† Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Πόσο μικρὴ καὶ γνωστὴ εἶναι ἡ σημερινὴ παραβολὴ καὶ πόσο δυνατὸ καὶ προκλητικὸ εἶναι τὸ μήνυμά της.
Εἶναι δυνατὸ καὶ φαίνεται μέσα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ κειμένου. Δύο ἄνδρες ἦλθαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, σ’ ἕναν χῶρο ἱερό, στὸ Βασίλειό Του, ποὺ σ’ ἕναν κόσμο ποὺ χάνεται μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, Τοῦ ἀνήκει ἀνεπιφύλακτα. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρες περπατᾶ ὑπερήφανα πρὸς τὸν ναὸ καὶ παίρνει θέση μπροστὰ στὸν Θεό. Ὁ ἄλλος ἔρχεται καὶ οὔτε κἄν τολμᾶ νὰ διασχίσει τὸ κατώφλι τοῦ ναοῦ: εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ὁ χῶρος εἶναι ἱερός, ὅπως ὁ χῶρος γύρω ἀπὸ τὴν Φλεγόμενη Βάτο στὴν ἔρημο ὅπου ὁ Μωυσῆς δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει χωρὶς νὰ λύσει τὰ ὑποδήματά του, παρὰ μόνο μὲ λατρεία καὶ φόβο Θεοῦ.
Καὶ πόσο διαφορετικὰ εἶναι τὰ λόγια ποὺ εἰπώθηκαν!
Προφανῶς ὁ Φαρισαῖος προσεύχεται στὸν Θεό, Τὸν δοξάζει – ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο; Ἐπειδὴ εἶχε δημιουργήσει ἕνα ἄνθρωπο σὰν αὐτόν, ἕναν ἄνθρωπο τόσο ἅγιο, τόσο ἄξιο γιὰ τὸν Θεὸ· ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ὄχι μόνο δὲν τηρεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου, ἀλλὰ πηγαίνει πέρα ἀπὸ ὅ,τι ἔχει προστάξει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ περιμένει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πραγματικὰ στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δοξολογώντας Τον, ποὺ αὐτός, εἶναι τόσο ὑπέροχος ποὺ εἶναι δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἁγιότητάς Του.
Ὁ Τελώνης δὲν τολμᾶ κἄν νὰ εἰσέλθει στὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἡ παραβολὴ εἶναι ξεκάθαρη: ὁ ἄνδρας ποὺ ἦλθε καὶ στάθηκε μὲ συντετριμμένη καρδιά, μὲ ντροπὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἀνάξιος νὰ εἰσέλθει στὸν ναό, ἐπιστρέφει σπίτι του συγχωρεμένος, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: συντροφευμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ποὺ παραστέκεται σ’ ὅποιον Τὸν χρειάζεται καὶ ἀναγνωρίζει τὴν ἀνάγκη του γιὰ σωτηρία.
Ὁ Φαρισαῖος πηγαίνει σπίτι του, ἀλλὰ ἔχει συγχωρεθεῖ λιγότερο· ἡ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἡ ἴδια· στὴ σχέση αὐτὴ αὐτὸς βρίσκεται στὸ κέντρο, ὁ Θεὸς στὴν περιφέρεια· ἐκεῖνος βρίσκεται στὸ κέντρο τῶν πραγμάτων, ὁ Θεὸς εἶναι ὑποχείριό Του. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ὅ,τι ἔκανε ἦταν χωρὶς ἀξία· ἁπλῶς σημαίνει ὅτι ὅσο τὸν ἀφορᾶ, δὲν ὑπῆρξε σ’ ἐκεῖνον καρπὸς ἁγιότητας. Οἱ πράξεις του ἦταν καλὲς ἀλλὰ ἦταν ἀλλοιωμένες, δηλητηριασμένες ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια· ἡ ὀμορφιὰ σ’ ὅ,τι ἔκανε εἶχε ἐντελῶς ἀμαυρωθεῖ ἐπειδὴ δὲν ἀπευθυνόταν οὔτε στὸν Θεό, οὔτε στὸν πλησίον του· στρεφόταν στὸν ἑαυτό του. Καὶ λέγεται ὅτι αὐτὴ ἡ ὑπερηφάνεια ἀπογύμνωσε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ἀφαίρεσε τοὺς καρποὺς τῶν καλῶν του ἔργων, τὸν καρπὸ τῆς ἐξωτερικῆς πίστης του στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μόνο ἡ ταπείνωση θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρει στὶς πράξεις του νόημα, ποὺ μόνο ἡ ταπείνωση θὰ μεταμόρφωνε σὲ ζωὴ τὶς πράξεις του, στὸ νερὸ τῆς ζωῆς ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα.
