἱστορίας. Δέν κρίνει τήν ἐπιφάνεια. Ἀδυνατεῖ νά δεσμεύσει τήν ἐλευθερία τοῦ πλάσματός του. Αὐτή πού Αὐτός τοῦ τήν ἔδωσε ἁπλόχερα. Ἀδυνατεῖ νά μειώσει, ἀφαιρέσει, καταστρατηγήσει τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί βούληση. Τό θεόσδοτο αὐτεξούσιο εἶναι ἀναφαίρετο.

Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς δέν συναντοῦσε τόν υἱό του τότε γιά πρώτη φορά. Τόν γνώριζε πολύ καλά. Τόν εἶχε ἀφήσει ν᾽ ἀνοίξει τήν καρδιά του. Ὁ ἴδιος τοῦ εἶχε ἀποδείξει πολλές φορές τήν ἀγάπη του. Δέν χρειαζόταν νά τοῦ ἐπαναλάβει τά ἴδια καί τά ἴδια. Δέν ἤθελε νά τόν πιέσει, νά τόν ἐκβιάσει, νά τόν συντρίψει, νά τόν καθηλώσει, νά τόν ἀποστομώσει, νά τόν προσβάλλει, νά τόν ἐκμηδενίσει. Τόν σεβόταν, τόν ἀγαποῦσε, τόν πονοῦσε, τόν καταλάβαινε. Δέν μποροῦσε ἐπ᾽ οὐδενί νά καταστρατηγήσει τήν ἐλευθερία του. Ἡ ἀγάπη ἔχει αὐτή τήν ὑπέροχη ἀρχοντιά, νά σέβεται καταπληκτικά τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Ἔτσι τόν ἀφήνει σέ αὐτό πού ἐπέλεξε, παρ᾽ ὅτι γνωρίζει ὅτι θά φάει τά μοῦτρα του. Εἶναι δύσκολο νά τό ἀποδεχθεῖ κανείς αὐτό. Ἀνατρέπει τόν ἠθικισμό μας.

Ἐμεῖς ἀκοῦμε τά παιδιά μας; Ἤ θέλουμε μόνο νά τούς μιλᾶμε; Καί μάλιστα δυνατά, ἐπιτακτικά, ἐπιτιμητικά, σκληρά, ἀπειλητικά, ἐξουσιαστικά καί βίαια; Τά παιδιά δέν εἶναι μόνο νά τά φωνάζουμε συνέχεια, ἀλλά καί νά τ᾽ ἀκοῦμε λίγο. Τ᾽ ἀκοῦμε λοιπόν; Προσέξαμε στοργικά τίς ἀγωνίες, τούς προβληματισμούς, τίς ἔγνοιες, τούς φόβους, τίς ἀπορίες καί τούς δισταγμούς τους; Ὅ,τι ζητᾶμε ἀπό τά παιδιά, τό κάναμε ἤ τό κάνουμε πάντοτε ἐμεῖς; Ἀκούσαμε ποτέ τίς παρατηρήσεις τῶν παιδιῶν γιά μᾶς; Ἤ δέν τούς τό ἐπιτρέψαμε ποτέ; Μήπως, ἀδελφοί μου, δέν μᾶς ἀκοῦν τά παιδιά, γιατί κι ἐμεῖς δέν ἀκοῦμε τόν Θεό; Κι ἄν δέν μᾶς ἀκοῦν τά παιδιά, τί κάναμε; Μείναμε στίς φωνές, τίς κατάρες, τίς ἀπειλές καί τίς προσ­βολές; Γονατίσαμε στίς εἰκόνες νά παρακαλέσουμε τόν Πανάγαθο Θεό γιά τίς ἀνυπακοές τῶν παιδιῶν μας; Ταπεινωθήκαμε; Ζητήσαμε τήν βοήθειά του, τήν ἐνίσχυσή του, τήν εὐλογία του, τήν φώτισή του, τήν παραμυθία του; Ὁμολογήσαμε τήν ἀδυναμία μας ἐνώπιον τοῦ Παντοδύναμου Θεοῦ, πού τά πάντα μπορεῖ νά κάνει;

Μερικές φορές γινόμαστε καί ὑπερβολικοί καί ἀσυλλόγιστοι. Αὐτά πού δέν καταφέραμε ἐμεῖς θέλουμε νά τά καταφέρουν τά παιδιά. Ἐπειδή δέν μπορέσαμε νά γίνουμε ἰατροί ἐμεῖς, νά γίνουν τά παιδιά μας, μποροῦν – δέν μποροῦν. Δέν τ᾽ ἀφήνουμε νά σπουδάσουν τί τούς ἀρέσει ἀλλά τί θά βγάζουν πιό πολλά χρήματα. Ἐμεῖς θά τούς ποῦμε τί θά φορέσουν, ἐμεῖς θά τούς ποῦμε ποῦ θά πᾶνε, ἐμεῖς θά τούς ποῦμε πότε καί μέ ποιά ἤ μέ ποιόν θά παντρευτοῦνε. Ἐδῶ ὁ Θεός πού μπορεῖ νά μᾶς ἐξουσιάσει καί δέν μᾶς ἐξουσιάζει.

Μά δέν φερόμαστε ἔτσι μόνο στά παιδιά μας ἀλλά καί στούς ἄλλους καί στούς μεγάλους καί στούς γύρω μας καί σέ αὐτούς πού λέμε ὅτι τούς ἀγαπᾶμε. Θέλουμε πάντοτε νά εἴμεθα οἱ πρωταγωνιστές τῶν ἐξελίξεων, τό κέντρο τῶν συζητήσεων, οἱ ρυθμιστές τῆς ζωῆς τῶν ἄλλων. Νἄχουμε τήν πρώτη καί τήν τελευταία κουβέντα, νά περνᾶ τό δικό μας, νά τό θεωροῦμε τό μόνο σωστό. Νά μήν ἀκοῦμε τόν ἄλλο, ὅταν μιλᾶ, ἀλλά νά σκεφτόμαστε τί θά ποῦμε στήν συνέχεια ἐμεῖς. Γι᾽ αὐτό μᾶς κουράζουν οἱ ἄλλοι τόσο. Γιατί θέλουμε νά τούς ἐκμεταλλευόμαστε, νά τούς χρησιμοποιοῦμε, νά τούς ἔχουμε πιόνια ἤ σκαλοπάτια γιά ν᾽ ἀνεβαίνουμε. Γι᾽ αὐτό ἐπικρατεῖ σήμερα ἕνα φουρτουνιασμένο πέλαγος, πού λέγεται διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις.

Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς ἔδωσε ἀμέσως τό μερίδιο τῆς περιουσίας στόν νεαρό υἱό του μόλις τοῦ τό ζήτησε. Τοῦ εἶχε πεῖ πολλά, τόσα χρόνια πού ἦταν μαζί. Τοῦ εἶχε ἀποδείξει τήν ἀγάπη του πολλές φορές μέ πολλούς τρόπους. Δέν θεωροῦσε ὅτι ἔπρεπε κι ἄξιζε νά τοῦ στερήσει τήν ἐλευθερία, νά τοῦ φράξει τόν δρόμο τῆς φυγῆς, νά τόν πειθαναγκάσει νά παραμείνει κοντά του θέλοντας καί μή. Δέν μποροῦσε νά καταπιέσει καί νά ἔχει κοντά του ἕναν δίχως τή θέλησή του, σκλάβο του, δοῦλο του, ὑπηρέτη του, ἐξάρτημά του, ὑποχείριο καί ὑποπόδιό του. Ἡ ἀγάπη δέν γνωρίζει αὐτόν τόν τρόπο ὑπάρξεως. Ἡ στέρηση τῆς ἐλευθερίας εἶναι ἁμαρτία. Ὁ πατέρας ἄφησε τόν ἀγαπητό του υἱό νά φύγει, νά φύγει μακριά, νά φάει τά μοῦτρα του, μήπως συνετισθεῖ, διορθωθεῖ, ἔλθει στά σύγκαλά του καί μετανοήσει.

Ὁ Θεός πατέρας εἶναι ἕνας ἐλεύθερος ἄρχοντας εἰρήνης καί ἀγάπης. Ἔτσι θέλει καί τά παιδιά του. Δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τό μέγεθος τῆς εὐσπλαχνίας του, τῆς ἀγάπης του καί τῆς ἐλευθερίας του. Τόν Θεό δέν τόν φοβίζει τίποτε. Ἡ ἐλευθερία θέλει γερά πνευματικά κότσια. Δέν μποροῦμε ἤ δέν θέλουμε ν᾽ ἀποδεχθοῦμε τόν ἄλλο ὅπως εἶναι, αὐτός πού εἶναι. Γιατί θέλουμε βάναυσα νά ἐπέμβουμε ἄμεσα στή ζωή του καί νά τόν διορθώσουμε κι ἐξωραΐσουμε; Εἴμαστε τόσο σίγουροι καί βέβαιοι γιά τίς διορθωτικές πράξεις μας ἔναντι τῶν ἄλλων; Γιατί εἴμαστε τόσο ὑπερβολικά αὐστηροί μέ τούς ἄλλους καί τόσο ἐπιεικεῖς μέ τόν ἑαυτό μας; Γιατί δέν ἀρχίζουμε μέ τόν ἑαυτό μας; Γιατί δέν ἐξαντλοῦμε τήν αὐστηρότητά μας σέ αὐτόν; Εἴμαστε τρομερά εὔκολοι στήν κριτική καί ἀφάνταστα δύσκολοι στήν αὐτοκριτική. Γιατί ἀσχολούμεθα τόσο ἐπισταμένως μέ τούς ἄλλους καί σχεδόν καθόλου μέ τόν ἑαυτό μας; Γιατί ἔχουμε τόσες πολλές δικαιολογίες καί προφάσεις γιά μᾶς καί καμία γιά τούς ἄλλους, τούς ἀδελφούς μας, τούς πλησίον;

Κυκλοφοροῦμε, ὄχι μόνο τίς ἀπόκριες, μέ μάσκες ὑποκρισίας, προσποιήσεως, μεταποιήσεως καί μεταλλαγῆς. Ἄλλοι εἴμαστε καί ἄλλοι φαινόμαστε. Τουλάχιστον ὁ ἄσωτος ἦταν αὐτός πού ἦταν. Ἀγνώμων, ἀχάριστος, ἀσεβής, ἐπιπόλαιος, θρασύς, προπέτης, τολμηρός, ἐνθουσιώδης καί ἀπρόσεκτος. Δέν ἔκανε τόν θεοφοβούμενο, μισοκακόμοιρο καί καλό ἀδελφό του. Παρουσίασε τή γύμνια του ἐνώπιον τοῦ στοργικοῦ καί λυπημένου πατέρα του. Ὁ πατέρας γνώριζε καλά ποιό θά εἶναι τό τέλος τῆς ἱστορίας του. Δέν τόν ἐμπόδισε. Δέν θά τόν ἄκουγε. Δέν ἄκουγε κανένα τότε. Εῖχε πείσει καλά τόν ἑαυτό του ὅτι αὐτό πού κάνει εἶναι νόμιμο ἄρα καί ἠθικό. Δέν ἀδικοῦσε κανέναν σέ κάτι. Τό δικαίωμά του κατοχύρωνε. Δέν τόν συγκίνησε ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Δέν ἐκτίμησε τή σιωπή του, πού ἔλεγε ὅμως πολλά. Δέν πισωγύρισε, ὅταν εἶδε τόν πατέρα του νά ὑπακούει στήν ἀνταρσία του καί νά τοῦ δίνει ἀμέσως ὅ,τι τοῦ ζητοῦσε. Ἔτσι πῆρε ὅ,τι τοῦ ἀναλογοῦσε κι ἔφυγε μακριά, πολύ μακριά. Νομίζοντας ὅτι ἔτσι θά μποροῦσε νά κινεῖται ἀνεξέλεγκτα πλήρως.

