Βιογραφία
Ο Όσιος Φαντίνος καταγόταν από την Καλαβρία της Ιταλίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος, η δε μητέρα του Βρυαίνη. Από μικρός αφοσιώθηκε στην υπηρεσία της πίστης και ήταν τόσο ενάρετος και μορφωμένος, ώστε να τον παρακολουθούν και πολλοί μαθητές, που τους δίδασκε την έμπρακτη ευσέβεια. Σε ηλικία 60 χρονών, αφού πήρε δύο από τους μαθητές του, τον Βιτάλιο και τον Νικηφόρο, πήγε στην Πελοπόννησο, οπού εγκαταστάθηκε για λίγο καιρό στην Κόρινθο και έφερε πολλές ψυχές στη Σωτηρία. Κατόπιν επισκέφθηκε την Αθήνα, όπου προσκύνησε στον ναό της Θεοτόκου. Έπειτα πήγε στη Λάρισα και από κει στη Θεσσαλονίκη. Εδώ έμεινε οκτώ ολόκληρα χρόνια υπηρετώντας το Ευαγγέλιο και απεβίωσε ειρηνικά υπέργηρος το 974 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Καλαβρίας τὸ κλέος μοναστῶν μέγας ἥλιος, καὶ Θεσσαλονίκης προστάτης, ὤφθης Πάτερ θεόσοφε, λαβὼν γὰρ παιδιόθεν τὸν σταυρόν, Φαντῖνε ἐξεζήτεις τὸν Θεόν, καὶ μακρύνας ἐπλουτίσθης ὑπερφυῶς, ἐν θαυμαστοῖς χαρίσμασι, δόξα τῷ σὲ σφραγίσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δεδωκότι σε ἡμῖν, μεσίτην καὶ διδάσκαλον.
Κοντάκιον. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ κοιλίας Ἅγιε, ἀφιερώθης Κυρίῳ, καὶ Αὐτὸν ὡς πρόδρομος, πρίν σε τεχθῆναι ἀνύμνεις, εἶτα δέ, λιπὼν πατρίδα γονεῖς καὶ φίλους, γέγονας, πλανήτης θεῖος πολλοὺς φωτίσας, ἐν μεγίστῃ σου ἀσκήσει, καὶ θαυμασίοις, Φαντῖνε πανόσιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἐκ τῆς Καλαβρίας ὤφθης φυτόν, χάριτος Κυρίου ὦ Φαντῖνε θαυματουργέ, πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα, ἀσκήσει ἁγιάσας, καὶ ἐν Θεσσαλονίκῃ, ἀναπαυσάμενος.
Πηγή κειμένου : Ορθόδοξος συναξαριστής
Αποσπάσματα από το βιβλίο “Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Φαντίνου τοῦ Νέου“
(Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Εὐαγγελισμοῦ Θεοτόκου Ὀρμυλίας, 1996)
33. Τελευταία κατήχηση πρὸ τῆς ἀναχωρήσεως γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη.
Ἀφοῦ λοιπόν, πέρασε πολὺς χρόνος, μία νύκτα ὁ Ὅσιος πῆρε ἐντολὴν ἀπὸ Ἄγγελο Θεοῦ νὰ ἐγκαταλείψη τὴν πατρίδα του σὰν ἄλλος Ἀβραάμ, καὶ νὰ ἀναχωρήσει ὄχι πλέον σὲ ἔρημη γῆ, ἀλλὰ στὴν πόλη τῶν Θεσσαλονικέων, γιὰ νὰ προσελκύσει ἐκεῖ πολλοὺς πρὸς τὸν θεῖον αὐτοῦ ζῆλο καὶ νὰ τοὺς μεταφέρει στὰ ὕψη τῆς ἀρετῆς. Καὶ ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι αὐτὸ εἶναι θεῖο πρόσταγμα, συγκέντρωσε στὸ Κυριακό, ἐνώπιόν του ὅλους καὶ τοὺς εἶπε, τὴν ἑξῆς κατήχηση:
Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα μου περιπόθητα, ἕως ὅτου ὑπάρχει ἀκόμη σὲ μᾶς καιρός, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἡ διαγωγή μας ἂς εἶναι κοσμία· ὅσο διαρκεῖ ἡ ἡμέρα, ἂς ἀκολουθήσωμε τὸν ἥλιο. Ἔρχεται ἡ ἀναπόφευκτη νύκτα, ὁπότε κανεὶς στὸ ἑξῆς δὲν μπορεῖ νὰ ἐργάζεται.