Ὅμως μία ἐρώτηση στέκει μπροστά μας: πῶς μποροῦμε νὰ μάθουμε κάτι γιὰ τὴν ταπείνωση ἐὰν εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη προϋπόθεση νὰ μὴν εἴμαστε ὅπως ἡ ἄκαρπη συκιά, ἀλλὰ γόνιμοι, νὰ γίνουμε ἡ πλούσια σοδειὰ ποὺ θὰ τρέφει τοὺς ἀνθρώπους;
Δὲν πιστεύω ὅτι μποροῦμε νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὴν ταπείνωση ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀπὸ ματαιότητα, ἐκτὸς ἐὰν μᾶς συμβεῖ κάτι τόσο τραγικὸ ποὺ νὰ δοῦμε, ν’ ἀνακαλύψουμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ εἶναι ἐντελῶς στερημένοι ἀπὸ τὸ κάθε τι ποὺ στήριζε τὴν ἁμαρτωλή, καταστροφική, ἄκαρπη κατάστασή μας. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα πράγμα ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε: ὅσο πιστεύουμε ὅτι κατέχουμε κάθε εἴδους χάρισμα τῆς καρδιᾶς, τοῦ νοῦ, τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ὅσο καρποφόρα μπορεῖ νὰ εἶναι τὰ ἔργα μας, μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: Ὦ ἄνθρωπε, τί ἔχεις ποὺ δὲν σοῦ ἔχει δοθεῖ;!… Καὶ πράγματι, ἠχοῦν σὰν ἀντίλαλος στ’ αὐτιά μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου στὸν πρῶτο Μακαρισμό, στὸν Μακαρισμὸ ποὺ ἀνοίγει τὴν πόρτα σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους : «Εὐλογημένοι εἶναι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα… Εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ γνωρίζουν ὄχι μόνο μὲ τὴ λογικὴ – ἀλλὰ τουλάχιστον μὲ τὴ λογική!- ὅτι εἶναι ἕνα τίποτα, ὅτι δὲν κατέχουν τίποτα ποὺ δὲν εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς μᾶς κάλεσε νὰ ὑπάρξουμε ἀπὸ τὸ μηδέν, δίχως τὴ συμμετοχή μας: ἡ ὕπαρξή μας εἶναι ἕνα δῶρο! Μᾶς δόθηκε ζωὴ ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ δημιουργήσουμε. Μᾶς δόθηκε ἡ γνώση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, καὶ πράγματι μᾶς δόθηκε μία βαθύτερη, πιὸ οἰκεία γνώση τοῦ Θεοῦ- ὅλα αὐτὰ εἶναι ἕνα δῶρο! Καὶ τότε, αὐτὸ ποὺ εἴμαστε εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ: τὸ σῶμα, ἡ καρδιά, ὁ νοῦς, ἡ ψυχὴ μας – ποιὰ δύναμη ἔχουμε σ’ αὐτὰ τὰ δῶρα ὅταν ὁ Θεὸς δὲν τὰ στηρίζει..; Ἡ μεγαλύτερη εὐφυία μπορεῖ ξαφνικὰ ἀπὸ ἕνα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο νὰ χαθεῖ στὸ σκοτάδι· ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ἀντιμετωπίζουμε μία ἀνάγκη ποὺ χρειάζεται ὅλη μας τὴ συμπάθεια, τὴν ἀγάπη – καὶ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἡ καρδιὰ μας εἶναι καμωμένη ἀπὸ πέτρα καὶ πάγο… Καὶ θέλουμε νὰ κάνουμε τὸ καλὸ – καὶ δὲν μποροῦμε καὶ ἤδη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸ γνώριζε ὅταν εἶπε: Δὲν κάνω αὐτὸ ποὺ ἀγαπῶ, καὶ πράττω συνεχῶς τὸ κακὸ ποὺ μισῶ… Καὶ τὸ σῶμα μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τόσα πολλὰ πράγματα!