Νόμιζε ὅτι ἀπομακρυσμένος δέν θά συνοδεύεται ἀπό τή ματιά τοῦ πατέρα του καί ἀπό τίς ὡραῖες μνῆμες τοῦ πατρογονικοῦ του. Θεωροῦσε τόν ἑαυτό του νικητή. Ὅτι μπορεῖ τώρα πιά νά κάνει ἀνενόχλητα ὅ,τι θέλει, δίχως νά δίνει κανένα λογαριασμό σέ κανένα. Αὐταπατᾶτο. Σύντομα σκόρπισε τήν περιουσία του δεξιά κι ἀριστερά ζώντας μία ζωή ἐντελῶς ἄσωτη. Τήν ἐγκράτεια θεωροῦσε δουλεία, τό σπίτι του φυλακή, τήν ὑπακοή ἀνελευθερία, τόν σεβασμό ἄχρηστο, τήν καθαρότητα περιττή. Ζοῦσε γιά πρώτη φορά τή χαρά τῆς ἐλευθερίας κι αἰσθανόταν εὐτυχισμένος. Πραγματική εὐτυχία στήν ἁμαρτία ποτέ δέν ὑπάρχει. Δίχως Θεό ἡ ζωή εἶναι θολή, μουντή, μαύρη, ταραγμένη, φοβισμένη, ἄχαρη καί δύσκολη. Ἡ νομιζόμενη εὐτυχία μετετράπη σέ πραγματική δυστυχία.

Ἐκεῖ πού κατέφυγε, ἔπεσε πεῖνα μεγάλη. Τοῦ εἶχαν λείψει καί τά ἐντελῶς ἀπαραίτητα. Δέν εἶχε νά φάει κάτι λίγο. Μέ τί χρήματα νά ψωνίσει; Ξένος, μόνος, φτωχός, γυμνός, πεινασμένος, διψασμένος, ἐγκαταλελειμμένος, ἀπένταρος, ἄστεγος, βρώμικος, ἄγρυπνος, στερημένος τῶν πάντων. Ἔτσι καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος δίχως Θεό.

Στήν ἄθλια αὐτή κατάσταση, σέρνοντας τά βήματά του, κατάντησε νά γίνει χοιροβοσκός καί νά προσπαθεῖ νά γεμίσει τήν κοιλιά του μέ τίς χοιροτροφές. Καί τί τραγική εἰρωνεία, ἀδελφοί μου. Γευόταν τά ξυλοκέρατα κι αὐτός, τά ὁποῖα στήν ἀρχή εἶναι γλυκά καί μετά στυφά, ὅπως καί ἡ κάθε ἁμαρτία.

Μέσα σέ αὐτό τό φοβερό κατάντημα, πληγωμένος, πονεμένος, ἀδικημένος, νικημένος, κουρασμένος, ταπεινωμένος, ντροπιασμένος κι ἐξουθενωμένος ἄρχισε νά συνέρχεται. Μέσα στόν βοῦρκο ὄχι καί δίχως δάκρυα ἴσως θυμήθηκε τό σπιτικό πού ἄφησε, τήν ἀγάπη τοῦ πατέρα, τόν πλοῦτο πού εἶχαν, τήν εἰρήνη, τήν κατανόηση, τήν εὐημερία καί ἡσυχία. Νοστάλγησε κυρίως τόν πατέρα του, πού δέν τόν ἀποπῆρε φεύγοντας. Αὐτό τόν βοήθησε πολύ. Διαφορετικά, ἄν τόν εἶχε ἀπειλήσει, καταραστεῖ, ὑβρίσει καί ἀπογοητεύσει, τότε πού ζήτησε ν᾽ ἀναχωρήσει, θά τοῦ ἦταν ἀδύνατον νά ἐπιστρέψει τώρα. Δηλαδή τώρα κι ἐμεῖς τόν δικαιώνουμε τόν πατέρα. Ἤξερε πολύ καλά τί ἔκανε. Δέν ἔβλεπε ὅτι ἐκείνη τήν στιγμή θίγεται, ὅτι ἀναιρεῖται ἡ θέση του, ὅτι προσβάλλεται τό κύρος του καί ἡ αὐθεντία του. Παρατηροῦσε μία ψυχή νά βασανίζεται, καί μάλιστα τοῦ ἀγαπητοῦ παιδιοῦ του, τοῦ ὁποίου τό μέλλον δέν τό διέγραφε, ἀλλά τό προετοίμαζε γι᾽ αὐτή τήν ἐπιστροφή. Μή εἴμαστε κοντόθωροι. Μή τά θέλουμε ὅλα δικά μας. Ἄς παίρνουμε καί τήν θέση τοῦ ἄλλου. Πιό πολλά θά κερδίσουμε μέ τήν ἀνεκτικότητα, τήν ὑπομονή, τή συγχωρητικότητα, τήν προσευχή καί τήν ἐλπίδα.

Τό τέλμα τοῦ ἔγινε ἐφαλτήριο. Ἡ μνήμη παραμυθία τρυφερή. «Πόσοι ἀπό τούς ἐργαζόμενους στόν καλό πατέρα μου ἔχουν περισσευάμενο ψωμί κι ἐγώ ὁ ἀνόητος παρήκουος πεθαίνω τῆς πείνας! Θά σηκωθῶ ἀμέσως καί θά πάω δίχως περιστροφές καί θά τοῦ πῶ: “Πατέρα, ἁμάρτησα στόν Θεό καί σ᾽ ἐσένα. Δέν εἶμαι πλέον ἄξιος νά λέγομαι υἱός σου. Κάνε με σέ παρακαλῶ σάν ἕναν ἀπό τούς ἐργάτες σου”». Τά λόγια αὐτά δέν ἦταν τῆς στιγμῆς. Δέν ἦταν μόνο ἐξ ἀνάγκης. Ἦταν μέσα ἀπό ἕνα βαθύ πόνο· τῆς ἑκούσιας ὀρφάνιας, τῆς ἀποξένωσης, τῆς ἀπομόνωσης, τῆς ἀκοινώνητης καί ἀνέραστης ζωῆς. Τό πάθημα σίγουρα τοῦ ἔγινε μάθημα. Δέν λέμε ὅτι θά πρέπει ν᾽ ἁμαρτήσουμε, γιά νά μισήσουμε τήν ἁμαρτία. Δέν θά ὁδηγηθοῦμε στήν ἁμαρτία, γιά νά μετανοήσουμε. Ἀλλά ἄν ἁμαρτήσουμε, μή ἀπογοητευθοῦμε. Μή ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας νά ὁδηγηθεῖ στή δαιμονική ἀπελπισία, στήν ὀδυνηρή ἀμετανοησία. Ὁ νέος τῆς παραβολῆς τό πῆρε καλά τό μάθημα.