Ἂς μὴν ἐμπλακοῦμε στὰ τερπνὰ τοῦ βίου ποὺ γρήγορα παρέρχονται, οὔτε τὸν χρόνο ποὺ μᾶς χαρίσθηκε νὰ τὸν ἀφανίσωμε σὲ αὐτά. Ἂς μὴ μᾶς νικήσει ἡ στοργὴ τῶν γονέων ἢ καὶ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, διότι σὰν τὸ ἄνθος τοῦ χορταριοῦ ἀκόμη λίγο καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν. Ἂς μὴν λοιπόν, θάψουμε τὴν ψυχὴ μὲ τὴν γαστριμαργία καὶ τὸν ἐλεύθερο νοῦ μὲ τὴν μέθη. Ἂς μὴν διαφθείρουμε μὲ τὴν φιληδονία καὶ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, μέσα στὸν ὁποῖον κατοικεῖ ὁ καθαρὸς καὶ ἅγιος νοῦς, ὁ Χριστὸς ὁ Θεός μας, οὔτε τὴν ψυχὴ ποὺ ὑπάρχει σὲ αὐτὸν νὰ την καταστήσουμε ἀντὶ γιὰ καθαρὴ ἀκάθαρτη καὶ ἀντὶ γιὰ φῶς σπήλαιο ληστῶν καὶ σκότους. Διότι, λέγει, ὁ ἄνθρωπος γίνεται δοῦλος ἐκείνου ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχει νικηθῇ. Οὔτε νὰ μπῆ μετὰ μέσα μας ἡ φιλαργυρία καὶ νὰ μᾶς καταστήσει δούλους ἀντὶ ἐλεύθερους καὶ νὰ μᾶς πείσει, ἀφοῦ μᾶς δέσει μὲ τὶς θηλειές της, νὰ ἐλπίζουμε στὰ μάταια ἀντὶ στὴν οὐράνια κληρονομία.
Ἂς μὴ βρῆ θέση ἀνάμεσάς μας ἡ ὀργὴ ἢ ἡ κραυγή, διὰ τῶν ὁποίων ἔρχεται σὰν ἐπακόλουθο ἡ βλασφημία· διότι μὲ αὐτὰ διώχνουμε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπισύρουμε τὸ πνεῦμα τοῦ πονηροῦ. Ἂς μὴ σαγηνεύσει τὴν ψυχή μας λύπη σκοτεινὴ καὶ ἄκαρπη καὶ ἔτσι δι᾿ αὐτῆς σκοτισθῇ τὸ καθαρό μας φρόνημα· διότι ὅλες οἱ λύπες δὲν εἶναι ἀληθινές, ἀλλὰ διαφορετικές. Οὔτε ἡ ἀκηδία, ἀφοῦ μᾶς ὑποσκάψη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας, μᾶς συγκαταλέξει στὸν ἀριθμὸ τῶν ἐφευρετῶν τῶν παθῶν δαιμόνων.
Καὶ ἡ κενοδοξία ἂς μὴ μᾶς παραδώσει στὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας, ἤτοι τῆς ὑψηλοφροσύνης, ἀφοῦ μᾶς ἀγοράσει διὰ τῆς ὀλισθηρῆς ἐπάρσεως, μήπως ἡ ἴδια πάλι μᾶς ἀποστείλη στὸν θάνατο. Διότι, ὅπως ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν ἀγαθῶν εἶναι ἡ ταπείνωση, ἔτσι ἀρχὴ καὶ τέλος καὶ ῥίζα τῶν παθῶν εἶναι ἡ ὑπερηφάνια. Διότι, αὐτὰ ποὺ ἐξυψώνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως λέγει και ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τὰ σιχαίνεται· καὶ δὲν εἶναι ἄξιος αὐτὸς ποὺ αὐτοσυστήνεται, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολο, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ τὸν συστήνει ὁ Κύριος.