Καὶ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν φιλία ποὺ μᾶς προσφέρεται, τὶς σχέσεις μας, τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς στηρίζει, τὴν συντροφικότητα· ὅ,τι εἴμαστε καὶ ὅ,τι ἔχουμε εἶναι ἕνα δῶρο: καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ἑπόμενο βῆμα: δὲν εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη; Δὲν μποροῦμε νὰ στραφοῦμε στὸν Θεό, ὄχι σὰν τὸν φαρισαῖο, μὲ ὑπερηφάνεια γι’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ξεχνώντας ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι δικά Του, ἀλλὰ νὰ στραφοῦμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ Τοῦ ποῦμε: Θεέ μου, ὅλα αὐτὰ εἶναι δικό σου δῶρο! Ὅλη αὐτὴ ἡ ὀμορφιά, ἡ ἐξυπνάδα, ἡ εὐαίσθητη καρδιά, ὅλες ἐκεῖνες οἱ καταστάσεις τῆς ζωῆς εἶναι ἕνα δῶρο! Πράγματι ὅλες αὐτὲς οἱ καταστάσεις, ἀκόμα κι ἐκεῖνες ποὺ μᾶς φοβίζουν εἶναι ἕνα δῶρο ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς λέει: Σᾶς ἐμπιστεύομαι ἀρκετὰ γιὰ νὰ σᾶς στείλω νὰ φέρετε τὸ φῶς στὸ σκοτάδι! Σᾶς στέλνω ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀποσύνθεση νὰ γίνεται τὸ ἁλάτι ποὺ θὰ τὴν σταματήσει! Σᾶς στέλνω ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ φέρετε τὴν ἐλπίδα, νὰ φέρετε τὴν χαρά, νὰ φέρετε τὴν ἀγάπη ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει καὶ ὅτι μᾶς στέλνει ὁ Θεὸς στὸ σκοτάδι, γιὰ νὰ γίνουμε ἡ παρουσία καὶ ἡ ζωή Του, αὐτὸ σημαίνει ὅτι μᾶς ἐμπιστεύεται- μᾶς ἐμπιστεύεται, μᾶς πιστεύει, ἐλπίζει τὰ πάντα σέ μᾶς: δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ νὰ μᾶς κάνει εὐγνώμονες;
Ἀλλὰ ἡ εὐγνωμοσύνη δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ παγωμένη λέξη εὐχαριστίας· εὐγνωμοσύνη σημαίνει ὅτι ἐπιθυμοῦμε νὰ Τὸν κάνουμε νὰ δεῖ ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν μᾶς δόθηκαν μάταια, ὅτι δὲν ἔγινε μάταια ἄνθρωπος, δὲν ἔζησε, δὲν πέθανε μάταια· εὐγνωμοσύνη σημαίνει μιὰ ζωὴ ποὺ θὰ ἔδινε χαρὰ στὸν Θεό: αὐτὴ εἶναι ἡ πρόκληση αὐτῆς τῆς ἰδιαίτερης παραβολῆς.
Ναί, τὸ ἰδανικὸ γιὰ μᾶς θὰ ἦταν νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ- ἀλλὰ τί εἶναι ταπείνωση; Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς γνωρίζει, καὶ ἐὰν κάποιος γνωρίζει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ μεταφέρει στὸν καθένα ποὺ δὲν γνωρίζει; Ἀλλὰ τὴν εὐγνωμοσύνη τὴν γνωρίζουμε ὅλοι· ὅλοι γνωρίζουμε μικρὲς πτυχὲς καὶ τρόπους γιὰ νὰ τὴν ἐκφράσουμε. Ἂς τὸ συλλογιστοῦμε αὐτό, καί, ἂς ἀναγνωρίσουμε, μὲ μία πράξη εὐγνωμοσύνης ὅτι δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ βρισκόμαστε στὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ- καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἐπιτρέπει νὰ βρισκόμαστε ἐκεῖ. Δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ κοινωνοῦμε μαζί Του εἴτε στὴν προσευχὴ ἢ στὰ μυστήρια- καὶ μᾶς καλεῖ σὲ κοινωνία μαζί Του! Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ εἴμαστε παιδιά Του, νὰ εἴμαστε τὰ ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἴμαστε ἡ κατοικία τοῦ πνεύματος- καὶ μᾶς τὰ δωρίζει ὅλα μέσα ἀπὸ μία πράξη ἀγάπης!
Ἂς συλλογιστεῖ ὁ καθένας μας καὶ ἂς ρωτήσει τὸν ἑαυτό του: μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο εὐγνώμων ἔτσι ὥστε ὁ Θεὸς νὰ μποροῦσε νὰ χαρεῖ στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν προσφέρθηκε μάταια, δὲν ὑπῆρξε μάταια, δὲν ἔζησε, δὲν πέθανε μάταια, ὅτι ἔχουμε λάβει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας. Καὶ ἂν ἀναπτυχθεῖ βαθιὰ μέσα μας ἡ ἀληθινὴ εὐγνωμοσύνη θὰ λατρεύσουμε τὸν Θεὸ καὶ θὰ μάθουμε ὅτι ταπείνωση δὲν εἶναι ξεπεσμός, ἀλλὰ λατρεία, ἡ ἐπίγνωση ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὅ,τι ἔχουμε, ὅ,τι εἴμαστε, καὶ ὅτι εἴμαστε ἀνοιχτοὶ ὅπως ἡ γῆ, ἡ πλούσια γῆ εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ ὄργωμα, στὴ σπορά, στὸν σπόρο, στὴ λιακάδα, στὴ βροχή, στὸ κάθε τι προκειμένου νὰ καρποφορήσει. Ἀμήν.