Ἐπιστρέφει δρόμο γνωστό. Δρόμο πού τόν ἄφησε μέ βῆμα ταχύ πρίν λίγο καιρό. Μέ τό ἴδιο σταθερό βῆμα ἐπιστρέφει, ἐλπίζοντας στή γνωστή ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Δέν ἀμφιβάλλει γι᾽ αὐτή τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη αὐτή τόν ἐλέγχει, ἀλλά καί τόν κάνει νά ἐπιστρέφει. Ἡ εἰκόνα πού ἔχει γιά τόν πατέρα του δέν ἔχει ἀλλάξει. Γνωρίζει πολύ καλά τή μεγάλη του ἀγάπη. Αὐτό τόν συγκινεῖ, τόν κάνει νά ἐπιστρέφει. Ἐπιστρέφοντας, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν ἀρκετά μακριά, τόν εἶδε ὁ πατέρας του. Πῶς τόν εἶδε; Μά τόν περίμενε πάντοτε. Τόν ἀνέμενε συνεχῶς. Ἤλπιζε στήν ἐπιστροφή του. Ἤξερε πώς δέν εἶχαν πάει χαμένα τά λόγια του. Ἄς μή τόν ἐμπόδισε κατά τήν ἀναχώρησή του. Τόν περίμενε ἀπό τό παράθυρο παρατηρώντας, βγαίνοντας στήν ἐξώθυρα γιά τήν ὑποδοχή. Μά ποῦ ἤξερε ὅτι θά ἐπιστρέψει τότε καί τόν περίμενε καί τόν εἶδε ἀπό μακριά; Μά τόν περίμενε ἀπό τήν ὥρα πού ἔφυγε. Αὐτό εἶναι κάτι τό καταπληκτικά συγκινητικό. Δέν ἐθίγη, δέν θύμωσε, δέν τοῦ κράτησε κακία, δέν ἑτοίμαζε τιμωρία κι ἐκδίκηση. Δέν μποροῦσε δίχως τό παιδί του. Τοῦ ἦταν ἀδύνατον νά τό ἀρνηθεῖ. Ἄς ἦταν ζωηρό, ἄς ἦταν ἀτίθασο, ἄς ἦταν ἀνυπάκουο, δέν ἔπαυε νά εἶναι παιδί του. Ἦταν ὁ σταυρός του, ἡ δοκιμασία του, ὁ ἀγώνας του. Τό ἀγαποῦσε, ἦταν παιδί του, δέν μποροῦσε νά κάνει διαφορετικά.

Προσέξτε, παρακαλῶ, μία μεγαλειώδη σκηνή. Ὁ πατέρας, πού ποτέ δέν ἔπαψε νά ἐλπίζει, ν᾽ ἀναμένει, νά προσδοκᾶ, νά παρατηρεῖ τόν δρόμο. Βλέπει ἀπό μακριά τό παιδί του. Χαίρεται ἀφάνταστα. Δέν κάνει δεύτερο λογισμό: Ἄ, τώρα πού τά βρῆκε σκοῦρα, πού δυσκολεύτηκε, πού δέν μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα, πού μ᾽ ἔχει ἀνάγκη, ἐπιστρέφει, δέν μπορεῖ νά κάνει ἀλλιώτικα. Νά δεῖς, τώρα πού ἔπεσε στά χέρια μου, τί θά τόν κάνω. Θά τοῦ φερθῶ πολύ αὐστηρά. Νά μάθει πώς δέν μπορεῖ νά μέ παρακούει, νά μέ παραβλέπει, νά μέ πικραίνει. Θά τοῦ δείξω τώρα ποιός εἶμαι. Ὁ πατέρας τῆς παραβολῆς δέν κάνει καθόλου τέτοιες ποταπές σκέψεις. Μάλιστα, ἄν καί κάποιας ἡλικίας, δέν τόν ἀναμένει στό σαλόνι ἤ τήν πόρτα ἔστω. Δέν στέλνει τούς ὑπηρέτες νά τοῦ τόν παρουσιάσουν. Δέν μένει στό ὕψος του, στήν καθέδρα του, σέ θέση κύρους καί ἰσχύος.

Σᾶς εἶπα, ἀγαπητοί μου, ὅτι πρόκειται γιὰ καταπληκτικὰ σκηνή, ἀπείρου κάλλους, συγκινήσεως καὶ θαυμασμοῦ. Ὁ θιγμένος, προσβεβλημένος, ἀπορημένος, γηραιὸς πατέρας τὸν εἶδε, τὸν εὐσπλαχνίστηκε «καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Ἐπαναλαμβάνω, καὶ συγχωρέστε με γι᾽ αὐτό, προσέξτε. Δὲν στάθηκε νὰ μετρήσει τὶς διαθέσεις του, νὰ ὑπολογίσει τὴν προοπτική του, μὲ τὶ ὅρους ἐπιστρέφει, ἂν μετανόησε εἰλικρινά, ποιά εἶναι ἡ ἀκριβής πρόθεση τῆς ἐπιστροφῆς του. Δέν περίμενε καθόλου νά τόν ἀκούσει. Μά τί πατέρας εἶναι αὐτός; Ὄχι ἁπλά πῆγε πρός αὐτόν, ἀλλά ἔτρεξε πρός αὐτόν. Αὐτό ἔχει σημασία σημαντική. Δέν τόν χαιρέτησε ἁπλά. Δέν περίμενε νά ὑποκλιθεῖ, νά γονατίσει, νά τοῦ φιλήσει τό χέρι, νά ζητήσει συγνώμη. Δέν τόν ἄφησε νά μιλήσει. Δέν χρειαζόταν ξανά τά λόγια. Ἀξία εἶχε ἡ παρουσία. Τόν ἅρπαξε λοιπόν καί τόν ἀγκάλιασε. Ὄχι ἁπλά τόν ἀγκάλιασε ἀλλά τόν σφιχταγκάλιασε. Ὄχι ἁπλά τόν φίλησε, ἀλλά τόν «κατεφίλησε», τόν γέμισε δηλαδή φιλιά. Τί θαυμάσια αὐτή ἡ εἰκόνα, ἀδελφοί μου. Ὁ φταίχτης, ὁ ἀντάρτης, ὁ ἐπαναστάτης, ὁ ἀσεβής, ὁ ἄσωτος νά σφιχταγκαλιάζεται καί νά κατασπάζεται ἀπό τόν στοργικό πατέρα του. Ὁ θαυμάσιος πατέρας δέν περιμένει τήν ἐξουδένωση κι ἐξουθένωσή του, τό στραπατσάρισμα τῆς προσωπικότητάς του, τόν ἐξευτελισμό του καί τή διάλυσή του. Δέν ζητᾶ δικαιολογίες, ὑποσχέσεις, μεγάλα καί παχιά λόγια. Δέν τόν ἀφήνει νά μιλήσει. Μόνο τόν ἀγκαλιάζει καί τόν φιλᾶ μέ ὅλη τήν πατρική στοργή του καί τρυφερότητα.