Γιὰ αὐτό, ἂς βιάσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, τέκνα καὶ ἀδελφοί, ἂς τοὺς βιάσουμε, ἂς ἐνισχύσουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἂς νουθετήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ἂς τὸν οἰκοδομήσουμε, ἔχοντας τὸν νοῦν μας καὶ λέγοντας: Ἄραγε, τί λογῆς εἶναι τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον, τὸ πῦρ ποὺ δὲν σβήνει ποτέ, ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, τὸ τρίξιμο τῶν ὀδόντων, τὰ δεσμὰ τὰ ἄλυτα, τὰ τάρταρα τῆς κολάσεως, τὸ κλάμα ἐκεῖνο τὸ ἀπαρηγόρητο; Πῶς θὰ τυλιχθῇ στὸ εἰλητάριο ὁ οὐρανός, πῶς θὰ πέσουν στὴν γῆ τὰ ἀστέρια καὶ θὰ σκοτεινιάσει ὁ ἥλιος; Πῶς θὰ ἀνοιχθοῦν οἱ οὐρανοί, καὶ θὰ κατέβει ὁ Κριτής, καὶ οἱ σαλευθεῖσες οὐράνιες δυνάμεις θὰ προστρέξουν καὶ θὰ ἑτοιμασθῇ ὁ φοβερὸς θρόνος καὶ ἡ γῆ θὰ κλονισθῇ περιμένοντας τὴν ἔλευση τοῦ δικαστοῦ; Πῶς θὰ σπεύσουν σὲ προϋπάντηση οἱ Ἅγιοι καὶ θὰ ἀξιωθοῦν νὰ ζήσουν μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, ἐνῷ ὁ νυμφὼν θὰ κλείσει γιὰ τοὺς ἀμελεῖς καὶ θὰ πεταχθοῦν ἔξω στὴν φωτιά;
Γιὰ αὐτὰ παιδιά μου μεριμνώντας, μὴν ξεχνᾶτε τὴν ἐλεημοσύνη. Τὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ ἀδελφό, ποὺ ἐγὼ ἐξέλεξα νὰ ἀναλάβει ἐπάξια τὴν προστασία σας, φροντίστε νὰ τὸν ὑπηρετῆτε ὅπως τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, γιὰ νὰ μπορῆ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ μένα μὲ προθυμία νὰ ἀγρυπνῆ καὶ νὰ προσεύχεται, ἐπειδὴ θὰ δώσουμε, λέγει ὁ Παῦλος, λόγο στὸν Θεὸ γιὰ σᾶς.
ΜΕΡΟΣ Γ´. ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
1. Ἄφιξη καὶ ὑποδοχή.
Ἀφοῦ μίλησε ἔτσι καὶ εὐχήθηκε ὅλους ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, κατέβηκε στὴν παραλία, μπῆκε σὲ πλοῖο καὶ προσάραξε σὲ αὐτὴν τὴν περίβλεπτη Θεσσαλονίκη. Ἔπειτα εἰσῆλθε στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ καὶ ἐκεῖ ἀρχικὰ διέμεινε. Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Φαντῖνος πέρασε τὸ Ἀδριατικὸ πέλαγος, ἡ φήμη τοῦ διαδόθηκε παντοῦ καὶ πῆρε ἔκταση, καὶ μόλις ἔφθασε ὁ ποθούμενος πρὸς τοὺς ποθοῦντας, ὅλους τοὺς ὁδήγησε πρὸς αὐτόν, καὶ βεβαίως αὐτὸν ποὺ κατεῖχε τὸ ὕπατο ἀξίωμα τῆς πόλεως καὶ ἐκεῖνον τὸν ἴδιο ἀρχιερέα.
Καὶ ποιός θὰ ἦταν ἱκανὸς νὰ διηγηθῇ τὰ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, μὲ πόση δηλαδὴ εὐλογία γέμισε τὸν τόπο, τί ἰατρεῖο δίχως πληρωμὴ εἶχαν πάντες στὴν διάθεσή τους καὶ πρὸ τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατό του; Διότι ἀμέσως, γιὰ ἄλλους ἔγινε λιμάνι ἀσφαλέστατο, γιὰ ἄλλους θαυμάσιος πύργος ἰσχυρὸς ἔναντι τῶν ἰσχυρῶν καὶ ἐκείνων ποὺ φοβέριζαν μὲ ἄδικες ἀπειλές· σὲ ἄλλους ἦταν γλυκύς, πειθήνιος, πρᾷος ὅσο κανεὶς ἄλλος καὶ ταπεινότατος· σὲ κάποιους ἄλλους ὅμως, ποὺ ἦσαν αἰτία νὰ ταλαιπωροῦνται καὶ νὰ στενάζουν οἱ πτωχοί, ἦταν δίκοπο μαχαίρι ποὺ ἔκοβε σύῤῥιζα καὶ ἐξιλέωνε.
Ἄλλους, μὲ τὸν διδασκαλικό του λόγο ἔκανε πρακτικούς, καὶ ἄλλους μὲ τὴν πράξη σταθερούς· καὶ πρὸς τὰ δύο ἔδειχνε εὐχαρίστηση καὶ γιὰ ὅλους ἦταν ἀνακούφιση καὶ παρηγοριά, πλοῦτος ἀσύλητος καὶ ἀξιαγάπητος. Ἀφοῦ λοιπόν, ὁ φημισμένος Φαντῖνος ἔμεινε στὸν ἀναφερθέντα ναΐσκο τοῦ Μάρτυρος Μηνᾶ 4 μῆνες ἢ λίγο λιγότερο, φεύγει πάλι καὶ μεταβαίνει ἐκεῖ ὅπου ἔζησε καὶ ἔφθασε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Πηγή κειμένου : Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Φαντίνου τοῦ Νέου
(Ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Εὐαγγελισμοῦ Θεοτόκου Ὀρμυλίας, 1996)