Αὐτή τήν εἰκόνα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θά πρέπει νά τή φυλᾶμε καί θυμόμαστε καλά. Εἶναι διδακτική κι εὐεργετική λίαν. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη καί μόνιμη στάση τοῦ οὐράνιου πατέρα μας. Ὁ Θεός μας δέν εἶναι ὁ Δίας, πού κατακεραυνώνει τούς ἀνθρώπους. Εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀγάπης, τῆς εὐσπλαχνίας, τοῦ ἐλέους, τῶν οἰκτιρμῶν, τῆς ἀγαθότητας καί φιλανθρωπίας. Δέν μᾶς ξεσυνερίζεται, δέν μᾶς περιμένει στή γωνία νά μᾶς τή φέρει, δέν ἐκδικεῖται ποτέ, δέν τιμωρεῖ, δέν κακιώνει, δέν θυμώνει. Ἀναμένει τή μετάνοια ὅλων, δίνει εὐκαιρίες, δέν κουράζεται νά ἐπανέρχεται, ἐλπίζει καί προετοιμάζει τήν ἐπιστροφή μας, σεβόμενος πάντοτε τήν ἐλευθερία πού ὁ ἴδιος μᾶς ἔδωσε. Ἡ ἐξαίσια αὐτή εἰκόνα δίνει μεγάλη παρηγοριά κι ἐλπίδα σέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς.

Ὁ μετανοημένος ἄσωτος μέσα στήν ἀγκαλιά καί τούς ἀσπασμούς τοῦ πατέρα του συντρίβεται ἀπό τήν ἀγάπη. Ποιός εἶμαι καί πῶς μοῦ συμπεριφέρεται; Τί πατέρα ἔχω καί πόσο ἄσπλαχνα τοῦ φέρθηκα; Ἀντί νά μ᾽ ἐπιτιμήσει, μέ ἀγκαλιάζει καί ἀντί νά μέ κανονίσει, μέ καταφιλᾶ. Ἡ ἀγάπη σου δέν ἔχει ὅρια. Δέν ἀξίζω, ἀλήθεια, τέτοιας καλῆς μεταχειρίσεως. Συγκλονίζομαι ἀπό τόν τρόπο σου. Ἡ ἀγάπη σου μέ κάνει ἄφωνο, μέ ἀφοπλίζει. Πῶς σοῦ φέρθηκα καί πῶς μοῦ φέρεσαι; Γιατί τόσο πολύ μέ ἀγαπᾶς; Δέν ἔκανα κάτι γιά νά μέ ἀγαπᾶς τόσο. Δέν ἀντέχω αὐτό τό μέγεθος τῆς ἀγάπης σου. Μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα του, ἀκούει τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς του. Ὅλοι κτυποῦν γι᾽ αὐτόν. Μέσα σέ αὐτή τήν ἀπερίγραπτη θαλπωρή λησμονᾶ τήν ξενιτιά, τήν ἐρημιά, τή μοναξιά, τήν παγωνιά, τή βρωμιά, τήν ἀθλιότητα. Γαληνεύει, ἠρεμεῖ, μεταμορφώνεται, ἀναγεννᾶται, ἐμψυχώνεται, ἐνδυναμώνεται.

Ὁ πατέρας εἶναι σάν νά τοῦ λέει: «Μή μιλᾶς τώρα. Μή καταστρέφεις τήν ὡραιότατη σιγή μέ φλυαρίες, κενολογίες καί περιττολογίες. Τά γνωρίζω ὅλα καλά. Ἤμουν πάντοτε μαζί σου. Σέ ἀκολουθοῦσα, δέν σέ ἐγκατέλειψα ποτέ κι ἄς μέ ἄφησες ἐσύ. Δέν σοῦ ζητῶ τίποτε. Χαίρομαι πού ἐπέστρεψες. Σ᾽ εὐχαριστῶ πού ξαναγύρισες κοντά μου. Ἐγώ γιά σένα ὑπάρχω. Γι᾽ αὐτό σ᾽ ἔπλασα, γιά νά εἴμαστε πάντοτε μαζί. Δέν μποροῦμε νά ζήσουμε χώρια. Ὁ χωρισμός εἶναι πίκρα καί θάνατος. Δέν χρειάζεται νά προφέρεις καμία δικαιολογία. Δέν μέ πείραξε πού ἔφυγες. Μέ χαροποίησε πού γύρισες. Νά χαρεῖς αὐτή τή χαρά ὅλη. Νά μή τή διακόψεις ποτέ. Νά μή τήν ἀφήσεις νά ἐλαττωθεῖ. Στό χέρι τό δικό σου εἶναι, παιδάκι μου».

Κάποια στιγμή κατάφερε νά ψελλίσει μέσα ἀπό δάκρυα χαρᾶς ἀληθινῆς: «Πατέρα μου, ἁμάρτησα πολύ στόν Θεό καί σ᾽ ἐσένα καί δέν ἀξίζω πιά νά ὀνομάζομαι υἱός σου». Καλά λέει, ξέρει τί λέει, δέν ταπεινολογεῖ καί ταπεινοσχημεῖ. Τήν ἀλήθεια πού αἰσθάνεται, καταθέτει. Πῶς μπορεῖ νά εἶμαι υἱός σου, ὅταν ἔτσι ὑπερήφανα σοῦ φέρθηκα καί τόσο ταπεινά μοῦ φέρεσαι ἐσύ τώρα; Δέν ἀξίζω τῆς υἱοθεσίας. Ὁ πατέρας δέν τόν διακόπτει, δέν τόν διορθώνει, δέν χαίρεται γι᾽ αὐτή τήν ὁμολογία. Τόν ἄκουσε πολύ καλά, τόν πρόσεξε ἰδιαίτερα, ἀλλά δέν συνεχίζει τή σκέψη καί δέν τοῦ ἀπαντᾶ εὐθέως καί ἀμέσως. Κάνει σάν νά μήν ἀκούει καί νά μή κατάλαβε καλά, ἐνῶ ἀσφαλῶς καί ἄκουσε καί κατάλαβε πολύ καλά. Ἀπευθύνεται πρός τούς ὑπηρέτες του ὁ πατέρας καί εἶναι σάν νά τούς λέει: Μή τόν ἀκοῦτε. Δέν ξέρει τί λέει. Εἶναι ποτέ δυνατόν τό παιδί μου νά παύσει νά εἶναι παιδί μου; Μπορῶ ἐγώ ὁ πατέρας του, πού τό γέννησα, νά μή κάποτε εἶμαι πατέρας του; Ἡ υἱοθεσία καί ἡ πατρότητα εἶναι ἀναφαίρετη. Προστάζει λοιπόν ὁ πατέρας του καί λέγει στούς ὑπηρέτες του: «Μή κάθεστε καθόλου. Γρήγορα ξεφορέστε του τά βρώμικα ροῦχα καί φορέστε του τήν πιό λαμπρή στολή πού ἔχουμε, περάστε του στό δάχτυλο τό καλό δαχτυλίδι καί δῶστε του καινούργια ὑποδήματα. Σφάξτε τό μοσχάρι τό σιτευτό καί μαγειρέψτε το, νά τό φᾶμε, νά εὐφρανθοῦμε. Πρόκειται γιά τόν υἱό μου τόν ἀγαπητό, πού ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε καί ἦταν χαμένος καί βρέθηκε». Ἔτσι κι ἔγινε κι ἄρχισε τότε μία πανευφρόσυνη πανήγυρη. Μία τέτοια μεγάλη χαρά, λέει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, γίνεται γιά κάθε ἁμαρτωλό πού εἰλικρινά μετανοεῖ.

Μόνο μία σκιά ὑπῆρξε μέσα σέ ὅλο αὐτό τό πανηγύρι. Πρόκειται γιά τό πρόσωπο τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ του. Ἦταν κατά γενική ὁμολογία ἕνα πολύ καλό παιδί. Ἕνας ὑπάκουος, ἔντιμος, ἥσυχος κι ἐργατικός νέος, πού ποτέ δέν ἔδωσε ἀφορμή νά τόν παρατηρήσουν. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τά χωράφια, πού ὅλη τήν ἡμέρα μέ κόπους καί ἱδρῶτες ἐργαζόταν, παρατηρεῖ πλησιάζοντας τό σπίτι του, κάποια ἀπρόσμενη ἀλλαγή. Ξαφνικά βλέπει φωτοχυσίες καί ἀκούει μουσικές καί χοροτράγουδα. Ἀπορημένος φωνάζει ἕναν ὑπηρέτη, γιά νά μάθει τί ἀκριβῶς συμβαίνει. Ἐκεῖνος δίχως πολλά λόγια τοῦ λέει ἀμέσως: Γύρισε ὁ ἀδελφός σου, πού τόν εἴχαμε χαμένο καί ὁ πατέρας σου ἀποφάσισε γιά χάρη του νά σφάξει τό σιτευτό μοσχάρι, πού ἐπέστρεψε πίσω καλά, γερός καί δυνατός. Ποιά θά ἦταν ἡ φυσιολογική ἀντίδραση, μόλις πληροφορήθηκε κάτι τέτοιο; Νά χαρεῖ, νά τρέξει νά χαιρετήσει καί φιλήσει τόν ἀδελφό του, πού γύρισε ξανά στό σπίτι τους. Δέν ἔκανε ὅμως ἔτσι. Γιατί; Μά ἀφοῦ ἦταν τόσο καλός καί ποτέ δέν εἶχε δώσει καμιά ἀφορμή νά τόν παρατηρήσουν. Γιατί τώρα συμπεριφέρεται ἔτσι; Ὄχι ἁπλά θύμωσε ἀλλά ὀργίστηκε, ταράχτηκε, ἀναψοκοκκίνισε, δέν περίμενε κάτι τέτοιο. Αὐτή ἡ ἀπρόσμενη ἐπιστροφή τοῦ χάλαγε τά σχέδια. Ἀλλιῶς τά εἶχε προγραμματίσει ὁ ἴδιος. Συγκρινόμενος μέ τόν ἄσωτο ἀδελφό του ὑπερίσχυε. Ἔβγαινε νικητής, ἐνάρετος, ἀθῶος, πολύ καλός. Μποροῦσε νά ἔχει ὅλη τήν ἐκτίμηση καί ἀγάπη τοῦ πατέρα του. Ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἄσωτου τόν χολόσκαγε. Δέν ἤθελε οὔτε νά μπεῖ στό σπίτι του. Δέν ἄντεχε ν᾽ ἀντικρίσει τόν ἀδελφό του. Τά ᾽βαλε καί μέ τόν πατέρα του: Ἄ, ὄχι δά κι ἔτσι, ὅλα κι ὅλα, ὥς ἐδῶ καί μή παρέκει. Δέν θά τιμᾶμε καί τούς ἀσεβεῖς, τούς ἀγνώμονες, τούς καταχραστές, τούς πονηρούς, τούς ἀνεπρόκοπους, τούς ἄσωτους καί φαύλους. Ἀναγκάσθηκε ὁ πατέρας του, ὅταν πληροφορήθηκε τήν ἀφιλάδελφη στάση του, νά ἐξέλθει ξανά τῆς οἰκίας του, γιά νά τόν συναντήσει, νά συνομιλήσει εἰλικρινά μαζί του καί νά τοῦ ἐκθέσει τίς πραγματικές προθέσεις του. Ὁ στοργικός πατέρας κατανόησε πλήρως τήν κατάστασή του καί ἄρχισε νά τοῦ μιλᾶ ὄχι ἐπιτιμητικά, πατρικά, ἱκετευτικά, ἀγαπητικά. Ἐκεῖνος ὅμως δέν ἤθελε ν᾽ ἀκούσει. Τοῦ ἀποκρίθηκε βλοσυρά: «Ἄκουσε νά δεῖς καλά καί πρόσεξε. Ἐγώ τόσα χρόνια σοῦ δουλεύω σάν εἵλωτας. Ποτέ δέν παρήκουσα καμιά ἐντολή σου. Ἄν ἔχεις παράπονο, πές μου. Σ᾽ ἐμένα ὅμως δέν ἔδωσες ποτέ οὔτε ἕνα κατσικάκι νά χαρῶ κι ἐγώ σάν ἄνθρωπος καί νά τό φάω μέ τούς φίλους μου. Μόλις ὅμως γύρισε αὐτός ὁ ἀνεπρόκοπος υἱός σου, πού πῶς τολμᾶς καί τόν ἀγαπᾶς ἀκόμη, πού ἔφαγε τήν περιουσία σου μέ τίς παλιογυναῖκες, ἔσφαξες γιά χάρη του τό πιό καλό μας ζῶο, τό σιτευτό μοσχάρι».

Ὁ πατέρας τόν ἄκουσε προσεκτικά. Τόν καταλάβαινε πολύ καλά. Ἔβλεπε νά μεταμορφώνεται ὁ υἱός του. Δέν ἦταν ὁ πρεσβύτερος ἐκεῖνος ὁ ὥριμος, ὁ τίμιος, ὁ εἰλικρινής, ὁ γνήσιος, ὁ ἀτόφιος, ὁ ντόμπρος, ὁ ἀφτιασίδωτος, ὁ ἀνυπόκριτος, σοβαρός καί καλοκάγαθος. Τόσα χρόνια προσποιόταν, ὑποκρινόταν, κυκλοφοροῦσε μεταμφιεσμένος, μασκοφόρος, αὐτοδικαιωμένος, αὐτάρκης, ἀφιλότιμος καί ἀπαιτητικός. Δέν ἦταν δυστυχῶς καλός, ἀλλά ἔκανε τόν καλό. Δέν ἄντεξε καί φανερώθηκε τό κενό του, ἡ ἐσωτερική του γύμνια, ἀσχήμια καί ταραχή. Κρῖμα. Πῆγαν τόσοι κόποι καί μόχθοι χαμένοι. Ὁ πατέρας δέν τόν ξεσυνερίζεται. Δέν ἀπογοητεύεται ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ πραγματικοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Κάνει ὅτι δέν καταλαβαίνει τίποτε ἀπ᾽ ὅλα αὐτά τά τρομερά, πού φανερώνει ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ του. Ἐπιμένει νά τόν παρακαλεῖ, νά τόν ἱκετεύει, νά τόν προσκαλεῖ. Δέν παύει νά τόν ἀγαπᾶ. «Καλό παιδί μου, τοῦ λέει, ἐσύ εἶσαι πάντοτε μαζί μου κι ἐγώ μαζί σου. Ὅ,τι εἶναι δικό μου εἶναι καί δικό σου. Δέν ξεχωρίζω τίποτε. Δέν λέω ὅτι αὐτό εἶναι δικό σου καί αὐτό δικό μου. Μή γίνεσαι μικρός. Μή παρασύρεσαι ἀπό δόλιους λογισμούς. Μή ζηλοφθονεῖς καί χάνεις τήν εὐκαιρία νά χαρεῖς μαζί μας. Ἔλα νά συνευφρανθοῦμε. Εἶναι πολύ σημαντική αὐτή ἡ ἡμέρα. Τό γεγονός εἶναι κοσμοχαρμόσυνο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, γιά τόν ὁποῖο γίνεται ἡ ἑορτή, δέν εἶναι ἕνας τυχαῖος, ἕνας ἄγνωστος, ἕνας ξένος. Εἶναι ὁ ἀδελφός σου ὁ μοναδικός. Εἶναι τό παιδί μου. Εἶσαι τό παιδί μου. Εἶσθε τά παιδιά μου. Μή μέ λυπεῖς κι ἐσύ. Ἔλα σέ παρακαλῶ πολύ μέσα στό σπίτι, νά χαροῦμε ὅλοι μαζί. Ὁ ἀδελφός σου ἦταν νεκρός καί ἀναστήθηκε καί χαμένος καί βρέθηκε».

Σὰν νὰ τελειώνει κάπως ἀπότομα ἡ παραβολή. Δὲν μᾶς λέει τί ἀπέγινε ὁ πρεσβύτερος υἱός. Πείσθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ εἰσῆλθε στὸν οἶκο τους, γιὰ νὰ συνευφρανθεῖ; Μᾶλλον ὄχι. Οἱ θεῖοι ἑρμηνευτὲς λέγουν πὼς μᾶλλον ὄχι, δὲν φαίνεται νὰ εἰσῆλθε. Ἂν εἰσήρχετο, θὰ τὸ ἀνέφερε σίγουρα. Τὸ θέμα εἶναι ἀρκετὰ σοβαρό. Γιὰ νὰ τὸ προσέξουμε λίγο, στὸν χρόνο ποὺ μᾶς ἀπομένει. Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς κατ᾽ ἀρχὰς φαίνεται νὰ ἔχει δίκιο. Κατηγορεῖ τὸν πατέρα του ὅτι τὸν ἀδικεῖ. Θεωρεῖ ὅτι δὲν λαμβάνει τὴν πρέπουσα ἀμοιβὴ γιὰ τὴν κοπιαστικὴ ἐργασία ποὺ τοῦ προσφέρει ὁλημερίς. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἄσωτο ἀδελφό του, ποὺ ἀπολαμβάνει ἐξαιρετικῆς ὑποδοχῆς, ἔκτακτης τιμῆς καὶ πλούσιου συμποσίου καὶ δείπνου. Τιμώντας ὁ πατέρας τὸν μετανοήσαντα κι ἐπιστρέψαντα υἱό του δὲν ἀδικεῖ διόλου τὸν πρεσβύτερο. Τὸ προσφερόμενο δεῖπνο εἶναι ἔκφραση χαρᾶς γιὰ τὴ σωτηρία μίας ψυχῆς. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πῶς ὁ Θεὸς θυσίασε τὸν Υἱό Του στὸν σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Εἶναι γεγονὸς πὼς κάπου σκανδαλίζει ὁρισμένους ἡ τόσο μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς. Εἶναι γιὰ μερικοὺς σκανδαλώδης αὐτὴ ἡ ὑπερβολικὴ εὐσπλαχνικὴ συμπεριφορὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς μετανοοῦντες. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων. Ἀξίζει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα πὼς κληρικοὶ καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἐργάζονται ἐπὶ ἔτη μέσα στὴν Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ κρύβουν μέσα τους μία αἴσθηση κάποιας ὑπεροχῆς ἀπέναντι στοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νὰ κυοφορεῖται κι ἐπωάζεται ἕνας κρύφιος λανθάνων φαρισαϊσμός, ὅτι δὲν εἴμαστε ἐμεῖς ὅπως οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι, ὅτι διαφέρουμε κι εἴμαστε κάπου πιὸ ψηλὰ καὶ θὰ πρέπει ἀργὰ ἢ γρήγορα καὶ νὰ μᾶς τιμήσουν. Λησμονοῦμε ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ μποροῦν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν κι ἐμεῖς νὰ μένουμε μὲ νοσηροὺς ναρκισσισμοὺς νομιζόμενης πνευματικότητος κι ὅτι δὲν μᾶς κατανοοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ μποροῦμε νὰ κρίνουμε εὔκολα τοὺς πάντες. Συμβαίνει οἱ ἀκόλουθοί του πρεσβύτερου υἱοῦ τῆς παραβολῆς ὅτι ἔχουν πιὸ πολλὰ δικαιώματα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ὅτι τοὺς ἀξίζει μία καλύτερη θέση καὶ ἀνταμοιβή. Ἔχουν μία ἰδέα μεγάλη περὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ μία ἀπαράδεκτη ἀπαιτητικότητα ἀπὸ τὸν Θεό. Μερικὲς φορὲς ἔχουν μάλιστα μία ἀποκρουστικὴ σκληρότητα, ἀνυπομονησία, ἀπολυτότητα, αὐτοπεποίθηση, κυριαρχία κι ἐξουσιαστικότητα.
Λησμονοῦν δυστυχῶς ὅτι ἡ μετάνοια καὶ ἡ ταπείνωση εἶναι ἀνώτερες ἀπὸ τὰ ὅποια καλὰ ἔργα ποὺ αὐτὰ καθ᾽ ἑαυτὰ δὲν μᾶς δικαιώνουν, κατὰ τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Ἀσκητή. Ὁ ἅγιος Κύριλλος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας μάλιστα τονίζει πὼς ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα λίγων ἢ πολλῶν καλῶν πράξεων. Κατὰ τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ μητροπολίτη Ἐδέσσης Ἰωήλ, γιὰ ὁρισμένους ἠθικολόγους, ὁ ληστής, ἡ πόρνη, ὁ τελώνης, ὁ ἄσωτος καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν ἔπρεπε νὰ σωθοῦν. Ὁ Θεὸς εἶναι πέλαγος ἀγάπης καὶ θέλει ὅλους νὰ τοὺς σώσει. Δὲν σώζονται οἱ ἰσχυρογνώμονες ἀμετανόητοι. Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέγει χαρακτηριστικὰ πὼς ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ὀνομάζεται δίκαιος, ἀλλὰ περισσότερο εἶναι χρηστὸς καὶ ἀγαθός. Ἀπὸ μᾶς ζητᾶ νὰ τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας καθαρή.

Ὁ πρεσβύτερος υἱὸς τῆς παραβολῆς στάθηκε πιὸ ἀνώριμος ἀπὸ τὸν νεώτερο. Ὁ νεώτερος μὲ τὴ μετάνοιά του διόρθωσε ὅλα του τὰ λάθη. Ὁ πρεσβύτερος μὲ τὴν ἀμετανοησία του ἔχασε ὅ,τι εἶχε κερδίσει τόσα χρόνια ἐργαζόμενος κι ἐγκρατευόμενος καὶ τελικὰ δὲν εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ δείπνου. Ἡ σκληρότητα τῆς νομιζόμενης ἀρετῆς του τὸν ἔκανε ἀφιλάδελφο καὶ τὸν αὐτοκαταδίκασε. Ὁ Θεός μας, Θεὸς τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγαθότητος καὶ τῆς χρηστότητος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως καὶ δίνει συνεχεῖς εὐκαιρίες γιὰ νὰ μετανοήσουμε. Ἀγαπᾶ ὅλως ἰδιαιτέρως τὴ ντομπροσύνη καὶ τὸ ἀνυπόκριτο. Ὅπως λέει ὁ μακαριστὸς Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ἕνας βαθὺς ἀναστεναγμὸς κι ἕνα “Κύριε ἐλέησον” ἐκ βαθέων ἔχει μεγαλύτερη βαρύτητα ἀπ᾽ ὅ,τι ἕνας κουβὰς δάκρυα συναισθηματικὰ καὶ κουραστικὲς εὐσεβεῖς φλυαρίες.

Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ πολὺ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν κι ἀγαποῦν καὶ τοὺς ἄλλους ἀφειδώλευτα, ἀτσιγγούνευτα καὶ δίχως ἀνταλλάγματα. Ἀγαπᾶ ἰδιαιτέρως τὶς προσευχὲς ὑπὲρ τῶν ἄλλων. Τῶν φτωχῶν, τῶν ἀδικημένων, τῶν συκοφαντημένων, τῶν ἀρρώστων, τῶν μοναχικῶν, τῶν ἄσωτων, τῶν ὑποκριτῶν. Ὅπως λέει πολὺ ὡραία, ὁ πρόσφατα κοιμηθεὶς μακαριστὸς π. Εὐσέβιος Βίττης, προσευχητικά, ἂς ὁμολογήσουμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ποὺ τὰ πάντα βλέπει καὶ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι «δούλη τῶν αἰσθήσεων, σκλάβα τῶν παθῶν, δέσμια τῆς ὑπερηφάνειας, πληγωμένη ἀπὸ τὴν εὐθιξία, ἐγωϊστικὴ ὅσο δὲν τὸ φαντάζεται, χαλαρὴ χωρὶς προηγούμενο, φιλύποπτη χωρὶς λόγο, ἀδιάφορη καὶ ἀμελής, δυσκίνητη σὰν παράλυτη, δεμένη πολὺ μὲ τὸν κόσμο, ὀλιγόπιστη στὶς δοκιμασίες, πάμφτωχη σὲ ἀρετές, μὲ ἀσήμαντη πνευματικὴ πρόοδο».

 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου (†) «Ἡ ἁγιότητα εἶναι κατορθωτή σήμερα;», Ἐκδ. «THNOΣ», Ἀθήνα 2010, Ἠλ. στοιχειοθ. «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»)